Πριν από λίγες μέρες φωτογραφήθηκε α λα Μαντόνα, σε ένα project που ξεπερνούσε τα όρια του γελοίου. Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά: η Liz Jones είναι ιέρεια της μιζέριας, εξπέρ στο να γελοιοποιεί τον εαυτό της και τους άλλους και τυπικό δείγμα ενός νοσηρού, αλλά πολύ δημοφιλούς, δημοσιογραφικού ύφους.
«Κάνουμε έρωτα μόνο για να βρούμε έναν άντρα, να τον κρατήσουμε, να κλέψουμε το σπέρμα του και να βαυκαλιζόμαστε ότι είμαστε ελκυστικές»: Είναι η καταθλιπτική άποψη της Liz Jones για το γυναικείο φύλο και σίγουρα μια φράση που δεν πρέπει να ξενίζει όποιον ξεκινά να διαβάσει ένα άρθρο με τίτλο «Θα προτιμούσα ο άντρας μου να πλήρωνε για σεξ, παρά να διατηρούσε σχέση». Η αρθρογράφος της κυριακάτικης Daily Mail βγάζει εδώ και πολλά χρόνια το ψωμί της -και κάτι παραπάνω- με τέτοιου είδους προβοκάτσιες. Προκαλεί τη χλεύη των συναδέλφων της, την οργή των σχολιαστών κάτω από τα άρθρα της που δημοσιεύονται ηλεκτρονικά και τη συμπόνια όσων επιχειρούν να ασχοληθούν πιο ψύχραιμα μαζί της.
Προκαλώντας, έγινε διάσημη και ανάγκασε ακόμη κι όσους την αποστρέφονται να τη διαβάζουν ανελλιπώς. Συντάκτριες της Guardian, για παράδειγμα, της οποίας το ύφος και η αισθητική δεν έχουν καμία σχέση ούτε με τη Mail ούτε με τη Jones, όταν έμαθαν ότι συνάδελφός τους επρόκειτο να πάρει συνέντευξη από το σύντροφο της Jones έδειξαν ότι γνωρίζουν πολύ καλά τα προσωπικά του ζευγαριού: «Είναι ένας άχρηστος, ένας τρακαδόρος!», «Ρώτα τον αν την αγαπά!», «Γιατί ποτέ δεν της έχει πάρει δώρο;»…
Άψογα ενημερωμένο το newsroom της Guardian, αλλά εδώ δεν πρόκειται για κανένα μυστικό. Η ίδια η Jones έχει φροντίσει να βγάζει τα άπλυτα των συντρόφων της στη φόρα, μαζί με τα δικά της: Αυτό το «να κλέψουμε το σπέρμα του», λόγου χάρη, δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου, μεταφορικό. Το έχει διαπράξει κανονικότατα, βάζοντας σε εφαρμογή ένα «πανούργο» σχέδιο: «Μια νύχτα, αφού είχαμε κάνει έρωτα, πήρα το χρησιμοποιημένο προφυλακτικό, πήγα στο μπάνιο και έκανα αυτό που είχα να κάνω». Αυτό που είχε να κάνει δεν ήταν παρά μια υστερική απόπειρα να μείνει έγκυος, ερήμην του τότε φίλου της, ο οποίος δεν ήθελε να γίνει πατέρας. «Νόμιζα ότι είχα το δικαίωμα να κάνω ό,τι έκανα, γιατί, πρώτον, αυτός έμενε στο σπίτι μου και, δεύτερον, του είχα αμέτρητες φορές αγοράσει φαγητό απ’έξω», εξήγησε η Liz αργότερα, σε ένα άρθρο της που σόκαρε τους πάντες. Συμπλήρωσε, ακόμη, ότι μπορεί το σχέδιό της να μην ευοδώθηκε, αλλά αυτό δεν την πτόησε. Στην απελπισμένη προσπάθειά της να γίνει μητέρα, κατέφυγε στις ίδιες πρακτικές και σε επόμενη σχέση της. Εκείνο το άρθρο απέφερε στη Liz Jones το προσωνύμιο «Jizz Loans» και, φυσικά, την έκανε δημοφιλέστατο θέμα συζήτησης στα social media. Πολύ πριν η Kim Kardashian και η Μαντόνα «σπάσουν το ίντερνετ», η τρομερή Jones έγραφε με τα αποστεωμένα χέρια της τον κώδικα της πρόκλησης.
