Του Νίκου Ξυδάκη
Εχουμε ξανασυζητήσει το θέμα των μεγάλων μεταρρυθμίσεων: τι είναι, με ποια κριτήρια αποφασίζονται, σε τι αποσκοπούν, ποιες μελέτες σκοπιμότητας και προσδοκώμενων οφελών έχουν προηγηθεί. Εμπειρικά, από την τετραετία των μεταρρυθμίσεων, μπορούμε να συναγάγουμε ότι πολλές έχουν διαφημιστεί, πολλές έχουν ψηφιστεί, λίγες έχουν εφαρμοστεί χωρίς εν συνεχεία τροποποιήσεις, και ελάχιστες από αυτές έχουν
βελτιώσει τη ζωή των πολιτών ή τις συνθήκες λειτουργίας επιχειρήσεων και επαγγελματιών. Οι μόνες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται ακαριαία είναι όσες αφορούν βαρύτερη φορολόγηση, άμεση ή έμμεση.

Αρκετές μεταρρυθμίσεις, μάλιστα, όχι μόνο δεν βελτιώνουν τίποτε, αλλά απορρυθμίζουν επί τα χείρω. Οι προωθούμενες αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, λ.χ., περιγράφονται ως επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης, στα αστικά δικαστήρια, αίτημα που έχει διατυπωθεί συχνά από πολίτες, επιχειρηματίες, αλλά και από δικηγόρους και δικαστές. Είναι όμως έτσι; Την περασμένη εβδομάδα, οι πρόεδροι των δικηγορικών συλλόγων της χώρας, συνεπικουρούμενοι, για πρώτη φορά, από τους προέδρους των ενώσεων δικαστών, εξήγησαν πώς οι επιχειρούμενες αλλαγές στον Κώδικα αλλάζουν δραματικά το δικαιικό περιβάλλον προς ζημίαν του πολίτη αλλά και του δημοσίου συμφέροντος.

Ο νομικός κόσμος υποστηρίζει ότι εν ονόματι της «οικονομίας της δίκης» καταργείται ουσιαστικά η εξέταση μαρτύρων και η προφορική συζήτηση· η δίκη διεξάγεται με έγγραφα, βάσει ενός «προτύπου δίκης», ακόμη και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των δικηγόρων τους.

Ουσιαστικά, πρόκειται για περιστολή των δικαιωμάτων των πολιτών, η οποία αναδεικνύεται και σε κάποιες κρίσιμες λεπτομέρειες του νομοσχεδίου για τη διαδικασία πτωχεύσεων και αποζημιώσεων στην αναγκαστική εκτέλεση. Εως τώρα, από την εκπλειστηριαζόμενη περιουσία μιας πτωχευμένης επιχείρησης, προτεραιότητα στην ικανοποίηση απαιτήσεων είχαν οι εργαζόμενοι και τα ασφαλιστικά ταμεία. Ακολούθως και εφόσον είχαν ικανοποιηθεί αυτοί, από το υπόλοιπο ικανοποιούνταν ο ενυπόθηκος δανειστής (κατά κανόνα, τράπεζες) και το Δημόσιο. Στον νέο Κώδικα, προβλέπεται το αντίθετο: το πλειστηρίασμα διαιρείται εξαρχής και προηγείται η τράπεζα, λαμβάνοντας το 65%, ενώ οι εργαζόμενοι, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία μαζί λαμβάνουν το 25%, και το 10% λαμβάνουν οι προμηθευτές. Δηλαδή, η τράπεζα που επένδυσε εν γνώσει του ρίσκου, αποζημιώνεται με τη μερίδα του λέοντος, έναντι των εργαζομένων που ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται, του Δημοσίου που έπρεπε να εισπράττει φόρους και των Ταμείων που έπρεπε να εισπράττουν εισφορές.

Ο νομοθέτης διευκολύνει την τράπεζα να ελαχιστοποιεί το ρίσκο της, και ταυτόχρονα θεσπίζει ότι η εργασία εμπεριέχει ρίσκο και επισφάλεια, άρα και τιμωρία! Είναι εντυπωσιακό επίσης ότι ο νομοθέτης βάζει σε δεύτερη μοίρα ακόμη και τα συμφέροντα του κράτους και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Αυτό το επισημαίνει προσφυώς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους στην έκθεσή του: «...Ενδέχεται να προκληθεί απώλεια εσόδων του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, λόγω της αποδυνάμωσης των ισχυόντων σήμερα προνομίων τους στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης». Τι λένε επ’ αυτού οι εισηγούμενοι υπουργοί Δικαιοσύνης και Οικονομικών; «Η εν λόγω απώλεια εσόδων θα αναπληρώνεται από άλλες πηγές εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού κατά περίπτωση»! Ητοι, θα μπαίνουν φόροι κατά περίπτωση...

Η αλλαγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας έχει και άλλα τρωτά ή μαχητά σημεία. Το αναφερθέν παράδειγμα, όμως, συνοψίζει τον μεταρρυθμιστικό πυρετό: προνόμια για τις τράπεζες, υποχρεώσεις και ρίσκο για τους εργαζομένους, ζημίες για το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. Η εναντίωση δικηγόρων και δικαστών δεν είναι συντεχνιασμός, είναι υπεράσπιση του δικαιικού πολιτισμού, της ισονομίας και της ισοπολιτείας.


Πηγή: kathimerini.gr
 
Top