- Δυναμική επανεμφάνιση του Νίκου Μαζιώτη στο αντάρτικο πόλης
- Όλη η προκήρυξη στο planet-greece
Την ευθύνη για την βομβιστική επίθεση κατά της Διεύθυνσης Εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδος στην οδό Αμερικής ανέλαβε με προκήρυξή του στο διαδίκτυο ο Επαναστατικός Αγώνας...
Ποια είναι τα σημαντικά συμπεράσματα από την προκήρυξη:
1. Ο Νίκος Μαζιώτης επανέρχεται δυναμικά στην εγχώρια τρομοκρατία.
2. Η προκήρυξη είναι ηλίου φαηνότερο ότι έχει συνταχθεί από την επίσης καταζητούμενη σύντροφό του, Πόλα Ρούπα.
3. Η σύμπραξη με μία οργάνωση αναρχικών, τους "Κομάντο Λάμπρο Φούντας" και όχι με τον Χριστόδουλο Ξηρό, όπως διέρρεε η αντιτρομοκρατική, τον οποίο ο ίδιος ο Μαζιώτης τον χαρακτηρίζει ρουφιάνο της ΕΛ.ΑΣ., πέρα των ιδεολογικών διαφορών που τους χωρίζουμ, όπως έχουμε πολλάκις γράψει το planet-greece.
Αναλυτικά, ολόκληρη η Προκήρυξη:
ΑΝΑΛΗΨΗ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
Στις 10 Απρίλιου του 2014 ο Επαναστατικός Αγώνας πραγματοποίησε βομβιστική επίθεση εναντίον της Διεύθυνσης Εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδας στην οδό Αμερικής, όπου στεγάζεται και ο μόνιμος αντιπρόσωπος του ΔΝΤ στην Ελλάδα Ουές Μακ Γκρου. Αν και το χτύπημα στόχευε την Τράπεζα της Ελλάδας, ζημιές υπέστησαν και τα κεντρικά γραφεία της τράπεζας Πειραιώς τα οποία βρίσκονται ακριβώς απέναντι, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο επιτυχημένο το χτύπημα, αφού η τράπεζα Πειραιώς εξελίχτηκε με την εξαγορά της Αγροτικής σε μία από τις μεγαλύτερες συστημικές ελληνικές τράπεζες, επωφελήθηκε από την ληστρική μνημονιακή πολιτική που εφαρμόζεται εναντίον του ελληνικού λαού τα τελευταία χρόνια και είναι ένας από τους οικονομικούς παράγοντες που είναι συνυπεύθυνοι για τα δεινά του.
Η επίθεση πραγματοποιήθηκε με αυτοκίνητο-βόμβα που περιείχε 75 κιλά εκρηκτικής ύλης πετρελαιοαμμωνίτιδας (ΑΝFO). Τέσσερα χρόνια ακριβώς μετά το κατασταλτικό χτύπημα εναντίον της οργάνωσης και ενώ το κράτος, όπως και πολλοί εχθροί του ένοπλου αγώνα πανηγύριζαν για την “επιτυχία της εξάρθρωσης” του Επαναστατικού Αγώνα, η ενέργεια αυτή έρχεται να τους διαψεύσει. Η επίθεση εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας αφιερώνεται στον αναρχικό σύντροφο Λάμπρο Φούντα, μέλος του Επαναστατικού Αγώνα που σκοτώθηκε σε ένοπλη συμπλοκή με αστυνομικούς στην Δάφνη στις 10 Μαρτίου 2010 κατά τη διάρκεια προπαρασκευαστικής ενέργειας της οργάνωσης. Ο σύντροφος έχασε τη ζωή του σε απόπειρα απαλλοτρίωσης αυτοκινήτου που θα χρησιμοποιόταν σε ενέργεια του Επαναστατικού Αγώνα στα πλαίσια της στρατηγικής της οργάνωσης εκείνης της περιόδου-περίοδο έναρξης της οικονομικής κρίσης. Hστρατηγική αυτή αποσκοπούσε στο να χτυπηθούν και να σαμποταριστούν δομές, θεσμοί και πρόσωπα με κεντρικό ρόλο στη μεγαλύτερη ιστορικά αντιλαϊκή επίθεση που επρόκειτο να διεξαχθεί με την υπογραφή του πρώτου μνημονίου τον Μάιο του 2010. Ο Λάμπρος Φούντας αγωνίστηκε και έδωσε την ζωή του για να μην περάσει η σύγχρονη χούντα της οικονομικής και πολιτικής ελίτ, η χούντα της τρόικας -του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της ΕΕ. Αγωνίστηκε και έδωσε την ζωή του για να μην περάσει η σύγχρονη χούντα του κεφαλαίου και του κράτους. Για να μην περάσει ο νέος ολοκληρωτισμός που επιβάλλεται σε όλο τον πλανήτη με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση. Ο Λάμπρος Φούντας έδωσε την ζωή του πολεμώντας για να γίνει η κρίση ευκαιρία για την κοινωνική Επανάσταση. Η επίθεση εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας αποτελεί ως ένα βαθμό την συνέχιση της στρατηγικής εκείνης με τις επιθέσεις εναντίον της Citibank, της Eurobankκαι του χρηματιστηρίου.
Προς τιμήν λοιπόν, του συντρόφου, η ενέργεια εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας έχει την υπογραφή Κομάντο Λάμπρος Φούντας. Γιατί η καλύτερη απόδοση τιμής σε ένα σύντροφο που έδωσε τη ζωή του στον αγώνα, είναι η συνέχιση του ίδιου του αγώνα για τον οποίο έπεσε πολεμώντας. Και αυτός ο αγώνας δεν είχε, δεν έχει και δεν θα έχει άλλη κατεύθυνση παρά μόνο την ανατροπή του καπιταλισμού και του κράτους, την κοινωνική Επανάσταση.
Χτύπημα-απάντηση στην επιστροφή των αγορών.
Επιλέξαμε την 10η Απριλίου για την επίθεση γιατί -όπως πολύ καλά κατάλαβαν οι πάντες, από την κυβέρνηση, τα κόμματα έως τα ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ- σηματοδοτεί την κίνηση εξόδου του ελληνικού κράτους στις αγορές προς αναζήτηση του πρώτου μακροπρόθεσμου δανείου μετά από τέσσερα χρόνια, ενώ την επομένη 11 Απρίλη, η αρχηγός του ισχυρότερου ευρωπαϊκού κράτους, πρωταγωνίστρια της επιβολής ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών και της λιτότητας σε όλη την Ευρώπη και από τους ιδανικότερους εκφραστές των συμφερόντων της ευρωπαϊκής οικονομικής ελίτ, η αρχιτρομοκράτισσα Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, κατέφθανε στην Ελλάδα για την πολιτική και οικονομική κεφαλαιοποίηση της “ελληνικής επιτυχίας”. Το ελληνικό κράτος κατάφερε να δανειστεί 3 δις ευρώ πουλώντας πενταετές ομόλογο με επιτόκιο 4,95% στους συνήθεις εγκληματίες -τζογαδόρους του κρατικού χρέους: Επενδυτές κεφαλαίων, κεφάλαια προερχόμενα από μόχλευση ή τα γνωστά headsfundsκαι μεγάλες ευρωπαϊκές και αμερικάνικες τράπεζες όπως η MorganStanley, USB, GoldmanSachs, HSBC, DeutscheBank, MerrillLynch, όλα τα μεγάλα κοράκια του υπερεθνικού κεφαλαίου ξαναχτυπούν “αγοράζοντας Ελλάδα” παίρνοντας στα χέρια τους το 90% των ομολόγων. Από την κυβέρνηση, τα ελληνικά και μεγάλο αριθμό ξένων ΜΜΕ το γεγονός αυτό πιστώνεται ως “αναγνώριση από τις αγορές της πετυχημένης πορείας της Ελλάδας για έξοδο από την κρίση”.
Με αμηχανία, μισόλογα και ασαφείς αντιλογίες αντιμετώπισαν τα υπόλοιπα -και χωρίς καμία εξαίρεση-καθεστωτικά κόμματα αυτή την εξέλιξη αποδεχόμενα εμμέσως πλην σαφώς την τεράστια ισχύ των κεφαλαιαγορών στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, απέναντι στην οποία υποτάσσονται αργά ή γρήγορα όλες οι καθεστωτικές δυνάμεις. Και αυτή την καθολική υποταγή των καθεστωτικών κομμάτων έδειξε και η ανικανότητά τους να απαντήσουν στο μείζον δίλημμα που τίθεται από την κυβέρνηση και που εγκλωβίζει τη χώρα στο απόλυτο αδιέξοδο: “Ή δανεικά με χαμηλό επιτόκιο και όρους, δηλαδή μνημόνιο ή δανεικά από τις αγορές με υψηλό επιτόκιο και χωρίς όρους”.
Οι καπιταλιστές ανά τον πλανήτη στις 10 Απριλίου επικρότησαν τη μακροχρόνια πολιτική σφαγιασμού μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας που επιβλήθηκε με τέσσερα χρόνια μνημονίου από την τρόικα και τις ελληνικές κυβερνήσεις. Μέσα στα τέσσερα χρόνια από τότε που υπογράφηκε το πρώτο μνημόνιο, στα τέσσερα χρόνια αδυσώπητου κοινωνικού πολέμου από την οικονομική και πολιτική εξουσία εναντίον της πλειοψηφίας της κοινωνίας, έχει αποτυπωθεί με τον πιο ωμό τρόπο τι σήμαινε και τι σημαίνει “σωτηρία της χώρας από τη χρεοκοπία”. Και έχει γίνει πλέον κοινή συνείδηση για την πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν σε αυτόν τον τόπο, ότι αυτή η “σωτηρία” αφορά μόνο το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς. Αφορά τις ελληνικές τράπεζες που από το 2008 έως σήμερα έχουν πάρει από τις κυβερνήσεις 211,5 δις ευρώ: 28 δις από την κυβέρνηση Καραμανλή το 2008, 110 δις από την κυβέρνηση Παπανδρέου τη διετία 2010-2011, δηλαδή όλο το πρώτο δάνειο της τρόικας, 48 δις από την κυβέρνηση Παπαδήμου, 25,5 δις από την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Το ποσό ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ και αντιστοιχεί στα 2\3 του ελληνικού χρέους. Η “σωτηρία της χώρας” αφορά το μεγάλο κεφάλαιο, αφορά την υπερεθνική άρχουσα τάξη και τους ισχυρούς δανειστές της χώρας. Αφορά τις δομές και τους θεσμούς του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Αφορά τα κράτη, το πολιτικό προσωπικό στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αφορά τους κάθε λογής πολιτικούς λακέδες του καθεστώτος που το στηρίζουν με κάθε τίμημα. Αφορά μια αισχρή μειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτούς που δεν αφορά αυτή η “σωτηρία” και που αντιθέτως, πλήρωσαν και πληρώνουν με αίμα τη σωτηρία του συστήματος από την κρίση, είναι η πλειοψηφία του λαού. Είναι τα 5 εκατομμύρια άνθρωποι που οι ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Είναι τα 2,5 εκατομμύρια που ζουν στην απόλυτη ανέχεια. Είναι τα 700000 φτωχά παιδιά που δεν έχουν τα βασικά, αυτά που υποσιτίζονται, που κρυώνουν, που λιποθυμούν, που καταλήγουν σε ιδρύματα για ένα πιάτο φαΐ. Είναι αυτοί που αρρωσταίνουν, αυτοί που τρελαίνονται. Αυτοί που χάνουν το σπίτι τους για χρέη στις τράπεζες και το κράτος, αυτοί που ζουν χωρίς ρεύμα, αυτοί που στερούνται τις βασικές ανάγκες επιβίωσης. Είναι οι 4000 άνθρωποι που αυτοκτόνησαν γιατί καταστράφηκαν οικονομικά. Είναι οι χιλιάδες άστεγοι, αυτοί που κυνηγούν τα συσσίτια, αυτοί που τρέφονται από τα σκουπίδια, αυτοί που αργοπεθαίνουν στο περιθώριο. Είναι όλοι αυτοί οι κολασμένοι που χρεοκόπησαν οικονομικά και κοινωνικά, που πληρώνουν με τη ζωή τους και με τη ζωή των παιδιών τους τη “σωτηρία της χώρας”. Όλοι αυτοί έχουν καταλάβει τι θα πει να χρεοκοπεί η ζωή σου, τι θα πει να να μην αξίζει η ζωή σου τίποτα. Έχουν καταλάβει ότι η “αποφυγή της χρεοκοπίας της Ελλάδας” σημαίνει πόλεμο ενάντια στην κοινωνία, σημαίνει κοινωνική ευθανασία.
