Το βράδυ της 27ης Μαΐου του 1961, η Νίτα Μπέικερ άνοιξε ήσυχα την πόρτα του δωματίου που κοιμόταν η δίχρονη κόρη της, Κίτι, στο Καλαμάκι. Με ψυχραιμία και κυνισμό, τύλιξε ένα κορδόνι γύρω από το λαιμό του παιδιού και το έσφιξε, μέχρι που σιγουρεύτηκε ότι ήταν νεκρό.
Με την ίδια αποφασιστικότητα μπήκε στο δωμάτιο των άλλων δύο παιδιών της. Η Σουζάνα ξεψύχησε από τα χέρια της χωρίς να ακουστεί, αλλά ο μικρός Τζο ξύπνησε και την κοίταξε στα μάτια. Ο μικρός αντιστάθηκε και έγδαρε τα χέρια της, αλλά η μητέρα του κατάφερε να τυλίξει σφιχτά το κορδόνι γύρω απ’ το λαιμό του.
Η Νίτα περπάτησε μέχρι την κουζίνα και βρήκε το κοφτερό μαχαίρι που έψαχνε. Το έφερε στο λαιμό της και πίεσε, μέχρι που ένιωσε το ζεστό αίμα στο δέρμα της. Τρόμαξε, τα δάχτυλά της παρέλυσαν και το μαχαίρι έπεσε στο πάτωμα.
Νίτα Μπέικερ Νίτα Μπέικερ Μετά από λίγη ώρα, έφτασε στο σπίτι ο πατέρας των παιδιών, ο Τζολ Μπέικερ, με ένα φίλο του.
Είχε ξεχάσει τα κλειδιά του, αλλά η Νίτα είχε βάλει μια εφημερίδα στην πόρτα για να μην κλείσει. Μπήκαν στο ήσυχο σπίτι και είδαν τη Νίτα λιπόθυμη στην κουζίνα, καλυμμένη με αίματα. Πανικόβλητος, ο Μπέικερ πήγε στο δωμάτιο των παιδιών του.
Όλα φαίνονταν ήρεμα, τα παιδιά κοιμόντουσαν. Ο γιος του ήταν μπρούμυτα και ο πατέρας του τον χάιδεψε στοργικά. Τότε είδε ότι ο Τζο δεν ανέπνεε. Τον γύρισε και είδε το παγωμένο πρόσωπό του και το νεκρό βλέμμα του. Έτρεξε στη Σουζάνα και στην Κίτι.
Το ίδιο κι αυτές...
Η Μήδεια του Καλαμακίου
Η Νίτα Μπέικερ γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου του 1933 στο Τέξας και σε ηλικία 18 ετών, παντρεύτηκε τον γοητευτικό λοχία Τζολ Μπέικερ. Το 1960, ο λοχίας πήρε μετάθεση για την Ελλάδα και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Καλαμάκι. Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα, σχεδόν αδιάφορα. Η Νίτα ήταν μία μελαγχολική και απόμακρη γυναίκα, που όμως εκπλήρωνε στην εντέλεια τα καθήκοντα της μητέρας και συζύγου. Φαινόταν ικανοποιημένη απ’ τη ζωή της και δήλωνε πραγματικά ευτυχισμένη.
Ο Τζολ, απ’ την άλλη, πίστευε ότι η γυναίκα του τον αντιπαθούσε. Δεν ανταποκρινόταν στο άγγιγμά του και για χρόνια, κοιμόντουσαν σε διαφορετικά κρεβάτια. Έκανε ό, τι μπορούσε για να αναζωπυρώσει τον έρωτά τους, αλλά η Νίτα απέρριπτε όλες του τις προτάσεις. Απογοητευμένος απ’ τον γάμο του, ο λοχίας γνώρισε την Ελληνίδα Βενετία Σιταρά, με την οποία ανέπτυξε στενή σχέση.
