Το «ήταν ένα μικρό καράβι» είναι ένα από τα πιο γνωστά παιδικά τραγούδια που εδώ και δεκάδες χρόνια μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Είναι ένα παιχνιδιάρικο τραγούδι, καθώς στη στροφή: «και τότε ρίξαμε τον κλήρο να δούμε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί» τα παιδιά μπορούν στη συνέχεια του να προσθέσουν όποιο όνομα θέλουν, λέγοντας «κι ο κλήρος πέφτει στον/στην…». Το αυθεντικό τραγούδι είναι γαλλικό και έχει τίτλο «il etait un petit navire». Η αληθινή ιστορία στην οποία βασίζεται δεν είναι παιδική, αλλά δυσάρεστη και μακάβρια....
Το καράβι στο οποίο αναφέρεται το τραγουδάκι είναι η γαλλική φρεγάτα Μέδουσα, που ξεκίνησε το ταξίδι του μαζί με άλλα τρία γαλλικά πλοία, τον Ιούνιο του 1816 από τη Γαλλία με προορισμό τη Σενεγάλη. Μεταξύ των 400 περίπου επιβατών της φρεγάτας, ήταν και ο νέος κυβερνήτης της Σενεγάλης με τη σύζυγό του. Την ώρα που η νηοπομπή ήταν έτοιμη να ξεκινήσει, ο 53χρονος κυβερνήτης του Μέδουσα, Ντιρουά ντε Σαμερί, αποφάσισε να χαράξει δική του πορεία ώστε να φτάσει πρώτος στον προορισμό του. Ο Ντιρουά ήταν αριστοκράτης και άπειρος σαν καπετάνιος. Όχι μόνο δεν ακολούθησε τους κυβερνήτες των άλλων πλοίων, που ήταν έμπειροι αξιωματικοί, αλλά βασίστηκε στις συμβουλές ενός απλού επιβάτη, ο οποίος τον έπεισε ότι γνώριζε καλά τις θάλασσες και τους χάρτες της περιοχής. Όταν το πλοίο προσέγγισε την Αφρική, έπλεε πολύ κοντά στις ακτές, με αποτέλεσμα να προσαράξει σε μια ξέρα. Αρχικά το πλήρωμα προσπάθησε να απομακρύνει τη Μέδουσα ώστε να συνεχίσει την πορεία της με ασφάλεια, αλλά δεν κατάφερε. Η εγκατάλειψη του πλοίου ήταν επιτακτική, αλλά οι σωσίβιες λέμβοι, ανεπαρκείς για να χωρέσουν όλους τους επιβάτες. Έτσι κατασκευάστηκε η «σχεδία της Μέδουσας» πάνω στην οποία στριμώχτηκαν περίπου 150 άνθρωποι, οι περισσότεροι άντρες. Στην αρχή η πρόχειρη κατασκευή που είχαν φτιάξει βιαστικά οι μαραγκοί του πλοίου ήταν δεμένη με τις λέμβους, αλλά αποκόπηκε. Εκ των υστέρων αναφέρθηκε ότι τα σκοινιά είχε κόψει ο ίδιος ο κυβερνήτης του πλοίου ο οποίος ήταν σε μια από τις βάρκες, αλλά αυτό δεν αποδείχτηκε....
Η σχεδία ήταν παραδομένη στις καιρικές συνθήκες και έπλεε χωρίς προορισμό για 13 ολόκληρες ημέρες. Σε αυτό το χρονικό διάστημα διαδραματίστηκαν φριχτές σκηνές. Οι ναυαγοί δεν είχαν παρά ελάχιστες προμήθειες που τελείωσαν γρήγορα. Πολλοί από αυτούς δεν άντεξαν και πέθαναν από την πείνα, τη δίψα και τις κακουχίες. Οι υπόλοιποι μέσα στην απελπισία τους και την ανάγκη για επιβίωση αναγκάστηκαν να φάνε ορισμένα πτώματα τα οποία πρώτα ξέραιναν στον ήλιο. Τη σχεδία εντόπισε το πλοίο «Άργος» και περισυνέλεξε ζωντανούς μόνο 15 επιβάτες, από τους οποίους τελικά έζησαν οι 10. Τα περιστατικά κανιβαλισμού που εκτυλίχθηκαν πάνω στη σχεδία έγιναν γνωστά από τις μαρτυρίες των επιζώντων. Η υπόθεση τάραξε τα νερά της γαλλικής κοινωνίας και η νέα «κυβέρνηση» του Λουδοβίκου του ΧVIII (ο Ναπολέων είχε ηττηθεί ένα χρόνο πριν στο Βατερλώ) δέχτηκε σκληρή κριτική. Έτσι ο στίχος «να δούμε ποιος, ποιος, ποιος, θα φαγωθεί» έχει κυριολεκτική και μακάβρια σημασία....
Εκτός από παιδικό τραγουδάκι, η ιστορία της Μέδουσας έγινε και πίνακας ζωγραφικής. Ο Γάλλος ζωγράφος Τεοντό Ζερικώ εμπνεύστηκε από την τραγωδία και δημιούργησε το πίνακά του τον οποίο ονόμασε «Σχεδία της Μέδουσας». Το πρωτότυπο έργο, που σήμερα έχει κυκλοφορήσει σε αμέτρητα αντίγραφα και είναι πολύ αναγνωρίσιμο, ήταν πολύ μεγάλο, με διαστάσεις 4,19Χ 7,16 εκατοστά. Ο Ζερικώ μελέτησε σε βάθος την περίπτωση του ναυαγίου και για να έχει ολοκληρωμένη άποψη για τα όσα διαδραματίστηκαν πάνω στη σχεδία, επισκέφτηκε κάποιους από τους επιζώντες στο νοσοκομείο και ζήτησε να δει κάποια από τα πτώματα στο νεκροτομείο. Συναντήθηκε με τον διασωθέντα μαραγκό του πλοίου, ο οποίος κατασκεύασε ένα πιστό αντίγραφο της σχεδίας και κλείστηκε 8 ολόκληρους μήνες στο εργαστήριό του για να ολοκληρώσει τον πίνακα. Ο Ζερικώ πέθανε 5 χρόνια μετά την ολοκλήρωση του έργου και μέχρι τότε η «σχεδία της Μέδουσας» δεν είχε πουληθεί. Αργότερα τον πίνακα αγόρασε η γαλλική κυβέρνηση και έκτοτε αποτελεί ένα από τα διάσημα εκθέματα του μουσείου του Λούβρου....