Η κρίση δεν τελειώνει, η έξοδος στις αγορές δεν σηματοδοτεί την “έναρξη του τέλους της” όπως ισχυρίζονται οι εγκληματίες πολιτικοί της κυβέρνησης και οι συνοδοιπόροι της. Οι αγορές κεφαλαίου με “την εμπιστοσύνη τους στην Ελλάδα” δεν πιστοποιούν την βελτίωση της ελληνικής οικονομίας. Υπογράφουν απλώς, ένα νέο κερδοσκοπικό storyγια τα κέρδη του άμεσου μέλλοντος. Και αν λάβουμε υπόψιν μας μια εφημερίδα αντιπροσωπευτική του μεγάλου κεφαλαίου, την FinancialTimes, που αμέσως μετά την “επιτυχή έξοδο του ελληνικού κράτους στις αγορές” έγραφε πως “η ελληνική οικονομία δεν είναι ούτε σε ανάκαμψη ούτε σε ύφεση, η ελληνική οικονομία έχει καταρρεύσει”, συμπληρώνοντας ότι “πρέπει να αφεθεί να καταρρεύσει η ελληνική οικονομία”, διαπιστώνουμε ότι το successstorymadeinGreeceαναγνωρίζεται ως φούσκα, ως στημένη απάτη και από τμήμα της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ.
Η αγορά ελληνικών ομολόγων από τα κοράκια του μεγάλου κεφαλαίου είναι μια απόδειξη ότι η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού όχι μόνο δεν τελειώνει, αλλά βαθαίνει. Ότι “η μεγάλη ρευστότητα”, τα λιμνάζοντα στη χρηματοπιστωτική σφαίρα κεφάλαια αδυνατώντας να βρουν άλλες κερδοφόρες επενδυτικές διεξόδους, για μια ακόμη φορά στρέφονται μαζικά στην αγορά κρατικού χρέους επενδύοντας ακόμα και σε κατεστραμμένες με πραγματικούς όρους οικονομίες όπως η ελληνική, της οποίας το χρέος λόγω των υψηλών επιτοκίων δανεισμού είναι ιδιαίτερα αποδοτικό. Παράλληλα οι εγγυήσεις από την ευρωζώνη και κυρίως από το ισχυρότερο ευρωπαϊκό κράτος, το γερμανικό -καθώς και το αγγλικό δίκαιο πάνω στο οποίο βασίζονται οι όροι του νέου ομολόγου που αποκλείουν τη μονομερή διαγραφή του-,
εξασφαλίζει πως από εδώ και στο εξής οι πάσης φύσεως γύπες του χρέους, που στις μέρες μας συμπεριλαμβάνονται και οι μεγάλες τράπεζες της Ευρώπης και των ΗΠΑ, θα πέσουν με τα μούτρα στα ελληνικά ομόλογα. Η πρεμούρα τους για επενδύσεις στο ελληνικό χρέος είναι ανάλογη των προβλημάτων κερδοφορίας που αντιμετωπίζει λόγω της κρίσης το μεγάλο κεφάλαιο, γεγονός που γνωρίζαμε πολύ καλά και γι' αυτό δεν είχαμε καμία αυταπάτη ότι θα ακυρωθεί η αγορά ελληνικών ομολόγων με την επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας. Εξ' άλλου, η εφόρμηση των αγορών για μια ακόμη φορά στο κρατικό χρέος, έρχεται έπειτα από μια μακρά πορεία θεσμικής και δομικής οχύρωσης της ευρωζώνης για την αντιμετώπιση της κρίσης, πορεία που έχει προσφέρει μια προσωρινή σταθεροποίηση στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό σύστημα. Και όπως είπε και ένας ξένος δημοσιογράφος, “στην ουσία οι επενδυτές δεν αγοράζουν Ελλάδα, αγοράζουν ευρώ, αγοράζουν Ευρώπη”.
Αυτό όμως που κυρίως “αγοράζουν οι επενδυτές” είναι καθεστωτική σταθερότητα μετά από τέσσερα χρόνια μνημονίου χωρίς την ύπαρξη σοβαρής κοινωνικής και πολιτικής απειλής ικανής να κλονίσει τη συστημική ισορροπία στη χώρα. “Αγοράζουν” ευρωπαϊκή πολιτική και κοινωνική σταθεροποίηση. “Αγοράζουν” την απουσία ισχυρής κοινωνικής αντίστασης, την απουσία της απειλής ενός δυνατού επαναστατικού κινήματος, του μόνου πραγματικά αντίπαλου πολιτικού δέους στις καθεστωτικές πολιτικές αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος. “Αγοράζουν” την απουσία μιας διευρυμένης κοινωνικά επαναστατικής διαδικασίας για την έξοδο από την κρίση, για την έξοδο από την κυριαρχία του κεφαλαίου και του κράτους. “Αγοράζουν” τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι είναι ικανή να επιβάλει την κοινωνική υποταγή. Αυτή τη συνθήκη ήρθε να χτυπήσει η επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας λίγες ώρες πριν την πώληση του ομολόγου.
Το χειρότερο πρόσωπο της κρίσης δεν το έχουμε δει ακόμη. Ο πόλεμος αυτός θα συνεχιστεί με αμείωτη ένταση. Το σύστημα διψά για περισσότερο αίμα, για περισσότερες ανθρωποθυσίες. Όσοι δεν πεθάνουν από την πείνα, από τις αρρώστιες, από το κρύο, από την απελπισία, θα μετατραπούν στους εξαθλιωμένους δούλους του κεφαλαίου. Ήδη μας τα έχουν πάρει όλα και παραμένουμε αλυσοδεμένοι στο σαπιοκάραβο της καπιταλιστικής επιβίωσης. Τι άλλο περιμένουμε να χάσουμε; Τι άλλο έχουμε να χάσουμε; Hυπομονή, η καρτερικότητα, η εγκράτεια ηχούν πλέον ως κούφιες λέξεις κατευθυνόμενες από τα πολιτικά παπαγαλάκια του καθεστώτος, που μόνο στόχο έχουν να διατηρήσουν το καθεστώς κοινωνικής υποδούλωσης, να συντηρήσουν την ηττοπάθεια και την παραίτηση, να αποτρέψουν την εξέγερση των κολασμένων.
Δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε στην ιστορία του καπιταλισμού τόσο ανελέητος πόλεμος εναντίον ενός λαού σε καιρό ειρήνης. Χωρίς μάχες, χωρίς βόμβες, χωρίς όπλα. Η κοινωνική και ανθρωπιστική κρίση που ζει αυτός ο τόπος δεν έχει προηγούμενο, με τη μαζική κοινωνική εξαθλίωση να συγκρίνεται μόνο με αυτή ενός πραγματικού πολέμου. Και την ευθύνη για αυτή την κατάσταση που συνιστά στην πραγματικότητα κοινωνική γενοκτονία, την έχουν όλοι όσοι εφάρμοσαν συνειδητά τις μνημονιακές πολιτικές. Αυτοί που ψήφισαν και εφάρμοσαν το πρώτο μνημόνιο, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και το δεύτερο μνημόνιο μαζί με τα υπερεθνικά όργανα του μεγάλου κεφαλαίου, δηλαδή την τρόικα του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της ΕΕ.
Από την άλλη, δεν υπήρξε ποτέ τόσο επιτακτική η ανάγκη για έναν λαό να ξεσηκωθεί ενάντια στους δυνάστες του. Να οργανωθεί και να πολεμήσει για την ανατροπή του συστήματος. Δεν υπήρξε ποτέ τόσο μεγάλη, τόσο επιτακτική η ανάγκη για έναν μεγάλο λαϊκό ένοπλο αγώνα ενάντια στην οικονομική και πολιτική εξουσία. Για να χτυπήσουμε αυτούς που ευθύνονται για την κοινωνική κατάντια. Για να χτυπήσουμε αυτούς που μας σκοτώνουν. Για να χτυπήσουμε αυτούς που τσάκισαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Για να γυρίσουμε την πλάτη σε κάθε είδους καθεστωτικό πολιτικό που με ψέμματα σπεκουλάρει στην ανθρώπινη δυστυχία για να αναρριχηθεί στην εξουσία. Είναι η εποχή να σηκώσουμε κεφάλι, να αποτινάξουμε το φόβο, να βρούμε το θάρρος να τους πολεμήσουμε. Γιατί το μόνο που τους κρατά δυνατούς, το μόνο που κρατά όρθιο το σάπιο σύστημά τους είναι η κοινωνική υποταγή.
Ο ένοπλος αγώνας σήμερα είναι πιο αναγκαίος από ποτέ. Είναι το σάλπισμα του ξεσηκωμού για τους προλετάριους στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, σε όλο τον πλανήτη. Είναι το σάλπισμα του ξεσηκωμού για τους σύγχρονους σκλάβους. Για να πολεμήσουμε τις πολιτικές της “οικονομικής σωτηρίας” που μόνο καταστροφές φέρνουν. Για να βοηθήσουμε το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς να χρεοκοπήσει τελειωτικά, να καταρρεύσει. Είναι το κάλεσμα για την αγωνιστική, για την επαναστατική κοινωνική συσπείρωση. Για να ξεμπερδέψουμε με τους εγκληματίες της άρχουσας τάξης και του κράτους, για να διώξουμε τον κάθε λογής απατεώνα της καθεστωτικής πολιτικής. Για να πάρουμε ό,τι μας ανήκει, για να πάρει ο λαός όλο τον κοινωνικό πλούτο
αποκλειστικά στα δικά του χέρια, να τον διαχειριστεί με βάση τις πραγματικές του ανάγκες και έχοντας ως αρχή όχι το κέρδος, αλλά την κοινωνική αλληλεγγύη. Για να δημιουργήσουμε μια κοινωνία οικονομικής και πολιτικής ισότητας, μια κοινωνία πραγματικά ελεύθερων ανθρώπων.
Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΥΛΟΒΑΤΗΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Αυτή τη φορά χτυπήσαμε την Τράπεζα της Ελλάδας. Ένα μηχανισμό με κεντρικό ρόλο στην καπιταλιστική λειτουργία και στη διαχείριση της κρίσης. Δεν πρόκειται για έναν ουδέτερο οργανισμό. Ο ρόλος της από την αρχή της δημιουργίας της ως σήμερα είναι βαθιά ταξικός, βαθιά αντικοινωνικός. Δημιουργήθηκε ως η Τράπεζα των ελληνικών τραπεζών και εξυπηρετούσε πάντα τους Έλληνες, αλλά και ξένους οικονομικά ισχυρούς. Σήμερα ως μέρος του ευρωσυστήματος, ως παρακλάδι του υπερεθνικού οικονομικού μηχανισμού της ΕΚΤ, κατέχει κεντρικό ρόλο στην εκπόνηση και επιβολή των δολοφονικών για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας σχεδίων διάσωσης του ευρωπαϊκού οικονομικού καθεστώτος. Είναι ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές στον πόλεμο εναντίον της κοινωνικής βάσης που διεξάγει αυτή την περίοδο το μεγάλο κεφάλαιο και τα κράτη.
Η Τράπεζα της Ελλάδας δημιουργήθηκε το 1927, με κεντρική αποστολή τον έλεγχο της ελληνικής οικονομίας για λογαριασμό κυρίως της αγγλικής αστικής τάξης, που ήθελε να διασφαλίσει ότι τα δάνεια τα οποία είχε δώσει στο ελληνικό κράτος, θα αποπληρώνονταν. Ξεκίνησε ως ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία και παρέμεινε τέτοια, ακόμα και στη περίοδο που οι κεντρικές τράπεζες άλλων κρατών στην Ευρώπη κρατικοποιούνταν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπως υπαγόρευε το κεϋνσιανό οικονομικό μοντέλο που κυριαρχούσε εκείνη την περίοδο. Η Τράπεζα της Ελλάδας όχι μόνο είναι ιδιωτική -μόνο δυο ακόμα ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες δεν είναι κρατικές-, αλλά ως ανώνυμη πολυμετοχική εταιρία όπως ορίζεται από το καταστατικό της, είναι εισηγμένη και στο χρηματιστήριο. Κανείς δεν γνωρίζει ποιοι είναι αυτοί οι μέτοχοι, κανείς δεν γνωρίζει για την κερδοφορία ποιών κεφαλαίων δουλεύει. Οι μέτοχοι παραμένουν στο σκοτάδι, απαγορεύεται ρητώς η δημοσιοποίηση των στοιχείων τους, κανένας δημόσιος έλεγχος και καμία κρατική παρέμβαση δεν επιτρέπεται στην λειτουργία της και το κράτος απαγορεύεται να κατέχει μετοχές της που να υπερβαίνουν το 35% του συνόλου, ώστε να αποτρέπεται ο κρατικός έλεγχος σε αυτήν. Σήμερα το ελληνικό κράτος κρατά το 6% των μετοχών της.