Ανάλογα φαινόμενα δεν είναι σπάνια στα βρετανικά μέσα. Δημοσιογράφοι και παρουσιαστές υιοθετούν μερικές φορές μια extreme περσόνα, στα χαρακτηριστικά της οποίας ενδεχομένως και να μην ανταποκρίνονται όσον αφορά την κανονική τους ζωή. Το κάνουν μόνο και μόνο για να πουλήσουν. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο παρουσιαστής της εκπομπής Top Gear, Jeremy Clarkson, τα ρατσιστικά και μισογυνικά σχόλια του οποίου έχουν κατά καιρούς κάνει έξαλλο πολύ κόσμο, συμπεριλαμβανομένωνΕλλήνων και Ελληνίδων. Για τις τελευταίες, ο κύριος Clarkson είχε δηλώσει ότι δεν μπορεί να τις φανταστεί χωρίς μουστάκι…
Η Jones, όμως, δεν είναι απλώς μια προκλητική περσόνα. Έχει εξελίξει περισσότερο αυτό το μοντέλο, πουλώντας «βιωματική» και εξομολογητική δημοσιογραφία. Σύμφωνα με τους υπερασπιστές της, «απλώς υποδύεται ένα χαρακτήρα». Κρεμάει την προσωπική της ζωή στα μανταλάκια κι εκτίθεται άφοβα στη χλεύη. Κι εκεί που νομίζει κάποιος ότι το ρήμα «τσαλακώνομαι» έχει εξαντλήσει πια το νόημά του, αυτή εφευρίσκει καινούργιες αφορμές. Πιο πρόσφατη, η ιδέα της να μιμηθεί την τελευταία φωτογράφιση της Μαντόνα, σε μια νοσηρή απόπειρα με την οποία «συστήθηκε» και στο ελληνικό κοινό. «Έχουμε μερικά κοινά με τη Μαντόνα», εξήγησε στο άρθρο της. «Είμαστε και οι δύο 56 ετών, σκληρά εργαζόμενες και εθισμένες στην άσκηση: η Μαντόνα κάνει γιόγκα κι εγώ πιλάτες». Παρόλο το μπότοξ, ειδικά για την περίσταση, αλλά και την απομίμηση του styling, η προσπάθεια κατέληξε σε μέγα φιάσκο. Αλλά ακριβώς αυτό φαίνεται ότι ήταν και το ζητούμενο. Η Liz πορεύεται συνδυάζοντας θριαμβευτικά την αυτολύπηση με το σαρκασμό. Τυπικά, είναι μια fashion editor. Ουσιαστικά είναι ένα λειτουργικό γρανάζι στην καλολαδωμένη μηχανή της Mail, η οποία σαρώνει, online και offline, κάνοντας μονίμως τη σοκαρισμένη με την έκπτωση των ηθών. Παρεμπιπτόντως, οι συσκέψεις της εφημερίδες είναι γνωστές στους κύκλους του σιναφιού και ως «κολπικοί μονόλογοι», εξαιτίας της συνήθειας του διευθυντή της να αποκαλεί μ..α τους παρευρισκόμενους.
Η Jones μάλλον δεν συμμετέχει σε αυτές τις συσκέψεις - άλλωστε δεν χρειάζεται να πάρει γραμμή. Εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις της, οι οποίες συμβαίνει να είναι ασορτί με την υποκριτική, συντηρητική και ελαφρολαϊκά «σοβαρή» οπτική του φύλλου. Παλαιότερα, είχε προκαλέσει σάλο, όταν επανέλαβε βήμα προς βήμα την τελευταία διαδρομή ενός κοριτσιού που είχε βρεθεί δολοφονημένο, σε ένα μνημειώδους ανοησίας άρθρο που έστρεψε εναντίον της όλο τον αγγλικό τύπο. Μεταξύ άλλων έγραψε ότι «δεν της άξιζε να φάει το τελευταίο γεύμα της σε ένα τόσο κακό εστιατόριο» και ότι «η αστυνόμευση είναι αυστηρή όταν πας να κλέψεις στα διόδια (το επιχείρησε, ολοκληρώνοντας το «οδοιπορικό» της), αλλά δεν μπορεί να εμποδίσει μια δολοφονία». Και, σε ένα άλλο κείμενο, με αφορμή την απαγόρευση του καπνίσματος μέσα σε αυτοκίνητα που επιβαίνουν παιδιά, παρατηρούσε ότι τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από απαγορεύσεις, αλλά από μια ζωή χαρούμενη και επικίνδυνη: «Σας παρακαλώ, μην κάνετε τα παιδιά σας κέντρο του σύμπαντος. “Σκάστε” λίγο το παράθυρο και αφήστε τα υπόλοιπα στη μοίρα»!
Όταν τα άρθρα της δεν είναι αυτοαναφορικά («Το μπότοξ δεν με έκανε ευτυχισμένη – το να αποκτήσω παιδιά ίσως θα με έκανε»), συνήθως διαλέγει κάποιον και του επιτίθεται: «Ποτέ μην εμπιστεύεστε έναν κριτικό όπερας, εκτός αν διαθέτει “six pack”». Συχνά, οι στόχοι της δεν είναι εύκολοι, ούτε ανίσχυροι. Η κόντρα της με τη Rihanna, λόγου χάρη, τροφοδότησε με άφθονο υλικό τα tabloid, που βιάστηκαν να αποφανθούν χαιρέκακα ότι η Liz βρήκε επιτέλους το μάστορά της. Η αρθρογράφος ξεκίνησε πρώτη τον πόλεμο, αποκαλώντας τη Rihanna «δηλητηριώδη πριγκίπισσα της ποπ». Έγραψε ακόμη ότι η τραγουδίστρια είναι αρνητικό πρότυπο και ότι ο τρόπος που ντύνεται αποτελεί πρόσκληση σε βιασμό. Η Rihanna σήκωσε το γάντι κι αντεπιτέθηκε, στολίζοντας την Jones με κοσμητικά του τύπου «θλιβερή», «αδέξια» και «εμμηνοπαυσιακό ράκος». Κι εκεί που το σασπένς είχε ανάψει και το ξεκατίνιασμα έδειχνε να φτάνει στην κορύφωσή του, η αρθρογράφος έκανε στροφή στην αυτομαστίγωση, γράφοντας για τον εαυτό της ότι δεν είναι παρά μια γερασμένη, ξοφλημένη, μοναχική, αγ…τη γυναίκα, με κυτταρίτιδα και μετ-εμμηνοπαυσιακό σύνδρομο... Μπορείς να προσάψεις σε μια μάγισσα ότι μοιάζει με μάγισσα;
Θύτης και θύμα μαζί, φαίνεται ότι η Liz οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στην πυρά. Το απαιτεί το κοινό της, στο οποίο μάλλον δεν έχει τίποτα άλλο να προσφέρει από τον εαυτό της προς βρώσιν. Ο Terence Blacker το έγραψε πιο εύστοχα, στον Independent: «Αν κάποιος θέλει το καλό της, οφείλει να σταματήσει να τη διαβάζει».