Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ράσελ Κρόου χαρακτηρίζεται από ανθελληνικές αναφορές, την ώρα μάλιστα...
που παρουσιάζει τους Τούρκους ως αθώα θύματα στον αγώνα για την υπεράσπιση της πατρίδας τους. Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει ήδη την οργισμένη αντίδραση Ελλήνων και Αρμενίων για τον επιπλέον λόγο ότι το σενάριο της ταινίας έχει γραφτεί από έναν Ελληνοαυστραλό ονόματι Αντριου Αναστάσιος.
Η ΕΠΙΘΕΣΗ
Οι Ελληνες «κατσαπλιάδες» επιτίθενται κατά τρένου που μεταφέρει Τούρκους στρατιώτες
Η ΕΙΣΒΟΛΗ
Οι «κατσιαπλιάδες» Ελληνες εμφανίζονται να «εισβάλλουν» και να καταστρέφουν τουρκικό χωριό, το οποίο στην πραγματικότητα είναι το ελληνικό Λιβίσι της Λυκίας
Φιλοτουρικική ταινία -πρόκληση με ελληνική υπογραφή
"Κακός" vs "καλού"
Ο «κακός» Ελληνας αντάρτης απειλεί τον «καλοκάγαθο» ταγματάρχη Χασάν
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟ ΛΙΒΙΣΙ
Τελικά ο Ράσελ Κρόου εντοπίζει τον κινηματογραφικό γιο του μέσα στην εκκλησία της Παναγίας στο χωριό Λιβίσι
ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Ντόπιοι της Μικράς Ασίας που σφαγιάστηκαν από τους «κακούς» Ελληνες. Πουθενά στην ταινία δεν γίνεται αναφορά στις γενοκτονίες των χριστιανικών πληθυσμών
Ο Ράσελ Κρόου στον ρόλο ενός πατέρα που ταξιδεύει από την Αυστραλία στην Τουρκία για να βρει τα ίχνη των τριών γιων του
που χάθηκαν στη Μάχη της Καλλίπολης
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΩΣ "ΚΑΤΣΑΠΛΙΑΣ"
Ο «αρχηγός» των Ελλήνων -ως κατσαπλιάς- αποκαλεί κοροϊδευτικά τον Κρόου «καγκουρό»
Η ταινία αναφέρεται στην αποτυχημένη απόβαση των ΑΝΖAC (Australian and New Zealand Army Corps - ακρωνύμιο του στρατιωτικού εκστρατευτικού σώματος Αυστραλών και Νεοζηλανδών) στη χερσόνησο της Καλλίπολης, στα Δαρδανέλια της Τουρκίας, -από τις 25/4/1915 έως τις 9/1/1916 κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που έληξε με χιλιάδες νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Κεντρικός ήρωας είναι ο Κόνορ, ένας Αυστραλός αγρότης που το 1919 ταξιδεύει στην Τουρκία αναζητώντας τα ίχνη των τριών αγοριών του που χάθηκαν στη Μάχη της Καλλίπολης. Στην πορεία ανακαλύπτει -με τη βοήθεια του Τούρκου ταγματάρχη Χασάν, με τον οποίο αναπτύσσει μια ιδιόμορφη φιλία- ότι οι δυο του γιοι είναι νεκροί και ο τρίτος ζωντανός κάπου στα βάθη της Ανατολής, τον οποίο τελικά εντοπίζει.
Στην ταινία ξεχωρίζει η απαστράπτουσα η Ρωσοουκρανή Ολγα Κιριλένκο στον ρόλο της Αϊσέ. Το κορίτσι του Τζέιμς Μποντ επιστρέφει στα κινηματογραφικά πλατό στον ρόλο μιας νεαρής χήρας Τούρκου στρατιώτη, που επίσης σκοτώθηκε στη Μάχη της Καλλίπολης. Λίγο πριν πει το οριστικό «ναι» στον αδελφό του συζύγου της ώστε να γίνει δεύτερη γυναίκα του και να κοιμάται μαζί του κάθε τρεις μέρες, γνωρίζει τον Κρόου, που τελικά την κατακτά και η ταινία τελειώνει με το δικό τους love story.