Πάντα ήταν ένας μηχανισμός που δούλευε για την ισχυροποίηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, για την τραπεζική τοκογλυφία, για την αφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων από την άρχουσα τάξη, για την ωμή υφαρπαγή κοινωνικού πλούτου και για τη μεταφορά του προς τους οικονομικά ισχυρούς. Σημαντικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής υφαρπαγής κοινωνικού πλούτου είναι η δυνατότητά της δια νόμου που ψηφίστηκε επί κυβερνήσεως Σημίτη του 1997, να κατέχει και να διαχειρίζεται εν λευκώ τους πόρους των νοσοκομείων, των πανεπιστημίων, των ΤΕΙ, των ασφαλιστικών ταμείων και όλων των δημοσίων οργανισμών. Τους πόρους αυτούς η τράπεζα τους διαχειρίζεται χωρίς να λογοδοτεί σε κανέναν, τοποθετώντας τους σε μετοχοδάνεια και σε κάθε λογής θαλασσοδάνεια προς ενίσχυση μεγάλων επιχειρήσεων και τραπεζών. Οι πόροι αυτοί έχουν ήδη λεηλατηθεί, με πιο άγρια περίπτωση επένδυσής του αυτή της αγοράς κρατικών ομολόγων παραμονές του PSI. Από την κίνηση αυτή τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν χάσει 14 δισεκατομμύρια ευρώ, τα πανεπιστήμια 100 εκατομμύρια ενώ έχουν απομείνει τα 40, τα νοσοκομεία λεηλατημένα και χωρίς πόρους κλείνουν, υπολειτουργούν, συγχωνεύονται. Και σε αντίθεση με τις τράπεζες που αναπληρώνουν τα κεφάλαια που έχασαν από το κούρεμα του ελληνικού χρέους με δισεκατομμύρια, τα οποία δανείζεται το ελληνικό κράτος και αποπληρώνει ο ελληνικός λαός, οι δημόσιοι αυτοί πόροι δεν πρόκειται ποτέ να ανακεφαλαιοποιηθούν.
Η ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος από την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ είναι ταυτισμένη με την ιστορία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Από το 1998 οπότε δημιουργήθηκε η ΕΚΤ και ο μηχανισμός του ευρωσυστήματος που απαρτίζεται από το σύνολο των εθνικών κεντρικών τραπεζών των 17 χωρών – μελών της ΟΝΕ, η Τράπεζα της Ελλάδας έχει επιφορτιστεί με την επιβολή στην Ελλάδα των αποφάσεων της ΕΚΤ. Οπότε η αναζήτηση του ρόλου της, των ευθυνών της για την περίοδο της κρίσης και των μελλοντικών αποτελεσμάτων που δύναται να έχει η δράση της, βρίσκεται στη διερεύνηση του ρόλου του υπερεθνικού μηχανισμού της ΕΚΤ. Ενός μηχανισμού κεντρικής σημασίας για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος, με ιδιαίτερες εξουσίες στη διαμόρφωση της ταξικής οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη, φτιαγμένου για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Χτυπώντας την Τράπεζα της Ελλάδος δεν χτυπάμε έναν εθνικό
οικονομικό οργανισμό, αφού η ιδιότητά της ως θεματοφύλακα της ελληνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης -στο βαθμό που κάποτε τουλάχιστον υπήρξε αυτός ο ρόλος- έχει απολεστεί με την απεμπόλιση των προηγούμενων εξουσιών της και την απορρόφησή της από την κεντρική ευρωπαϊκή οικονομική εξουσία.
Χτυπώντας σήμερα την Τράπεζα της Ελλάδος, χτυπάμε τα συμφέροντα της ευρωπαϊκής οικονομικής ολιγαρχίας. Χτυπάμε τον θεσμό της ΟΝΕ, χτυπάμε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές στις οποίες στηρίχτηκε η δημιουργία της, χτυπάμε το ευρώ, ένα νόμισμα που συγκεντρώνει τα πιο απεχθή χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού. Χτυπάμε έναν κεντρικό πυλώνα του συστήματος.
Η ιστορία της ΕΚΤ είναι αδιαχώριστη με την ιστορία του ίδιου του καπιταλισμού και συγκεκριμένα με την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης και της παγκοσμιοποίησης, ενώ η αναγκαιότητα της δημιουργίας της βρίσκεται στην προσπάθεια της ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης να ξεπεράσει ο καπιταλισμός τα προβλήματα αναπαραγωγής του. Τα προβλήματα αυτά ξεκινούν την περίοδο όπου εκδηλώθηκε η πρώτη μεταπολεμική κρίση του συστήματος τη δεκαετία του '70 και που την δραματική μετεξέλιξή της - αποτέλεσμα των αδιέξοδων και αναποτελεσματικών σχεδιασμών επίλυσής της-, βιώνουμε όλοι σήμερα με τον πιο άγριο τρόπο.
Είναι γνωστό πως η ευρωπαϊκή ενοποίηση μεταπολεμικά πέρασε από σειρά μεταβατικών σταδίων, σχηματισμών και συμμαχιών πριν λάβει τον σημερινό της χαρακτήρα. Αρχικά ως εμπορική ένωση συνέτεινε στη διαμόρφωση μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς που εξυπηρετούσε τη διεθνοποίηση του καπιταλισμού, η οποία μετά από δυο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους είχε γίνει πλέον κοινή συνείδηση των καπιταλιστών και των πολιτικών ηγεσιών ότι αποτελεί μονόδρομο για την ομαλή αναπαραγωγή του συστήματος. Όμως ο συνδυασμός του κεϋνσιανισμού και της τάσης του κεφαλαίου προς τη διεθνή επέκτασή του συγκρούστηκαν τη στιγμή που η πρώτη μεγάλη μεταπολεμική κρίση του συστήματος εμφανίστηκε δείχνοντας παράλληλα και τα όρια του κρατικού παρεμβατισμού στην καπιταλιστική λειτουργία.
Τα κέρδη για το κεφάλαιο στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες ήταν μεγάλα κατά την περίοδο μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου και στο διάστημα που ακολούθησε σημειώθηκε η μεγαλύτερη τεχνολογική έκρηξη στην σύγχρονη ιστορία του καπιταλισμού. Παράλληλα με τα μεγάλα κέρδη του κεφαλαίου, αυξανόταν η παραγωγικότητα, το παγκόσμιο εμπόριο και το παγκόσμιο ΑΕΠ. Η δεκαετία του '60 σημαδεύτηκε και από την εκρηκτική μεγέθυνση των πολυεθνικών μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών. Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '60 άρχισε η μείωση της καπιταλιστικής κερδοφορίας σε όλες τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες. Τα μεγάλα κέρδη των επιχειρήσεων μεταπολεμικά αύξησαν την κοινωνική ισχύ των καπιταλιστών που άρχισαν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '60 να δυσανασχετούν με τους υψηλούς μισθούς, τις κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία, την υψηλή φορολογία στις επιχειρήσεις και τα κέρδη. Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου δεν είχαν την αναμενόμενη απόδοση, οι καπιταλιστές απαιτούσαν ακόμα μεγαλύτερη κερδοφορία και η πρώτη μεταπολεμικά κρίση έκανε την εμφάνισή της.
Η υπερβάλλουσα ρευστότητα που συγκεντρώθηκε στις αμερικάνικες τράπεζες από τη ραγδαία μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη και την κερδοφορία των επιχειρήσεων, αναζητούσε απεγνωσμένα επενδυτικές διεξόδους και διαδρομές παράκαμψης των περιορισμών -κρατικών και κοινωνικών-, καθώς και των “αποπνικτικών” για το ισχυροποιημένο πλέον κεφάλαιο παρεμβάσεων που έθετε το μεταπολεμικό σύστημα του Μπρέττον Γουντς, το οποίο εκτός από τη σταθερή και ελεγχόμενα μεταβαλλόμενη ισοτιμία των νομισμάτων, επέβαλε και πολιτικές ρύθμισης των κρατικών ελλειμμάτων και πλεονασμάτων.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα με τη μεγάλη ρευστότητα που συσσώρευε, άρχισε να αποκτά όλο και πιο κεντρικό ρόλο στη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου και στις προσπάθειες ξεπεράσματος της κρίσης. Αυτό υπήρξε ο πολιορκητικός κριός στο σπάσιμο των περιορισμών στην διεθνή κίνηση του κεφαλαίου, που προηγήθηκε της κατάργησης των κρατικών και κοινωνικών ελέγχων πάνω στην παραγωγή και των πολιτικών αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου με όρους πιο ευνοϊκούς για τους εργαζόμενους.
Η πρώτη κίνηση απελευθέρωσης του κεφαλαίου από τα κρατικά και κοινωνικά “δεσμά”, ήταν η δημιουργία της αγοράς ευρωδολαρίων (δολαρίων εκτός των ΗΠΑ) και μέσω των αμερικάνικων κυρίως τραπεζών που δραστηριοποιούνταν εκτός της αμερικάνικης επικράτειας, δρούσε αποφεύγοντας τους περιοριστικούς κρατικούς ελέγχους. Στη συνέχεια με την ανακύκλωση των πετροδολαρίων (δολαρίων
προερχόμενα από την αγορά πετρελαίου για τον ανεπτυγμένο βιομηχανικά κόσμο) το χρηματοπιστωτικό σύστημα που την ανέλαβε ισχυροποιήθηκε, διεθνοποιήθηκε και έγινε η ατμομηχανή πλέον της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Ήταν η αρχή για την σταδιακή γιγάντωση του χρηματοπιστωτικού τομέα που όλο και πιο συχνά γινόταν ο καταλύτης στην επίλυση των προβλημάτων επέκτασης του κεφαλαίου, ενώ συσσωρεύοντας συνεχώς οικονομική άρα και κοινωνική ισχύ έγινε ο πολιορκητικός κριός για την ανατροπή της μεταπολεμικής οργάνωσης της οικονομίας. Μέσω αυτού τα κεφάλαια που λίμναζαν στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών αναζητούσαν “φλέβες χρυσού”, κερδοφόρες επενδύσεις ανά την υφήλιο. Ορμούσαν σε χώρες, σε παραγωγικούς τομείς, σε τοπικές οικονομίες, απομυζούσαν τα κέρδη και έφευγαν για νέες επενδύσεις αφήνοντας πίσω τους χρεοκοπίες, καταστροφές, λιμούς, φτώχεια.
Η συνεχώς αυξανόμενη ισχύς του χρηματοπιστωτικού συστήματος ήρθε ως “φυσική” απόρροια σειράς παραγόντων που αφορούσαν στα προβλήματα αναπαραγωγής του καπιταλισμού που κορυφώθηκαν με την κρίση της δεκαετίας του '70.
Υπό την πίεση της πρώτης μεταπολεμικά κρίσης, η διεθνής άρχουσα τάξη επέβαλε τους όρους της για την υπέρβαση των προβλημάτων. Η συνέχιση της συσσώρευσης θα συνεχιζόταν με την επίθεση στους μισθούς, με τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, με την ημιαπασχόληση, με τη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις, τα κέρδη και την περιουσία των πλουσίων, με την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, με την απελευθέρωση από κάθε κρατικό παρεμβατισμό της καπιταλιστικής λειτουργίας. Οι παραπάνω πολιτικές όμως, είχαν ως άμεσο αποτέλεσμα και τη μείωση των κρατικών εσόδων που άνοιξαν το δρόμο για τον εκτεταμένο δανεισμό των κρατών δημιουργώντας μια ακόμα μεγάλη κερδοφόρα αγορά για το κεφάλαιο, αυτή του κρατικού χρέους.