Έκαναν βόλτες στην εξοχή, πήγαιναν σινεμά και η Σιταρά του μάθαινε ελληνικά. Για να την ανταμείψει, της χάρισε μία φωτογραφική μηχανή, με την οποία απαθανάτιζαν τα ωραιότερα στιγμιότυπα από τις βόλτες τους. Στις 26 Μαΐου, η Νίτα οδήγησε το αυτοκίνητο του άντρα της μέχρι το συνεργείο και πριν φύγει, πήρε μαζί της τα πράγματα που είχε αφήσει στο πορτ μπαγκάζ.
Ανάμεσά τους ήταν κι ένας χάρτινος φάκελος. Ανυποψίαστη, τον άνοιξε και μέσα βρήκε τις φωτογραφίες του λοχία με τη Σιταρά. Δεν του είπε τίποτα, αλλά από μέσα της ετοίμαζε την τέλεια εκδίκηση.
Την επόμενη μέρα, ο Μπέικερ συναντήθηκε με την Σιταρά στην Πεντέλη και μετά πήγαν σινεμά. Η σύζυγός του καθάρισε, μαγείρεψε και έβαλε τα παιδιά τους για ύπνο. Έπειτα άνοιξε τη Βίβλο, υπογράμμισε κάποια αποσπάσματα που αναφέρονταν στη μοιχεία, κατέγραψε τις σκέψεις της σε ένα χαρτί και στραγγάλισε τα παιδιά της. Όταν ήρθε η ώρα να αυτοκτονήσει, έχασε το κουράγιο της.
Η δίκη της Μήδειας
Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1961, οι ένορκοι του Κακουργιοδικείου Αθηνών έκριναν ότι η Νίτα Μπέικερ ήταν ψυχικά ασθενής και έπρεπε να κλειστεί σε ψυχιατρική κλινική. Δεν έδειχνε μετανιωμένη για την πράξη της, γιατί πίστευε ότι λύτρωσε τα παιδιά της.
Είπε:
«Πριν έξι μήνες, ήμουν η πιο ευτυχισμένη μητέρα του κόσμου. Μετά έμαθα ότι ο άντρας μου με απατούσε με μια άλλη. Δεν έπρεπε να ζήσουμε πια, ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου». Στο μυαλό της, είπαν οι ψυχίατροι που την εξέτασαν, η Μπέικερ δεν εκδικήθηκε τον άντρα της, αλλά προσπάθησε να γλιτώσει τον εαυτό της και τα παιδιά της από την μαύρη απελπισία που την πλημμύρισε. Δεν είχε κανείς τους μέλλον και το καθήκον της ως μητέρα ήταν να προστατεύσει τα παιδιά της από τη στενοχώρια που τα περίμενε.
Ο Εισαγγελέας Γκαζέτας δεν πείστηκε από τις δηλώσεις των ειδικών και ζήτησε επανεκδίκαση της υπόθεσης. Το αίτημά του έγινε αποδεκτό και η «Μήδεια» βρέθηκε ξανά στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Τη δεύτερη φορά, η ιστορία της άλλαξε. Δεν ήταν πια μια ευτυχισμένη σύζυγος, αλλά θύμα ενδοοικογενειακής βίας.
Όταν έμαθε για την απιστία του λοχία, αποφάσισε να τον εγκαταλείψει, αλλά ήξερε ότι δε θα την άφηνε ποτέ να φύγει. Σκότωσε, όπως είπε, τα παιδιά της για να μην τα αφήσει μόνα τους με τον βίαιο σύζυγό της. Η ετυμηγορία της δεύτερης δίκης ήταν ότι η Μπέκερ διέπραξε το έγκλημα εν βρασμώ ψυχής, με το ελαφρυντικότης «μέτριας συγχύσεως».
Καταδικάστηκε σε 16 χρόνια κάθειρξη, αλλά πήρε χάρη το 1963 και επέστρεψε στην Αμερική.