Ωστόσο, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας είναι εμφανής η προσπάθεια να διαστρεβλωθεί έντεχνα η ιστορική πραγματικότητα. «Στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν ένα αντιπολεμικό μήνυμα, ο Ράσελ Κρόου και ο Αντριου Αναστάσιος κατέληξαν να εμφανίζουν τα θύματα ως θύτες και τους σφαγιαζόμενους ως βαρβάρους», σχολιάζει ο δρ Παναγιώτης Διαμαντής, καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, σε άρθρο του στην αγγλόφωνη έκδοση της ομογενειακής εφημερίδας «Νέος Κόσμος», τονίζοντας ότι η «ταινία παραπλανά με τη δήλωσή της ότι “στηρίζεται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα”».
Επιχειρώντας να δικαιολογήσει το σενάριο της ταινίας του, ο Ράσελ Κρόου υποστήριξε ότι πρόθεσή του ήταν να παρουσιάσει την ιστορία της Μάχης της Καλλίπολης αντίθετα από την «επίσημη» εκδοχή που παρουσιάζεται σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, προκειμένου να δικαιώσει τους «γηγενείς» Τούρκους που «αμύνθηκαν» εναντίον των ΑΝΖΑC.
«Νομίζω ότι 100 χρόνια μετά οι Αυστραλοί έχουν την ωριμότητα να ακούσουν και την αντίθετη γνώμη για το πώς έγιναν τα γεγονότα», δήλωσε, αγνοώντας πως στους «γηγενείς» ανήκαν Αρμένιοι, Ασσύριοι και Eλληνες που υπέστησαν πρωτόγνωρους διωγμούς από τους «καλούς» Τούρκους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τουρκικός Τύπος υποδέχτηκε με διθυραμβικά σχόλια την ταινία του Κρόου.
Χαρακτηριστικός ο τίτλος δημοσιεύματος της εφημερίδας «Star» που αναφέρεται σε δηλώσεις του πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη στο Seven Network της Αυστραλίας: «Ράσελ Κρόου: Εισβάλλαμε σε ένα ανεξάρτητο έθνος στην Καλλίπολη». Η ταινία χρηματοδοτήθηκε και από τουρκική εταιρεία παραγωγής, ενώ τα υπουργεία Πολιτισμού και Aμυνας της γείτονος παρείχαν κάθε διευκόλυνση για τα γυρίσματα στην Καλλίπολη, στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες περιοχές της χώρας.
Ο «Στρατός του Διαβόλου»
Την ίδια εποχή που διαδραματίζεται το στόρι της ταινίας, οι σύμμαχοι της Αντάντ, νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχουν επιδικάσει τη ζώνη της Σμύρνης στην Ελλάδα. Το σενάριο παρουσιάζει τους Ελληνες ως βάρβαρους, αιμοβόρους και ληστρικούς κατακτητές και όχι ως γηγενή πληθυσμό της Μικράς Ασίας που αναγκάστηκε να αμυνθεί απέναντι στα σχέδια αφανισμού του που είχαν καταστρώσει οι Νεότουρκοι και ήδη είχαν εφαρμόσει με επιτυχία στους Αρμένιους και στους Ασσύριους. Στην ταινία οι Ελληνες αποκαλούνται «Στρατός του Διαβόλου» (Seytanasker).
Πρόκειται για χαρακτηρισμό που αποδόθηκε στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, το οποίο κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία διέπρεψε στα πεδία των μαχών και αναδείχτηκε ως η πλέον επίλεκτη μονάδα του ελληνικού στρατού εξαιτίας του πανικού που προκαλούσε με τα αιφνίδια χτυπήματά του στον εχθρό. Σε μια σκηνή εμφανίζονται καμένα -από τους Ελληνες- χωριά και ντόπιοι να παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς.