Στην Ευρώπη οι ανάγκες του συστήματος για συνέχιση της συσσώρευσης, έθεσε επιτακτικά το ζήτημα της προώθησης της ευρωπαϊκής νεοφιλελεύθερης οικονομικής ενοποίησης που θα προστάτευε το κεφάλαιο από την απειλή των υψηλών μισθών και των εργασιακών διεκδικήσεων, που θα ευνοούσε την επέκταση του κεφαλαίου προς κάθε κερδοφόρα δραστηριότητα, που θα στήριζε το χρηματοπιστωτικό σύστημα και θα περιφρουρούσε το νέο ενισχυμένο ρόλο του στην καπιταλιστική επέκταση, που θα ευνοούσε την επέκταση του δανεισμού και θα μείωνε το ρίσκο, που θα διασφάλιζε την προστασία των αποταμιεύσεων των πλουσίων και των περιουσιακών τους στοιχείων. Για όλα τα παραπάνω κεντρική προϋπόθεση ήταν ένα κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, που θα λειτουργούσε όχι μόνο ως νόμισμα για το παγκόσμιο εμπόριο, τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών και των επιχειρήσεων, αλλά θα λειτουργούσε ως διεθνές ισχυρό αποθεματικό νόμισμα, ως παγκόσμιο χρήμα. Επιτακτικός παράγοντας και γεγονός – σταθμός για την προώθηση της νομισματικής ενοποίησης υπήρξε η κατάργηση του κανόνα του χρυσού από το κράτος των ΗΠΑ και η ελεύθερη διακύμανση της ισοτιμίας των νομισμάτων στην αγορά συναλλάγματος, εξέλιξη που κλόνιζε την ευρωπαϊκή οικονομική σταθερότητα βάζοντας σε διαρκή δοκιμασία τα νομίσματα των ευρωπαϊκών κρατών.
Πρώτος σταθμός στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν η δημιουργία του Ενιαίου Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ) το 1979 και η υιοθέτηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Μονάδας (ΕΚΜ) με την οποία συνδέθηκαν τα νομίσματα ευρωπαϊκών χωρών με μια σταθερή ισοτιμία και δυνατότητα απόκλισης υπό προϋποθέσεις έως 2,5%. Επόμενος σταθμός η συνθήκη του Μάαστριχτ, όπου υπογράφηκε το θεσμικό πλαίσιο της ευρωζώνης και συμφωνήθηκαν από τα συμβαλλόμενα μέλη της ΕΕ οι όροι ένταξης στη νομισματική ένωση που επρόκειτο να δημιουργηθεί. Τόσο το θεσμικό πλαίσιο όσο και οι όροι ένταξης στη ζώνη του ευρώ είχαν καθοριστεί από τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες και τις επιχειρήσεις, δηλαδή από το μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο, για του οποίου τα συμφέροντα η ΕΚΤ -που η ληξιαρχική πράξη γέννησής της ήταν η συνθήκη του Άμστερνταμ το 1998-, έπαιρνε υπό τον έλεγχό της τον χρυσό μιας χώρας από την πρώτη στιγμή που αυτή εντασσόταν στην ΟΝΕ. Όλοι θα θυμούνται την ημέρα -επί κυβερνήσεως Σημίτη- που φορτηγά με τόνους χρυσού εγκατέλειπαν την Τράπεζα της Ελλάδος. Με την έναρξη της λειτουργίας της ΟΝΕ όλες οι αποταμιεύσεις, όλος ο κινητός πλούτος κάθε χώρας μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών βρέθηκε υπό την εξουσία της ΕΚΤ που μοίραζε δάνεια στις ευρωπαϊκές τράπεζες για να τα επενδύσουν όπου υπήρχε μεγάλο περιθώριο κέρδους.
Τόσο το ευρώ ως ένα σταθερό και ισχυρό -σκληρό- νόμισμα όσο και οι πολιτικές που συμπεριλάμβανε η νομισματική ενοποίηση και οι οποίες προϋπέθεταν την επιβολή αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων και νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων (έλλειμμα έως 3% του ΑΕΠ, χρέος έως 60% του ΑΕΠ με προοπτική μείωσης, νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, μείωση του εργασιακού κόστους, αποκρατικοποιήσεις κλπ), συνέκλιναν στην ίδια κατεύθυνση αντιμετώπισης των προβλημάτων ΚΑΘΕΣΤΩΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ
Ο βασικός αντίλογος της αριστεράς στη νεοφιλελεύθερη τάση είναι η σοσιαλδημοκρατία που βλέπει ως αιτία της κρίσης την υποκατανάλωση. Με δυο λόγια κατά την άποψη των σοσιαλδημοκρατών, η μειωμένη αγοραστική δύναμη και η επακόλουθη αδυναμία της κοινωνικής βάσης να απορροφήσει το παραγόμενο προϊόν, οδηγεί σε μια κρίση υπερπαραγωγής που μπλοκάρει την καπιταλιστική μηχανή.
Για τους σοσιαλδημοκράτες η κρίση δεν είναι πρόβλημα εγγενές του καπιταλισμού, αλλά είναι αποτέλεσμα λάθος πολιτικών. Για αυτούς υπεύθυνο είναι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, η κρίση είναι κρίση του νεοφιλελευθερισμού. Όπως επίσης, για μια από τις σημερινές τάσεις της συστημικής αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, η αιτία της σημερινής κρίσης είναι η υπερδιόγκωση του “χρηματιστικού – παρασιτικού” κεφαλαίου (χρηματιστικοποίηση) καθώς και ο “καπιταλισμός-καζίνο”, όπου ενοχοποιείται ως αιτία της κρίσης η εκτεταμένη κερδοσκοπία των χρηματιστηρίων και οι συνολικότερες κερδοσκοπικές δραστηριότητες του χρηματιστικού κεφαλαίου, ενώ στην ουσία αποτελεί ένα επακόλουθο της αναζήτησης από το διεθνές κεφάλαιο διεξόδου από την κρίση αναπαραγωγής του. Και επειδή για τους σοσιαλδημοκράτες και τους οπαδούς της συστημικής αριστεράς η κρίση είναι θέμα λάθος πολιτικών διαχείρισης του συστήματος, επειδή είναι αναγκαία η εφαρμογή πολιτικών παρεμβάσεων στην καπιταλιστική λειτουργία που θα “σώσουν το σύστημα από τον εαυτό του” όπως συχνά λένε, η αλλαγή πολιτικής με την υιοθέτηση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία στα πλαίσια ενός νέου κεϋνσιανισμού, είναι γι' αυτούς ικανή να δώσει διέξοδο στο πρόβλημα και να τερματίσει την κρίση.
Το αδιέξοδο αυτής της πρότασης για την επίλυση των κρίσεων, την έχει αναδείξει η ιστορία με την χρεοκοπία του κεϋνσιανισμού και η αιτία της αποτυχίας του βρίσκεται στην ίδια την ανάλυση για την κρίση και την ερμηνεία της. Και αν το μοντέλο αυτό έδειξε τα όριά του κατά την κρίση της δεκαετίας του '70 -περίοδο που η οικονομία και το κεφάλαιο διατηρούσε σε μεγάλο βαθμό τον εθνικό του χαρακτήρα- η σημερινή εποχή της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της αλληλεξάρτησης των οικονομικών λειτουργιών, καθιστά ανέφικτη την εφαρμογή του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Κυρίως όμως αυτό που καθιστά ανεφάρμοστο το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο είναι η υπέρμετρη ισχύς που έχει συγκεντρώσει στα χέρια της η υπερεθνική οικονομική ελίτ, την οποία καμία καθεστωτική πολιτική δύναμη δεν μπορεί να χαλιναγωγήσει και να ελέγξει. Και ενδεικτικό παράδειγμα είναι η “στάση προσοχής” που έχει το σύνολο των καθεστωτικών πολιτικών -από την κυβέρνηση και την άκρα δεξιά ως τον Σύριζα και το ΚΚΕ- όταν γίνεται λόγος για τις “βουλές των κεφαλαιαγορών”.
Η προοπτική μιας πολιτικής αναδιανομής του εισοδήματος, ελέγχου της οικονομίας, επαναφοράς των περιορισμών στην λειτουργία του συστήματος, “εξημέρωσης” των αγορών-το τελευταίο πλέον ακούγεται όλο και πιο σπάνια- με στόχο την στήριξη των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων και την τόνωση της ζήτησης, σήμερα συνιστά αιτία πολέμου με την οικονομική εξουσία. Και επειδή κανένα κόμμα που θέλει την εξουσία δεν είναι διατεθειμένο να κηρύξει ένα τέτοιο πόλεμο αφού αυτό θα συνεπάγεται την εκδίωξή του κακήν κακώς από το εξουσιαστικό παιχνίδι, αυτές οι θέσεις καταλήγουν απλές ρητορείες για παραπλάνηση των ψηφοφόρων.
Στην Ελλάδα η κύρια σοσιαλδημοκρατική τάση εκφράζεται από τον Σύριζα, ο οποίος μέσα από μια μακρά πορεία πολιτικών παλινδρομήσεων, αντιφάσεων και μεταστροφών προς τον “πολιτικό ρεαλισμό”, που υποδεικνύουν το ίδιο το ανέφικτο μιας σταθερής σοσιαλδημοκρατικής γραμμής στην εποχή μας, καταλήγει όλο και πιο φανερά σε ένα κόμμα διαμαρτυρίας για το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο με προδιαγεγραμμένη την ολοκληρωτική οπισθοχώρηση του σε όλα τα ζητήματα διαχείρισης της κρίσης. Η αποδοχή όλων των κυρίαρχων δομών, μηχανισμών και συμμαχιών, η αποδοχή της ΟΝΕ, του ευρώ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η απομάκρυνση από θέσεις για κατάργηση του μνημονίου και για μονομερή διαγραφή του χρέους δείχνουν ότι η μετεξέλιξή του σε σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα με σοσιαλδημοκρατικό προσωπείο γίνεται πριν ακόμα πάρει την εξουσία -αν την πάρει- και για να διασφαλίσει την έγκριση και τη στήριξη των οικονομικών μπλοκ εξουσίας.
Μέσα στα τέσσερα χρόνια μνημονιακής πολιτικής στην Ελλάδα, με την κρίση χρέους να επιδεινώνεται και την κοινωνική εξαθλίωση να εξαπλώνεται, τα ερωτήματα -περισσότερα εκ των οποίων πηγάζουν από την ίδια την καθεστωτική προπαγάνδα- για πρακτικές απαντήσεις στην κρίση, γίνονται όλο και πιο επιτακτικά δεδομένης και της πολιτικής σύγχυσης που προκαλεί όχι μόνο η κυβερνητική προπαγάνδα, αλλά και αυτή όλων των καθεστωτικών κομμάτων, από την αριστερά ως την άκρα δεξιά. “Το πρόβλημα της κρίσης χρέους στην Ελλάδα είναι πραγματικό ή είναι σκευωρία των αγορών και των πολιτικών;” “Είναι πρόβλημα του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου μοντέλου ή όχι;”“Μήπως είναι πρόσχημα για την επίθεση στην εργασία, τους μισθούς, τις συντάξεις, τα περιουσιακά στοιχεία;” “Πρέπει να παραμείνουμε στο ευρώ ή να γυρίσουμε σε εθνικό νόμισμα;”
Έχουμε ήδη εξηγήσει και παλιότερα, από το 2009 με την προκήρυξη για τις επιθέσεις εναντίον της Citibank, ότι η κρίση είναι πραγματική και όχι κατασκευασμένη, όπως πραγματική είναι και η κρίση χρέους της Ελλάδας. Ότι δεν είναι αποτέλεσμα σκευωρίας των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών και ούτε
πρόκειται για τις κακοδαιμονίες του νεοφιλελευθερισμού και για κακές πολιτικές αναπαραγωγής του συστήματος. Και φυσικά, δεν πρόκειται για κάποια “ανθελληνική σκοτεινή ιστορία συνωμοσίας που κατασκεύασαν τα διεθνή κέντρα των τοκογλύφων”, πολλοί εκ των οποίων χρεώνονται και για την εβραϊκή καταγωγή τους, όπως γελοιωδώς προπαγανδίζουν οι ακροδεξιοί. Πρόκειται για μια κρίση συστημική, τη μεγαλύτερη, την πιο βαθιά κρίση στην ιστορία του καπιταλισμού για την οποία υπεύθυνο είναι το ίδιο το κεφάλαιο, ενώ η ελληνική κρίση -συμπεριλαμβάνοντας και τις όποιες ιδιαιτερότητες του ελληνικού οικονομικού καθεστώτος- είναι αποτέλεσμά της.