Λίγα χρόνια μετά, έστειλε γράμμα στο δικηγόρο της, Σταύρο Τριανταφύλλου, όπου του έλεγε ότι είχε γίνει καλά και της έλειπε η Ελλάδα...
Με την ίδια αποφασιστικότητα μπήκε στο δωμάτιο των άλλων δύο παιδιών της. Η Σουζάνα ξεψύχησε από τα χέρια της χωρίς να ακουστεί, αλλά ο μικρός Τζο ξύπνησε και την κοίταξε στα μάτια. Ο μικρός αντιστάθηκε και έγδαρε τα χέρια της, αλλά η μητέρα του κατάφερε να τυλίξει σφιχτά το κορδόνι γύρω απ’ το λαιμό του.
Η Νίτα περπάτησε μέχρι την κουζίνα και βρήκε το κοφτερό μαχαίρι που έψαχνε. Το έφερε στο λαιμό της και πίεσε, μέχρι που ένιωσε το ζεστό αίμα στο δέρμα της. Τρόμαξε, τα δάχτυλά της παρέλυσαν και το μαχαίρι έπεσε στο πάτωμα.
Νίτα Μπέικερ Νίτα Μπέικερ Μετά από λίγη ώρα, έφτασε στο σπίτι ο πατέρας των παιδιών, ο Τζολ Μπέικερ, με ένα φίλο του.
Είχε ξεχάσει τα κλειδιά του, αλλά η Νίτα είχε βάλει μια εφημερίδα στην πόρτα για να μην κλείσει. Μπήκαν στο ήσυχο σπίτι και είδαν τη Νίτα λιπόθυμη στην κουζίνα, καλυμμένη με αίματα. Πανικόβλητος, ο Μπέικερ πήγε στο δωμάτιο των παιδιών του.
Όλα φαίνονταν ήρεμα, τα παιδιά κοιμόντουσαν. Ο γιος του ήταν μπρούμυτα και ο πατέρας του τον χάιδεψε στοργικά. Τότε είδε ότι ο Τζο δεν ανέπνεε. Τον γύρισε και είδε το παγωμένο πρόσωπό του και το νεκρό βλέμμα του. Έτρεξε στη Σουζάνα και στην Κίτι.
Το ίδιο κι αυτές...
Η Μήδεια του Καλαμακίου
Η Νίτα Μπέικερ γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου του 1933 στο Τέξας και σε ηλικία 18 ετών, παντρεύτηκε τον γοητευτικό λοχία Τζολ Μπέικερ. Το 1960, ο λοχίας πήρε μετάθεση για την Ελλάδα και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Καλαμάκι. Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα, σχεδόν αδιάφορα. Η Νίτα ήταν μία μελαγχολική και απόμακρη γυναίκα, που όμως εκπλήρωνε στην εντέλεια τα καθήκοντα της μητέρας και συζύγου. Φαινόταν ικανοποιημένη απ’ τη ζωή της και δήλωνε πραγματικά ευτυχισμένη.
Ο Τζολ, απ’ την άλλη, πίστευε ότι η γυναίκα του τον αντιπαθούσε. Δεν ανταποκρινόταν στο άγγιγμά του και για χρόνια, κοιμόντουσαν σε διαφορετικά κρεβάτια. Έκανε ό, τι μπορούσε για να αναζωπυρώσει τον έρωτά τους, αλλά η Νίτα απέρριπτε όλες του τις προτάσεις. Απογοητευμένος απ’ τον γάμο του, ο λοχίας γνώρισε την Ελληνίδα Βενετία Σιταρά, με την οποία ανέπτυξε στενή σχέση.