«Οι Ελληνες... Καίνε τα χωριά, τρομοκρατούν τους ανθρώπους μας. Παλιά ήμασταν μια χώρα. Τώρα είμαστε σε πόλεμο», λέει στον Κρόου ο Τούρκος ταγματάρχης. Βέβαια, πουθενά στο έργο δεν εμφανίζονται νεκροί ή πρόσφυγες από τα στίφη των Νεότουρκων.
Στην ταινία, όταν ο ταγματάρχης Χασάν με τους άνδρες του ταξιδεύουν με το τρένο για να ενωθούν με τα στρατεύματα του Κεμάλ στον Αφιόν Καραχισάρ δέχονται την επίθεση Ελλήνων, οι οποίοι παρουσιάζονται ως ληστές που έβαλαν στόχο τα όπλα και το υποτιθέμενο χρυσάφι που κουβαλούσαν.
Οταν μάλιστα ο Χασάν λέει στον αρχηγό των Ελλήνων -μιλώντας μάλιστα ελληνικά- ότι ο Κρόου «είναι Αυστραλός... σύμμαχος σας», τότε ο Ελληνας δίνει εντολή να μην τον πειράξουν, ενώ τον αποκαλεί κοροϊδευτικά «καγκουρό». Στη συνέχεια βέβαια ο Κρόου σώζει τον Χασάν από τους «αιμοσταγείς» Ελληνες και συνεχίζουν οι δυο τους την πορεία τους για το Αφιόν Καραχισάρ. Ο Τούρκος για να ενωθεί με τα στρατεύματα του Κεμάλ και ο Αυστραλός για να βρει τον γιο του.
Το ελληνικό χωριό Λιβίσι που «πολιορκούν» Ελληνες
Τελικά ο Κρόου εντοπίζει τον κινηματογραφικό γιο του μέσα σε μια ελληνορθόδοξη εκκλησία ενός ερειπωμένου χωριού, που υποτίθεται έχει καταστραφεί από τους «κακούς» Ελληνες. Πρόκειται για την εκκλησία της Παναγίας του ελληνικού χωριού Λιβίσι (Kayakoy) της Λυκίας, απέναντι σχεδόν από τη Ρόδο, το οποίο στέκει ερειπωμένο και εγκαταλειμμένο από το 1923, οπότε και οι κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στο σημερινό Νέο Λιβίσι, στο Μαρκόπουλο και στη Νέα Μάκρη.
Στην ταινία όχι μόνο δεν γίνεται καμία αναφορά στους Ελληνες κατοίκους του χωριού και στις συνεχείς διώξεις που υπέστησαν μετά το 1914 από τους Τούρκους ώστε να το εκκενώσουν μαζί με άλλα παραλιακά ελληνικά χωριά, αλλά προκλητικά παρουσιάζεται το χωριό να «πολιορκείται» από Ελληνες άτακτους που έχουν σφάξει και τους κατοίκους του. Σήμερα το χωριό-φάντασμα διατηρείται πλέον ως μουσείο, αποτελείται από τις ερειπωμένες ελληνικές κατοικίες και τις δύο εκκλησίες, στη μία από τις οποίες γίνεται και η συνάντηση πατέρα - γιου. Πρόσφατα η τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι επιθυμεί να το παραχωρήσει σε επενδυτή προκειμένου να το αναστηλώσει και να το εκμεταλλευτεί τουριστικά, προκαλώντας αντιδράσεις εντός και εκτός Τουρκίας.