Όσον αφορά το ζήτημα του νομίσματος, αυτό από μόνο του δεν δίνει απαντήσεις στην διέξοδο από την κρίση, αλλά ενέχει και τον κίνδυνο του εγκλωβισμού σε παραπλανητικές και αδιέξοδες πολιτικές. Ιδίως όταν η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα προβάλλεται ως κίνηση “απελευθέρωσης της χώρας από τον ζυγό των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και των πολιτικών που επιβάλλουν”. Κανένα νόμισμα από μόνο του δεν μπορεί να φέρει ανάσες ελευθερίας στη χώρα -ακόμα και αν γεμίσουμε τοπικά νομίσματα-, στον βαθμό που παραμένει καπιταλιστική η οικονομία, στο βαθμό που παραμένουν σε ισχύ οι δεσμοί με την οικονομική και πολιτική κυριαρχία.
Όμως, αν χρειάζεται να μείνουμε σε αυτά και να πάρουμε θέση ως επαναστάτες, είναι γιατί πρόκειται για ερωτήματα σημαντικά που απασχολούν την κοινωνική πλειοψηφία και γιατί η επίκληση της σημασίας του ευρώ ή ενός εθνικού νομίσματος περικλείει τις αντίστοιχες πολιτικές διαχείρισης του συστήματος και της κρίσης, περικλείει θέσεις για τον ίδιο τον ταξικό και κοινωνικό πόλεμο. Θέσεις που δεν είναι δύσκολο να αποδειχτεί ότι οδηγούν σε κοινωνικό αδιέξοδο και λειτουργούν αποπροσανατολιστικά για τον αγώνα. Το σύνολο της καθεστωτικής αριστεράς -και του αριστερού τμήματος του Σύριζα- υποστηρίζει πως η εγκατάλειψη του σκληρού ευρώ, που αποκλείει τη δυνατότητα της νομισματικής υποτίμησης και εγκλωβίζει μια χώρα στη νεοφιλελεύθερη πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας -μείωση εργασιακού κόστους, λιτότητα, υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου- και η ύπαρξη ενός εθνικού νομίσματος που μπορεί να υποτιμηθεί καθιστώντας το παραγόμενο προϊόν της χώρας ανταγωνιστικό στις διεθνείς αγορές, θα βοηθήσει στην οικονομική μεγέθυνση και την έξοδο από την κρίση. Αν αυτή η συνταγή είχε κάποιες προοπτικές επιτυχίας για ένα κράτος με ισχυρές δομές παραγωγής και σε ένα διεθνές περιβάλλον που δεν ήταν βυθισμένο στην κρίση, σήμερα το αδιέξοδό του είναι εξ' αρχής δεδομένο.
Πέρα από την ραγδαία υποτίμηση του βιοτικού επιπέδου συνολικά του ελληνικού πληθυσμού και της απαξίωσης των περιουσιακών στοιχείων που θα φέρει από την πρώτη στιγμή η υιοθέτηση μιας υποτιμημένης δραχμής -γεγονός που αποδέχονται ακόμα και οι υποστηρικτές αυτής της πρότασης-, η προοπτική της “γρήγορης ανάκαμψης της οικονομίας λόγω της ανταγωνιστικότητας του παραγόμενου προϊόντος” είναι αστήρικτη. Εξαιρώντας τον σοβαρότατο παράγοντα ενός σοβαρού βιομηχανικού τομέα που απουσιάζει από την Ελλάδα λόγω της συστηματικής αποβιομηχάνισης των προηγούμενων ετών και που οι υποστηρικτές του εγχειρήματος “δραχμή” δεν αναφέρουν στην συζήτησή τους, σε συνθήκες παγκόσμιας κρίσης η όποια ανταγωνιστικότητα των προϊόντων που παράγονται, στο βαθμό που δεν μπορούν αυτά να απορροφηθούν από ξένες αγορές, καθιστά το εγχείρημα αδιέξοδο.
Η λύση για την στήριξη του εγχειρήματος βρίσκεται στην συνεχή συμπίεση του κόστους παραγωγής, στην παραπέρα μείωση των μισθών για τη μεγαλύτερη δυνατή ανταγωνιστικότητα των προϊόντων, στην αυξανόμενη υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου και στην παράλληλη κρατική στήριξη της παραγωγικής διαδικασίας με νέα δάνεια, φυσικά. Δηλαδή, μια πολιτική με δημοσιονομικά ελλείμματα, που όμως “θα χρησιμοποιηθούν για την οικονομική ανοικοδόμηση” όπως αναφέρουν, γεγονός που σημαίνει πως η χώρα θα βυθιστεί ακόμα πιο βαθιά στην κρίση του χρέους. Αν συμπεριλάβουμε την δεδομένη άρνηση των υποστηρικτών αυτής της πρότασης να σκίσουν το μνημόνιο, το οποίο μεταξύ όλων των άλλων αποκλείει τη μετατροπή του χρέους από ευρώ σε ένα υποτιμημένο εθνικό νόμισμα, γεγονός που θα σήμαινε πρακτικά την άμεση μείωσή του, η εκτόξευση του δημόσιου χρέους σε επίπεδα μεγαλύτερα από τα σημερινά είναι αναπόφευκτη. Κατάληξη αυτής της πρότασης είναι πως το εθνικό νόμισμα όχι μόνο δεν θα λύσει το πρόβλημα της κρίσης στην χώρα και δεν θα βελτιώσει την οικονομική κατάσταση της κοινωνικής πλειοψηφίας, αλλά θα συντηρήσει -αν δεν χειροτερέψει- τις ήδη υπάρχουσες συνθήκες επιδεινώνοντας και την κρίση του χρέους.
Όμως παρ' όλες τις πανηγυρικές διακηρύξεις της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας για την “είσοδο της Ελλάδας σε τροχιά ανάπτυξης” καθώς επιστρέφει στις αγορές για δάνεια και “αφήνει στο παρελθόν” τον κίνδυνο εξόδου της από την ευρωζώνη, η ύπαρξη ενός σχεδίου αποπομπής της από την ευρωζώνη με εθνικό νόμισμα ή -το πιο πιθανό- με ένα ευρώ “δεύτερης ταχύτητας”, υπάρχει σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί αναλόγως των εξελίξεων στην ελληνική οικονομία και κυρίως με βάση τη νέα οικονομική αρχιτεκτονική που διαμορφώνεται στην Ευρώπη εν μέσω κρίσης. Και η ιστορία έχει δείξει πως οι χώρες που μπήκαν υπό την επιτήρηση του ΔΝΤ κατά το παρελθόν, κατέρρευσαν οικονομικά μετά την έξοδο τους από το καθεστώς επιτήρησης. Η προοπτική αυτή με την αντίστοιχη αλλαγή στο νόμισμα -εθνικό ή “ευρώ δεύτερης ταχύτητας” - στα πλαίσια της ολοκλήρωσης της ελεγχόμενης χρεοκοπίας ή καλύτερα της εκκαθάρισης της χρεοκοπημένης ελληνικής οικονομίας θα σημάνει την ταχύτατη απαξίωση κεφαλαίων μαζί με την πλήρη εξαΰλωση των μισθών και των συντάξεων.
Η αθέτηση πληρωμών από τη μεριά της Ελλάδας που διακηρύσσεται από πλήθος αριστερών σήμερα και που εντάσσεται μέσα στα πλαίσια της πολιτικής που προαναφέρθηκε, είναι ανέφικτο να γίνει χωρίς ρήξη όχι μόνο με τους δανειστές, αλλά και με το σύνολο των διεθνών εξουσιαστικών μηχανισμών, καθώς το ελληνικό χρέος υπαγόμενο στο αγγλικό δίκαιο είναι αδύνατο να διαγραφεί ή ακόμα και να “κουρευτεί” με πρωτοβουλία του οφειλέτη. Γι' αυτό το λόγο βλέπουμε τη μια πολιτική κωλοτούμπα μετά την άλλη, με τις καλύτερες επιδόσεις να έχει φυσικά, ο Σύριζα. Από την αρχική θέση για κατάργηση του μνημονίου, πέρασε στην επαναδιαπραγμάτευση με τους δανειστές, το ίδιο επιχείρημα με το οποίο εξελέγη ο Σαμαράς το 2012. Και αυτό γιατί γνωρίζει ότι η αθέτηση πληρωμών με πρωτοβουλία του ελληνικού κράτους, σημαίνει κήρυξη πολέμου με την υπερεθνική ελίτ, μόνιμο αποκλεισμό από τις αγορές κεφαλαίου και ένα συνεχή οικονομικό πόλεμο. Όπως επίσης, η βεβαιότητα ότι μπορεί μια κυβέρνηση να επιβάλει περιορισμούς και ελέγχους στην κίνηση των κεφαλαίων, κρατικό έλεγχο και περιορισμούς στην παραγωγή, έλεγχο των τιμών, υψηλή φορολογία για τις επιχειρήσεις, τα περιουσιακά στοιχεία και τα κέρδη, και λιγότερο άδικη διανομή των εισοδημάτων, σκοντάφτει στις απεριόριστες δυνατότητες σήμερα του κεφαλαίου να διαφεύγει των ελέγχων και να δραπετεύει προς πιο “εξωτικούς” -από οικονομικής και φορολογικής άποψης- προορισμούς, να ανασυντάσσεται, και εφόσον η χώρα παραμένει δεμένη στο άρμα των αγορών, να οργανώνει απ' έξω πληθώρα κερδοσκοπικών επιθέσεων.
Το παράδειγμα της Αργεντινής, μιας χώρας που έζησε την κατάρρευση, αποδέσμευσε την ισοτιμία 1/1 του νομίσματός της με το δολάριο και το άφησε να υποτιμηθεί, αφού πέρασε χρόνια αποκλεισμένη από τις κεφαλαιαγορές μέσα σε συνθήκες φτώχειας μη αναστρέψιμες από την κρίση και αφού προχώρησε σε μερική μόνο στάση πληρωμών για το χρέος της, έζησε μια πρωτοφανή επίθεση στο νόμισμά της – απάντηση των αγορών στη μερική στάση πληρωμών που η κυβέρνησή της προχώρησε. Παράλληλα, υπό καθεστώς οικονομικού στραγγαλισμού, της επιβλήθηκαν αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων που δικαίωναν τους δανειστές και επέβαλαν αναγκαστική αποπληρωμή των χρεών. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να βρεθεί για μια ακόμα φορά στο χείλος της κατάρρευσης. Και αυτό αφορά ένα κράτος που δεν είχε υπογράψει μνημόνια σαν τα δικά μας, με δικό του νόμισμα, σε μια χώρα που είχε ήδη σημαντικά αναπτυγμένη παραγωγική διαδικασία και με σημαντικές πλουτοπαραγωγικές πηγές.
Πιστεύουμε πως όλοι αυτοί από κάθε πολιτική παράταξη κι αν προέρχονται, που διαμηνύουν τις αναπτυξιακές ευκαιρίες για την Ελλάδα με εθνικό νόμισμα και με στάση πληρωμών για το χρέος, ενώ δεν μιλούν για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, απελευθέρωση από τον ζυγό των κεφαλαιαγορών, απελευθέρωση συνολικά από τον ζυγό του κεφαλαίου, αν δεν υποκρίνονται σήμερα στην προοπτική της ανάληψης της εξουσίας και έχοντας απέναντί τους την “ζούγκλα των κεφαλαιαγορών”, θα συμμορφωθούν αποδεχόμενοι όλους τους όρους του παγκοσμιοποιημένου συστήματος.