Έκαναν βόλτες στην εξοχή, πήγαιναν σινεμά και η Σιταρά του μάθαινε ελληνικά. Για να την ανταμείψει, της χάρισε μία φωτογραφική μηχανή, με την οποία απαθανάτιζαν τα ωραιότερα στιγμιότυπα από τις βόλτες τους. Στις 26 Μαΐου, η Νίτα οδήγησε το αυτοκίνητο του άντρα της μέχρι το συνεργείο και πριν φύγει, πήρε μαζί της τα πράγματα που είχε αφήσει στο πορτ μπαγκάζ.
Ανάμεσά τους ήταν κι ένας χάρτινος φάκελος. Ανυποψίαστη, τον άνοιξε και μέσα βρήκε τις φωτογραφίες του λοχία με τη Σιταρά. Δεν του είπε τίποτα, αλλά από μέσα της ετοίμαζε την τέλεια εκδίκηση.
Την επόμενη μέρα, ο Μπέικερ συναντήθηκε με την Σιταρά στην Πεντέλη και μετά πήγαν σινεμά. Η σύζυγός του καθάρισε, μαγείρεψε και έβαλε τα παιδιά τους για ύπνο. Έπειτα άνοιξε τη Βίβλο, υπογράμμισε κάποια αποσπάσματα που αναφέρονταν στη μοιχεία, κατέγραψε τις σκέψεις της σε ένα χαρτί και στραγγάλισε τα παιδιά της. Όταν ήρθε η ώρα να αυτοκτονήσει, έχασε το κουράγιο της.
Η δίκη της Μήδειας
Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1961, οι ένορκοι του Κακουργιοδικείου Αθηνών έκριναν ότι η Νίτα Μπέικερ ήταν ψυχικά ασθενής και έπρεπε να κλειστεί σε ψυχιατρική κλινική. Δεν έδειχνε μετανιωμένη για την πράξη της, γιατί πίστευε ότι λύτρωσε τα παιδιά της.
Είπε:
«Πριν έξι μήνες, ήμουν η πιο ευτυχισμένη μητέρα του κόσμου. Μετά έμαθα ότι ο άντρας μου με απατούσε με μια άλλη. Δεν έπρεπε να ζήσουμε πια, ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου». Στο μυαλό της, είπαν οι ψυχίατροι που την εξέτασαν, η Μπέικερ δεν εκδικήθηκε τον άντρα της, αλλά προσπάθησε να γλιτώσει τον εαυτό της και τα παιδιά της από την μαύρη απελπισία που την πλημμύρισε. Δεν είχε κανείς τους μέλλον και το καθήκον της ως μητέρα ήταν να προστατεύσει τα παιδιά της από τη στενοχώρια που τα περίμενε.
Ο Εισαγγελέας Γκαζέτας δεν πείστηκε από τις δηλώσεις των ειδικών και ζήτησε επανεκδίκαση της υπόθεσης. Το αίτημά του έγινε αποδεκτό και η «Μήδεια» βρέθηκε ξανά στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Τη δεύτερη φορά, η ιστορία της άλλαξε. Δεν ήταν πια μια ευτυχισμένη σύζυγος, αλλά θύμα ενδοοικογενειακής βίας.
Όταν έμαθε για την απιστία του λοχία, αποφάσισε να τον εγκαταλείψει, αλλά ήξερε ότι δε θα την άφηνε ποτέ να φύγει. Σκότωσε, όπως είπε, τα παιδιά της για να μην τα αφήσει μόνα τους με τον βίαιο σύζυγό της. Η ετυμηγορία της δεύτερης δίκης ήταν ότι η Μπέκερ διέπραξε το έγκλημα εν βρασμώ ψυχής, με το ελαφρυντικότης «μέτριας συγχύσεως».
Καταδικάστηκε σε 16 χρόνια κάθειρξη, αλλά πήρε χάρη το 1963 και επέστρεψε στην Αμερική.
Λίγα χρόνια μετά, έστειλε γράμμα στο δικηγόρο της, Σταύρο Τριανταφύλλου, όπου του έλεγε ότι είχε γίνει καλά και της έλειπε η Ελλάδα...
tragiko.net