Μία από τις φωνές που ζήτησαν να υπάρξει παρέμβαση της Αθήνας προς την Αγκυρα ήταν και αυτή του πρώην υφυπουργού Τουρισμού Γιώργου Νικητιάδη. «Είναι προκλητικό αυτό που παρουσιάζεται στην ταινία. Ενα χωριό που οι κάτοικοί του υπέστησαν διωγμούς από τους Τούρκους και ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα να εμφανίζεται προκλητικά πως δέχεται επίθεση από Ελληνες άτακτους, να το καταστρέφουν και να σφαγιάζουν τον πληθυσμό του», λέει o κ. Νικητιάδης και καταλήγει: «Είναι γνωστό ότι η Τουρκία στηρίζει με κάθε μέσο διεθνείς παραγωγές προκειμένου να περάσει στη διεθνή κοινή γνώμη εμμέσως τις πάγιες θέσεις της. Κι αυτό το πετυχαίνει με το να παρουσιάζονται στην επίμαχη ταινία οι Τούρκοι ως αδικημένοι την ίδια ώρα που δεν γίνεται καμία αναφορά στις γενοκτονίες των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής».
Δυσφορία για τα προκλητικά «φάουλ»
Από τον περασμένο Δεκέμβριο, οπότε και η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές αίθουσες της Αυστραλίας, δεν είναι λίγοι εκείνοι που εξέφρασαν δημόσια τη δυσφορία τους για τα προκλητικά «φάουλ» του Ράσελ Κρόου. Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βετεράνων της Βικτώριας, πρώην στρατηγός Ντέιβιντ ΜακΚλάχλαν, έκανε λόγο για «σενάριο χωρίς καμία ιστορική βάση», σχολιάζοντας καυστικά ότι ο Κρόου «θα έπρεπε να κοιμόταν βαθιά στο μάθημα Ιστορίας στο σχολείο».
Ακόμη, ο πρόεδρος της αυστραλιανής επιτροπής Αρμενίων Βέτσιε Καχραμανιάν επεσήμανε: «Δεν είναι τυχαία η μεγάλη προώθηση της ταινίας στην Τουρκία, μιας ταινίας που παρουσιάζει τους Τούρκους ως θύματα, παρά το γεγονός ότι διέπραξαν ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ανθρωπότητας». Το σενάριο της επίμαχης ταινίας βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του ομογενή συγγραφέα Αντριου Αναστάσιος, ο οποίος έχει γράψει δύο ακόμη μυθιστορήματα. Πτυχιούχος στα Mass Media και τη Διαφήμιση, έχει δουλέψει σε τηλεοπτικές παραγωγές και διαφημιστικές καμπάνιες.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα εφημερίδων της Αυστραλίας, τα μεταπτυχιακά του στην Ιστορία και την Αρχαιολογία τον οδήγησαν στη Μέση Ανατολή και την Τουρκία, όπου του ήρθε η ιδέα να γράψει το συγκεκριμένο βιβλίο. Αφορμή ωστόσο στάθηκε η επιστολή ενός Αυστραλού -της δεκαετίας του 1920- που εξιστορούσε την προσπάθειά του να πάει στην Τουρκία για να ανακαλύψει τι απέγιναν οι γιοι του. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, εκτός του Ράσελ Κρόου και της Ολγας Κιριλένκο, είναι ο Τούρκος Γιλμάζ Ερντογάν ως ταγματάρχης Χασάν, αλλά και ο μικρός Ντίλαν Γεωργιάδης, ομογενής από τη Μελβούρνη, ως γιος της Κιριλένκο.
Σκηνές της ταινίας γυρίστηκαν στο ελληνικό χωριό Λιβίσι (Kayakoy) της Λυκίας, απέναντι από τη Ρόδο, το οποίο στέκει ερειπωμένο και εγκαταλειμμένο από το 1923, οπότε και οι κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στο Μαρκόπουλο και τη Νέα Μάκρη
Το εκρηκτικό μοντέλο και ηθοποιός Ολγα Κιριλένκο ως χήρα ενός Τούρκου στρατιώτη που σκοτώθηκε στη Μάχη της Καλλίπολης
Ο ομογενής συγγραφέας Αντριου Αναστάσιος με τη σύζυγό του Μέγκαν Γουίλσον έξω από το Μπλε Τζαμί της Κωνσταντινούπολης σε πρόσφατη επίσκεψή τους
fimotro