Το ερώτημα που παραμένει για πολλούς είναι τελικά, με ποιο νόμισμα είναι χειρότερα; Ποια είναι η πολιτική που μπορεί να βελτιώσει έστω και λίγο την οικονομική και κοινωνική κατάσταση; Κατά την άποψή μας οι κοινωνικές συνθήκες θα χειροτερεύουν όλο και περισσότερο με την υπάρχουσα νεοφιλελεύθερη πολιτική, νέα μέτρα υφαρπαγής του κοινωνικού πλούτου και υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου θα επιβάλλονται, η ανεργία θα αυξάνεται, η επισιτιστική και κοινωνική κρίση θα βαθαίνει, οι κοινωνικές ανισότητες θα μεγεθύνονται. Και όλα αυτά χωρίς να υπολογίζουμε την προοπτική της κατάρρευσης. Οι συνθήκες αυτές δεν θα βελτιωθούν με την σοσιαλδημοκρατική αλλαγή φρουράς και φυσικά ο λαός δεν έχει να ελπίζει τίποτα από τις εκλογές -είτε τις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης είτε τις ευρωεκλογές τον Μάιο του 2014-, για τις οποίες λέγεται ότι θα έχουν το χαρακτήρα δημοψηφίσματος, με την συγκυβέρνηση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να ευελπιστεί να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά την έξοδο του ελληνικού κράτους στις αγορές αυξάνοντας τα ποσοστά των κυβερνητικών κομμάτων. Ο λαός δεν έχει να ελπίζει τίποτα ούτε από τις εθνικές που θα ακολουθήσουν. Δεν έχει να ελπίζει τίποτα από το καθεστώς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Το βάθεμα της κρίσης είναι αναπόφευκτο και καμία προοπτική ξεπεράσματός της δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Η παραπάνω διαπίστωση μπορεί για κάποιους που δεν έχουν εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του λαού να διαχειριστεί τη ζωή του, που δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, να φαντάζει ως το απόλυτο αδιέξοδο. Αλλά αυτό αφορά όσους αρνούνται να βγουν από τον παθητικό ρόλο της αναμονής κάποιου νέου εθνοσωτήρα. Οι εθνοσωτήρες, με την υπάρχουσα μεγάλη κρίση του συστήματος και με τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό του κεφαλαίου, του κράτους και των υπερεθνικών δομών πολιτικής εξουσίας που διαμορφώνονται, μας τελείωσαν.
Η ΜΟΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Στο ερώτημα αν εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει να κάνουμε στάση πληρωμών με δική μας πρωτοβουλία, απαντάμε ανεπιφύλακτα πως, ναι. Είμαστε υποχρεωμένοι απέναντι στους εαυτούς μας, απέναντι στα παιδιά μας και τις επόμενες γενιές να σπάσουμε τον ραγιαδισμό του χρέους και να προχωρήσουμε μονομερώς στην συνολική διαγραφή του.
Στο ερώτημα αν πιστεύουμε ότι πρέπει να βγούμε από την ΟΝΕ και να εγκαταλείψουμε το ευρώ, απαντάμε πως, ναι. Είναι ώρα να ξεφορτωθούμε ένα νόμισμα που συγκεντρώνει όλα τα απεχθή χαρακτηριστικά του σύγχρονου κοινωνικού απαρτχάιντ προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου.
Στο ερώτημα αν πρέπει να εγκαταλείψουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση, απαντάμε πως ναι, επιβάλλεται να αποχωριστούμε για πάντα την “ευρωπαϊκή οικογένεια” που τόσο περίτεχνα δέσμευσε καθ' όλη τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών τη χώρα στο νεοφιλελεύθερο άρμα της συσσώρευσης και της ισχυροποίησης του υπερεθνικού κεφαλαίου και που η παραμονή μας σε αυτήν σημαίνει πως είναι καταδικασμένη και μάταιη κάθε απόπειρα ριζικής οικονομικής και κοινωνικής αλλαγής.
Όμως, τα παραπάνω όπως είπαμε, δεν αρκούν για να τελειώνουμε με την κρίση. Μόνο ως βήματα προς την κατεύθυνση της συνολικής ρήξης από τα δεσμά του κεφαλαίου και του κράτους μπορούμε να τα δούμε. Μόνο ως βήματα προς την κατεύθυνση της κοινωνικής Επανάστασης.
Αν υποθέσουμε πως γεννιέται ένα αυθεντικό κίνημα με τους τρεις στόχους που προαναφέραμε -έξοδο από την ΟΝΕ και την ΕΕ, μονομερή διαγραφή συνολικά του χρέους- η εμπλοκή μας είναι απαραίτητη στο βαθμό που μέσω αυτού είναι δυνατή η προώθηση της συνολικής οικονομικής και κοινωνικής ανατροπής. Ως ένα πολιτικό πεδίο μέσω του οποίου μπορούμε να προωθήσουμε την αναγκαιότητα της συνολικής ρήξης με το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς. Οι προαναφερθέντες στόχοι, από τη στιγμή που δεν λάβουν απλώς τον χαρακτήρα της αιχμής ενός ευρύτερου ανατρεπτικού αγώνα, αλλά γίνουν αυτοσκοπός του, ή ακόμα και αν η προοπτική που τεθεί βρίσκεται σε μια άλλου τύπου διαχείριση του συστήματος -με ή χωρίς επαναστατικούς διθυράμβους-, όπως η εθνικοποίηση τραπεζών, μεγάλων επιχειρήσεων κλπ, θα καταλήξουν σε αδιέξοδο. Και στο βαθμό που η διεκδίκησή τους γίνει με κοινωνική απαίτηση από τα κάτω και με δυναμικές κινητοποιήσεις, θα φέρει ακόμα μεγαλύτερη απογοήτευση και παραίτηση.
Το αδιέξοδο της επιλογής να περιοριστούμε σε αυτούς τους στόχους καταλήγοντας σε μια νέα αριστερή διαχείριση του συστήματος, βρίσκεται πρωτίστως στο γεγονός ότι είναι αδύνατο να σταθεί μια χώρα που έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό σύγκρουσης με το μεγάλο κεφάλαιο - ξεσκίζοντας τις συμβάσεις για το χρέος, κουρελιάζοντας τις συμφωνίες με την ΟΝΕ και την ΕΕ - και παράλληλα συνεχίζει να εξαρτιέται με οποιοδήποτε τρόπο από αυτό, να εξαρτιέται από τις αγορές. Είναι μονόδρομος η συνολική ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα, είναι αναπόφευκτη αλλά και αναγκαία η ρήξη με την οικονομία της αγοράς. Είναι μονόδρομος ένας συνολικός επαναστατικός οικονομικός, πολιτικός και κοινωνικός μετασχηματισμός. Είναι μονόδρομος η κοινωνική Επανάσταση.
Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν μας τις ιστορικές συνθήκες που ζούμε και τις αλλαγές στο σύστημα και την λειτουργία του, τον οικονομικό και πολιτικό ολοκληρωτισμό που έχει επιβληθεί, το γεγονός ότι όποιο βήμα παρεκτροπής από τις επιταγές του μεγάλου κεφαλαίου θα αντιμετωπίζεται ως κίνηση πολεμική προς το καθεστώς, ως κίνηση υποδαύλισης ανατρεπτικών και επαναστατικών κινήσεων και θα τυγχάνει των ανάλογων συνεπειών, τίθεται το ερώτημα: Αφού έστω και μια προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών ζωής θα αντιμετωπιστεί από την οικονομική και πολιτική ελίτ ως αιτία πολέμου, γιατί να μην κάνουμε το μεγάλο βήμα της ανατροπής του συστήματος;
Γνωρίζουμε και πλέον το αναγνωρίζουν όλο και περισσότεροι που θέλουν να αγωνιστούν ενάντια στον καπιταλισμό, ότι η κρίση έχει δημιουργήσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για να καλλιεργηθεί όχι μόνο η αμφισβήτηση του υπάρχοντος οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος. Είναι γεγονός ότι η κοινωνική βάση βράζει από αγανάκτηση καθώς η κρίση βαθαίνει και το καθεστώς ρουφά το αίμα των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων για να επιβιώσει. Είναι γεγονός ότι η πίστη της κοινωνίας στο σύστημα έχει καταρρεύσει, ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων πλέον το μισεί. Όμως, είναι επίσης γεγονός ότι το μίσος αυτό δεν βρίσκει αγωνιστική διέξοδο, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι βιώνουν τις καταστροφικές επιπτώσεις της κρίσης ως προσωπικό αδιέξοδο και ότι ο εξατομικευμένος τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων επιβίωσης -η μεγαλύτερη κατάκτηση του καπιταλισμού- οδηγεί σε προσωπικά αδιέξοδα και σε αυτοκαταστροφικές πράξεις.
Οι αυτοκτονίες, η εξαθλίωση, η ηθική και ψυχολογική κατάπτωση περισσότερο από αποτέλεσμα των οικονομικών δυσκολιών είναι αποτέλεσμα της απουσίας συλλογικού κοινωνικού οράματος, ενός κοινού λόγου για να αγωνιστούν οι άνθρωποι. Είναι αποτέλεσμα του πολιτικού τέλματος που έχει επιφέρει η απουσία ενός επαναστατικού κινήματος, μιας προοπτικής ριζικής αλλαγής της κοινωνίας από τα κάτω. Μιας προοπτικής που εμποτίζει με δύναμη τους ανθρώπους όσο άσχημα κι αν τους έχει χτυπήσει η οικονομική κρίση. Το συλλογικό πολιτικό αδιέξοδο έχει γίνει προσωπικό αδιέξοδο και καταπίνει μαζικά ανθρώπους. Αυτός είναι ο πόλεμος του συστήματος, αυτή είναι η λύση στην αποτελεσματική μείωση πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού πλάι στην διευρυμένη απαξίωση κεφαλαίων για το ξεπέρασμα της κρίσης και την επιβίωση του συστήματος. Χωρίς βόμβες, χωρίς όπλα, χωρίς μάχες.
Η πορεία των αντιστάσεων που εκδηλώθηκαν από το 2010 δείχνει τα όρια συγκεκριμένων πολιτικών αντιπαράθεσης με το καθεστώς. Ενώ πολλές συγκεντρώσεις με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων πραγματοποιήθηκαν το διάστημα 2010-12, ενώ εκατοντάδες ή και χιλιάδες συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις καταστολής κατά τη διάρκεια αυτών των συγκεντρώσεων, δεν καταφέρθηκε κάποιο αποτελεσματικό πλήγμα στη μνημονιακή πολιτική. Το καθεστώς όχι μόνο δεν έκανε το παραμικρό βήμα πίσω, αλλά σκλήρυνε ακόμα περισσότερο τη στάση του. Οι μαχητικές πορείες αντιμετωπίστηκαν με πρωτοφανείς μαζικές δολοφονικές επιθέσεις των μπάτσων εναντίον διαδηλωτών για να εξαφανίσουν και την τελευταία συγκρουσιακή διάθεση από την κοινωνία. Παράλληλα η καταστολή αποκτά όλο και μεγαλύτερο ειδικό βάρος στην αντιμετώπιση από το κράτος των πολιτικών αντιπαραθέσεων που ανοίγει το καθεστώς με την πλειοψηφία της κοινωνίας, καθώς η κρίση καθιστά πλέον αναπόφευκτη τη μετωπική σύγκρουση του κράτους με κάθε οικονομική ή πολιτική διεκδίκηση. Από την άλλη, το όποιο περιθώριο αφομοίωσης των κοινωνικών αντιδράσεων στα πλαίσια της καθεστωτικής νομιμότητας αναλαμβάνουν πλέον τα αντιπολιτευόμενα με την κυβέρνηση κόμματα, με την μερίδα του λέοντος να κατέχει ο Σύριζα.
Στη διετία 2010-12 το πολιτικά αποσταθεροποιημένο καθεστώς δημιούργησε ένα έδαφος γόνιμο για την εκδήλωση πολλών και μαζικών κοινωνικών αντιστάσεων. Οι συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα συγκεκριμένα αποτέλεσαν ένα πρωτοφανές ιδιαίτερο στα χαρακτηριστικά του κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο, το οποίο όμως δεν άνοιξε τις απαιτούμενες διεργασίες προς μία επαναστατική προοπτική. Αυτό οφείλεται στην απουσία μιας οργανωμένης επαναστατικής δύναμης, η οποία και θα ενέπνεε τους ανθρώπους να δράσουν προς μια ανατρεπτική κατεύθυνση. Το “κίνημα των αγανακτισμένων” και οι λαϊκές συνελεύσεις που ακολούθησαν αντί να γίνουν πεδίο ανάπτυξης ανατρεπτικών πολιτικών τάσεων και πρακτικών αγώνα, αντί να συμβάλουν στην επαναστατικοποίηση των συνειδήσεων, κατέληξαν να ενισχύουν την αποπολιτικοποίηση, την παθητικοποίηση και την ηττοπάθεια.
Τραγική, αλλά με ξεκάθαρη πολιτική στόχευση η αυτοκτονία του αγωνιστή Δημήτρη Χριστούλα στο σημείο που γινόταν η συνέλευση της πλατείας Συντάγματος. Η πράξη του αυτή έβαλε την ταφόπλακα στις όποιες αδιέξοδες πολιτικές θέσεις και πρακτικές αγώνα, σφραγίζοντας μια ολόκληρη περίοδο κινητοποιήσεων. Ο Χριστούλας άφησε το δικό του πολιτικό μήνυμα μέσα από τα τελευταία του λόγια. Το μήνυμα ότι μόνο μια ένοπλη κοινωνική Επανάσταση μπορεί να ανατρέψει τις κυρίαρχες πολιτικές. Μια ένοπλη κοινωνική Επανάσταση ενάντια στο καθεστώς. Και τα λόγια του, όπως και η ίδια του η πράξη να βάλει τέλος στη ζωή του στον συγκεκριμένο χώρο, δεν ήταν τίποτα λιγότερο από ένας πολιτικός απολογισμός των κινητοποιήσεων και των αντιστάσεων μαζί με το κάλεσμα για επαναστατική αντεπίθεση.
Στο επόμενο διάστημα παρατηρείται μια άμπωτη στους κοινωνικούς αγώνες. Έπειτα, στις εκλογές του 2012 την σκυτάλη για την διαχείριση της κρίσης ανέλαβε η κυβέρνηση Σαμαρά με τους εταίρους του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, περνώντας στην ολομέτωπη επίθεση. Την περίοδο αυτή όλες οι απεργίες που διεξάγονται (μέσα μαζικής, μεταφοράς, ναυτεργάτες κλπ) ποινικοποιούνται και οι απεργοί επιστρατεύονται. Ανακαταλαμβάνεται η Χαλυβουργία από τα ΜΑΤ μετά από πολύμηνη απεργία και κατάληψη του εργοστασίου από τους εργαζόμενους. Από την άλλη πλευρά η απουσία ενός επαναστατικού αντικαπιταλιστικού κινήματος συνέβαλε σημαντικά μεταξύ άλλων και στη ραγδαία άνοδο και δράση της νεοναζιστικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή, η οποία προσέλκυσε μεγάλο κομμάτι των απογοητευμένων ψηφοφόρων της ΝΔ, της ευρύτερης λαϊκής δεξιάς, του κέντρου καθώς και διαφόρων απογοητευμένων από άλλα κόμματα. Η απότομη ενδυνάμωση μιας χούφτας αστοιχείωτων νεοναζιστών, χωρίς πολιτική ανάλυση, με πολιτικές θέσεις που αδυνατούν να υπερβούν το επίπεδο των γαβγισμάτων και των ύβρεων, με απροκάλυπτα τραμπούκικη πρακτική, η πολιτική ενδυνάμωση μιας ομάδας μαχαιροβγαλτών και δολοφόνων ήρθε την περίοδο που οι κοινωνικές αντιστάσεις των πρώτων χρόνων της κρίσης έδειχναν να φτάνουν στα όριά τους.
Εμφανιζόμενη ως το πιο συνεπές “αντιμνημονιακό - πατριωτικό” κόμμα, έχει αναδειχτεί σε τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη με ποσοστά πολύ πιο πάνω και από το 6,9% που πήρε στις εκλογές του 2012. Τα ποσοστά αυτά τα διατηρεί παρά την καιροσκοπική επίθεση της κυβέρνησης Σαμαρά, που μετά την δολοφονία Φύσσα φόρεσε τη μάσκα του αντιφασίστα, ενώ είχε ήδη εφαρμόσει το μεγαλύτερο μέρος της ακροδεξιάς πολιτικής ατζέντας της Χ.Α,.και ξεκίνησε διώξεις εναντίον στελεχών της προφυλακίζοντας τον αρχηγό και διάφορους βουλευτές - πρωτοκλασάτα στελέχη. Η Χρυσή Αυγή έχοντας αποκτήσει κοινωνικά και νεολαιίστικα ερείσματα δεν θα είναι εύκολο να καμουφλάρει τα ακραία χαρακτηριστικά της, να εγκαταλείψει τη βία στους δρόμους, να αποκτήσει πιο “σοβαρό” πολιτικό πρόσωπο. Πολύ πιο δύσκολο είναι να συρρικνωθεί η εκλογική της βάση ή και να εξαφανιστεί όπως αφελώς έλπιζε η ηγεσία της ΝΔ με τις διώξεις εναντίον της, οι οποίες ακολούθησαν το αδιέξοδο μιας προσπάθειας αφομοίωσής της με την αναζήτηση όρων πολιτικής συνεργασίας. Μιας προσπάθειας που ακυρώθηκε με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Η Χ.Α. εξαπατά με αποτελεσματικό τρόπο πολλούς πληγέντες από την κρίση εκμεταλλευόμενη μεταξύ άλλων την πολιτική σύγχυση για τα αίτια που την προκάλεσαν, και εξασφαλίζει ψήφους προσποιούμενη τη μόνη πολιτική τάση που είναι διατεθειμένη να πολεμήσει το σύστημα, όταν ο αποκλειστικός της ρόλος είναι αυτός του μπράβου-δολοφόνου στην υπηρεσία του κεφαλαίου, όταν ο αποκλειστικός πόλεμος που είναι προορισμένη να κάνει -και που κάνουν ήδη τα θρασύδειλα μέλη της - είναι η εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων του καπιταλιστικού συστήματος και η εξόντωση εξαθλιωμένων και ανήμπορων μεταναστών.
Ένα επαναστατικό κίνημα οφείλει να είναι προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει με τα όπλα τους δολοφόνους των ταγμάτων εφόδου που θα σηκώσουν ξανά κεφάλι, γιατί αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη ενός επαναστατικού κινήματος, στο δρόμο για την κοινωνική απελευθέρωση και γιατί ο Φύσσας δεν θα είναι το τελευταίο θύμα τους. Γι' αυτό και η εκτέλεση των δύο μελών της Χρυσής Αυγής στο Ν. Ηράκλειο από τις Μαχόμενες Λαϊκές Επαναστατικές Δυνάμεις ως απάντηση στην δολοφονία Φύσσα και στην δολοφονική δράση των νεοναζί, ήταν μια δίκαιη, αλλά και εύστοχη πολιτικά ενέργεια.
Τις ευθύνες για το αδιέξοδο των κοινωνικών αντιστάσεων δεν έχει κανένας αγωνιστής το δικαίωμα να τις μεταθέτει σε άλλους πέρα από τον εαυτό του. Γιατί συνηθίζεται ευρύτατα να θεωρούνται ως υπεύθυνοι διάφοροι παράγοντες, με πιο προσφιλή αυτή των ακατάλληλων για την Επανάσταση συνθηκών λόγω της “πολιτικής ανωριμότητας της κοινωνίας”. Ο βασικότερος παράγοντας για αυτή την “ανωριμότητα” είναι η ανυπαρξία ενός επαναστατικού κινήματος που θα κατάφερνε να σκορπίσει την πολιτική σύγχυση για την κρίση και τις μεθόδους ξεπεράσματός της διεξάγοντας έναν πόλεμο με τις καθεστωτικές πολιτικές θέσεις και προτάσεις, να μεταλαμπαδεύσει την επαναστατική φλόγα στις καρδιές των χιλιάδων ανθρώπων που κατέβαιναν στους δρόμους, να μετατρέψει τις κινήσεις αντίστασης στις κυβερνητικές πολιτικές σε ένα ανατρεπτικό κοινωνικό κίνημα, να κάνει το ζήτημα της καθεστωτικής ανατροπής και της κοινωνικής Επανάστασης τη συνισταμένη κάθε μορφής αντίστασης.
Οι συνθήκες αναμφισβήτητα δεν είναι ίδιες με αυτές στην αρχή της κρίσης. Το καθεστώς περνώντας το πρώτο σοκ της επαπειλούμενης κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος το 2010-12 και μεταφέροντας τον “λογαριασμό” της συστημικής σημασίας σωτηρίας των τραπεζών στα κράτη, κατάφερε στο διάστημα αυτό να ενισχύσει τα θεμέλιά του δημιουργώντας νέους συγκεντρωτικούς θεσμούς και μηχανισμούς. Από την άλλη, με την ελληνική κοινωνική βάση να έχει ζήσει το αδιέξοδο των προηγούμενων κινητοποιήσεων και να βιώνει το μακροχρόνιο εξαντλητικό πόλεμο της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, οι υποκειμενικές συνθήκες για την ανατροπή γίνονται δυσχερέστερες. Ο κόσμος πια δεν κατεβαίνει μαζικά στους δρόμους όπως τα πρώτα χρόνια του μνημονίου. Οι λιγοστές απεργίες που γίνονται αυτό το διάστημα είναι απομαζικοποιημένες γιατί δεν υπάρχει ελπίδα ανάσχεσης της αντιλαϊκής επίθεσης με τέτοιου είδους κινητοποιήσεις. Τα παραπάνω σημαίνουν πως ο αγώνας ενάντια στο καθεστώς, ο αγώνας για την ανατροπή του συστήματος και την Επανάσταση οφείλει να γίνει ακόμα πιο ριζοσπαστικός, πιο μαχητικός αναζητώντας συνεχώς τρόπους σύνδεσης με τα τμήματα αυτά της κοινωνίας που χτυπά η κρίση, αναζητώντας τρόπους για την αγωνιστική κινητοποίησή τους. Σημαίνουν πως η δημιουργία ενός επαναστατικού κινήματος που θα νικήσει την παραίτηση, που θα δώσει διέξοδο και νέα πνοή στον αγώνα, που θα σκορπίσει την απογοήτευση, που θα εμπνεύσει, που θα βάλει την επαναστατική προοπτική σε σταθερές βάσεις και θα καταφέρει να την κάνει υπόθεση όλο και περισσότερων ανθρώπων, απαιτεί σήμερα ακόμα περισσότερη προσπάθεια, ρίσκο, αφοσίωση στον αγώνα, πίστη στην Επανάσταση.
Δεδομένων των συνθηκών που διαμορφώνονται από την κρίση, των κοινωνικών αδιεξόδων και της μαζικής εξαθλίωσης που έχει ήδη λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, έχουμε συνείδηση πως η κοινωνική αγωνιστική ανόρθωση, η διέξοδος από το πολιτικό τέλμα και η επαναστατικοποίηση των συνειδήσεων δεν μπορεί να γίνει μόνο με προπαγανδιστικά μέσα, αλλά απαιτεί ριζοσπαστικό, ανατρεπτικό κοινό αγώνα. Απαιτεί διευρυμένη, άμεση επαναστατική δράση. Απαιτεί διαρκή χτυπήματα εναντίον του καθεστώτος, ιεραρχώντας την προτεραιότητα των στόχων με βάση τη σημασία τους στην καθεστωτική οργάνωση και τον ρόλο τους στο σύστημα. Απαιτεί να δώσουμε ισχυρά πλήγματα στην συστημική ισορροπία αποσταθεροποιώντας τις βάσεις και τα στηρίγματα της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.
Απαιτεί την οργάνωση ενός διευρυμένου ένοπλου επαναστατικού μετώπου που θα δημιουργήσει ρωγμές στην κυριαρχία του κράτους και του κεφαλαίου και θα συμβάλει στη μέγιστη δυνατή διάχυση του επαναστατικού λόγου και των επαναστατικών προτάσεων για την κοινωνική ανασυγκρότηση. Απαιτεί την αδιαχώριστη σχέση ενός τέτοιου αγωνιστικού εγχειρήματος με ένα διευρυμένο και ισχυρό επαναστατικό κίνημα που οφείλουμε να δημιουργήσουμε εδώ και τώρα. Ενός κινήματος που δεν θα αρκεστεί να συνδέσει και να συντονίσει τις ήδη υπάρχουσες δομές κοινωνικής αντίστασης, αλλά να τις μετουσιώσει σε επαναστατικά εγχειρήματα, να τις εντάξει σε ένα επαναστατικό σχέδιο.
Στην εποχή μας δεν είναι λίγες οι δομές κοινωνικής αλληλεγγύης που δημιουργούνται εν μέσω της κρίσης, και οι οποίες ναι μεν έχουν τη σημασία τους ως εκτός του κρατικού πλαισίου αυτοδιαχειριζόμενα αλληλέγγυα με την κοινωνική βάση εγχειρήματα, όμως η μη σύνδεσή τους με ένα ευρύτερο επαναστατικό σχέδιο, καθιστά μονόδρομο να περιορίζεται ο ρόλος τους σε αυτόν της φιλανθρωπίας και της αυτοδιαχείρισης της φτώχειας. Και επειδή κάθε κοινωνική δραστηριότητα που συγκροτείται εκτός του κρατικού πλαισίου, δεν είναι αυτομάτως και αντικρατική, είναι φυσικό το πραγματικό τους νόημα ως δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης να το βρίσκουν μόνο μέσα στα πολιτικά πλαίσια ενός αντικρατικού και αντικαπιταλιστικού αγώνα, του μόνου που μπορεί να μεταστρέψει την κοινωνική αλληλοβοήθεια σε όπλο καθεστωτικής ανατροπής, σε όπλο για την Επανάσταση. Του μόνου δρόμου για να γίνει η αλληλεγγύη κυρίαρχη κοινωνική σχέση
Σε μια τέτοια επιτακτική προσπάθεια οι όποιες διαφοροποιήσεις μας σχετικά με την Επανάσταση και την κοινωνική οργάνωση σε αυτήν, δεν μας εμποδίζει να συναντηθούμε με αγωνιστές που βλέπουν ως αναγκαία και ικανή συνθήκη για την διέξοδο από το καπιταλιστικό τέλμα την ανατροπή του οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Αντιθέτως, είμαστε πεπεισμένοι πως είναι μεγάλη αναγκαιότητα η αγωνιστική συσπείρωση των επαναστατών για την αντιστροφή του πολιτικού και κοινωνικού κλίματος, για την έναρξη μια γενικευμένης επαναστατικής προσπάθειας. Και για αυτό καλούμε κάθε αγωνιστή που έχει συνείδηση των συνθηκών αλλά και της ιστορικής του αποστολής να συστρατευτεί στον αγώνα για την ανατροπή του οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Καλούμε όποιον αγωνιστή βλέπει ως αναγκαία για την επαναστατική αλλαγή την βίαιη ανατροπή των θεσμών και των δομών του καθεστώτος, να περάσει στην άμεση επαναστατική δράση. Οι αντικειμενικές συνθήκες είναι και παραμένουν ιδανικές. Στο χέρι των επαναστατών είναι να διαμορφώσουν τις υποκειμενικές συνθήκες για την Επανάσταση.
Με δεδομένο το εγγενές καπιταλιστικό πρόβλημα των κρίσεων που οφείλεται στο ίδιο το κεφάλαιο και τη διαδικασία της αναζήτησης κέρδους, η διέξοδος δεν βρίσκεται για εμάς σε κάποια αλλαγή φρουράς στο οικονομικό σύστημα που θα προβεί σε μια πιο ορθολογική διαχείρισή του, στην άσκηση αποτελεσματικής οικονομικής πολιτικής με το ίδιο το σύστημα να παραμένει το ίδιο, αλλά χωρίς κάποιους ή ακόμα και χωρίς καθόλου καπιταλιστές. Ως αναρχικοί πιστεύουμε ότι μια πρόταση για κεντρικό έλεγχο της οικονομίας από το κράτος κατά το παράδειγμα του καθεστώτος του κρατικού καπιταλισμού της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και των χωρών του “υπαρκτού σοσιαλισμού” όπως έδειξε η ιστορική εμπειρία, ακόμα και όταν ένα τέτοιο καθεστώς προέλθει από μια λαϊκή και κοινωνική επανάσταση, όπου το επαναστατικό κόμμα αντί του λαού και των εργαζομένων αναλάβει την διαχείριση των κοινωνικών υποθέσεων, οι σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης δεν μεταβάλλονται ουσιαστικά για τον λαό και τους εργαζόμενους αφού την θέση των ιδιωτών καπιταλιστών την καταλαμβάνει το κράτος και η κρατική γραφειοκρατία ενώ οι εργαζόμενοι και ο λαός μετατρέπονται σε δουλοπάροικους του κράτους.
Πέρα όμως από τον εξουσιαστικό χαρακτήρα που λαμβάνει μια τέτοιου είδους αναδιοργάνωση της κοινωνίας, ένα ερώτημα που θέτει η ιστορική εμπειρία είναι πώς μπορεί ένα κεντρικό όργανο που θα οργανώνει το σύνολο της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας να γνωρίζει τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων, των τοπικών κοινωνιών και των ανθρώπων τους; Πώς μπορεί να γνωρίζει καλύτερα από τους κατοίκους μιας περιοχής τι μπορεί να παράγει η φύση, τον πλούτο που διαθέτει, τις δυνατότητες που παρέχει, αλλά και τα όριά της; Όπως επίσης, καταλήγει σε αδιέξοδο ένας κοινωνικός μετασχηματισμός που διατηρεί την υπάρχουσα οικονομική οργάνωση, που στηρίζεται στην ένταση της παραγωγής συνεχίζοντας το κυνήγι της “οικονομικής αποτελεσματικότητας” και του κέρδους -το οποίο σε αυτή την περίπτωση περνάει σε κρατικά χέρια-, διαιωνίζοντας τις σχέσεις εκμετάλλευσης και τους ταξικούς διαχωρισμούς.
Ο ίδιος ο Μαρξ παραδεχόταν ότι το ανώτατο στάδιο του κομμουνισμού είναι μια αταξική κοινωνία χωρίς κράτος, αφού το κράτος διαχρονικά είναι ουσιαστικά ο εκφραστής της ταξικής κυριαρχίας. Έτσι η ταυτόχρονη καταστροφή του κεφαλαίου και του κράτους ως εκφραστή της ταξικής κυριαρχίας σε μια επαναστατική διαδικασία είναι κατά την άποψή μας μονόδρομος. Κανένα κράτος, ακόμα κι αν ονομάζεται λαϊκό ή εργατικό και το οποίο υποτίθεται ότι αποτελεί ένα “μεταβατικό στάδιο προορισμένο να αυτοδιαλυθεί”, δεν αυτοδιαλύεται και δεν παραδίδει την εξουσία στον λαό και στους εργαζόμενους, γεγονός που έχει δείξει η ιστορική εμπειρία. Ο αντικρατικός ή ελευθεριακός κομμουνισμός, δηλαδή μια αταξική κοινωνία χωρίς κράτος -όπου το κράτος θα καταστραφεί άμεσα -και οργανωμένη σε συνομοσπονδίες σε τοπικό, σε εθνικό, ακόμα και σε διεθνές επίπεδο, είναι η μόνη ρεαλιστική επαναστατική λύση.
Μια κοινωνική Επανάσταση θα απαλλοτριώσει την περιουσία των πλουσίων, τα μέσα παραγωγής που διαθέτουν, την κινητή και ακίνητη περιουσία τους, θα απαλλοτριώσει την ιδιοκτησία και τα μέσα παραγωγής των καπιταλιστών, είτε των ντόπιων κεφαλαιοκρατών είτε των πολυεθνικών και όσων έχουν αγοράσει δημόσια περιουσία στα πλαίσια των ιδιωτικοποιήσεων. Θα απαλλοτριώσει την κρατική περιουσία, όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και ότι έχει απομείνει στα χέρια του κράτους με σκοπό την κοινωνικοποίησή τους. Κοινωνικοποίηση σημαίνει ότι την διαχείρισή τους την αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, τα Συμβούλια των εργαζομένων και οι Συνελεύσεις τους. Το ίδιο θα ισχύει και σε οποιονδήποτε τομέα, όχι μόνο της παραγωγής αλλά και για κοινωνικούς τομείς όπως η υγεία και η εκπαίδευση, όπου επίσης την διαχείρισή τους την αναλαμβάνουν οι εργαζόμενοι και οι συμμετέχοντες σε αυτούς.
Μια κοινωνική Επανάσταση θα καταργήσει άμεσα το κράτος και το αστικό κοινοβούλιο των επαγγελματιών πολιτικών που αναλαμβάνουν την διαχείριση των κοινωνικών υποθέσεων αντί του λαού και των εργαζομένων. Στο επίκεντρο της οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης θα βρίσκεται ένα συνομοσπονδιακό σύστημα εργατικών Συμβουλίων και λαϊκών Συνελεύσεων, όπου ο καθένας και η καθεμία θα συμμετέχει, θα μιλάει και θα συναποφασίζει για όλες τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές υποθέσεις που τον-την αφορούν στον χώρο εργασίας, το σχολείο, το πανεπιστήμιο, το νοσοκομείο, την γειτονιά, το χωριό ή την πόλη.
Η κοινωνική επανάσταση δεν μετατίθεται στο αόριστο μέλλον και δεν μπορεί να περιορίζεται σε ένα αόριστο πρόταγμα. Απαιτεί διαρκή επαναστατική δράση στον παρόντα χρόνο και προϋποθέτει την οργάνωση και την συγκρότηση ενός πρωτοποριακού επαναστατικού κινήματος που θα επεξεργαστεί και θα ορίσει τα στρατηγικά του βήματα, που θα συγκρουστεί με την κεντρική καθεστωτική πολιτική. Προϋποθέτει την πολιτική διεργασία και την βούληση να εφαρμοστούν στην πράξη συγκεκριμένες επαναστατικές προτάσεις.
Μια επαναστατική πλατφόρμα στις σημερινές συνθήκες θα μπορούσε να συνοψιστεί στα εξής: -Μονομερής παύση πληρωμών του ελληνικού χρέους. -Έξοδος από την ΟΝΕ και από την ΕΕ.
-Απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου, των μεγάλων επιχειρήσεων, των πολυεθνικών, όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας των καπιταλιστών.
-Κατάργηση του τραπεζικού συστήματος, διαγραφή όλων των χρεών προς τις τράπεζες, επιστροφή των μικρών περιουσιών που έχουν κατασχέσει οι τράπεζες και κοινωνικοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών.
-Απαλλοτρίωση της κρατικής περιουσίας, των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας. Απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
-Κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, της βιομηχανίας, των λιμανιών, των μέσων μεταφοράς και επικοινωνιών, των συγκοινωνιών, των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, των νοσοκομείων και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Την διαχείρισή τους θα την αναλάβουν οι εργαζόμενοι.
-Κατάργηση του κράτους και του αστικού κοινοβουλίου των επαγγελματιών πολιτικών και αντικατάστασή τους από ένα συνομοσπονδιακό σύστημα λαϊκών συνελεύσεων και εργατικών συμβουλίων, ο συντονισμός των οποίων, η επικοινωνία και η εκτέλεση των αποφάσεων θα γίνεται από αντιπροσώπους αιρετούς και άμεσα ανακλητούς. Σε εθνικό επίπεδο θα υπάρχει στη θέση του παλιού αντιπροσωπευτικού αστικού κοινοβουλίου μια ανώτατη Συνοσπονδιακή Λαϊκή Συνέλευση, τα μέλη της οποίας θα προέρχονται από εξουσιοδοτημένα μέλη-αντιπροσώπους αιρετούς και ανακλητούς από τις τοπικές λαϊκές συνελεύσεις και τα εργατικά συμβούλια.
-Κατάργηση της αστυνομίας και του στρατού και αντικατάστασή τους από μια ένοπλη λαϊκή πολιτοφυλακή, μη μισθοφορική.
Η συζήτηση και η συμφωνία πάνω σε μια επαναστατική πλατφόρμα είναι προϋπόθεση για την δημιουργία ενός επαναστατικού αντικαπιταλιστικού κινήματος και ως Επαναστατικός Αγώνας επιθυμούμε να ανοίξει ένας καλοπροαίρετος διάλογος πάνω στο ζήτημα αυτό. Μια Επανάσταση είναι απαραίτητο να ξεπεράσει τα εθνικά σύνορα. Είναι μη ρεαλιστικό να πιστεύουμε ότι μια Επανάσταση θα είναι βιώσιμη αν περιοριστεί μέσα στα εθνικά σύνορα μιας μικρής χώρας όπως η Ελλάδα. Ας κάνουμε όμως εμείς εδώ στην Ελλάδα την αρχή για την διάλυση της ευρωζώνης και της ΕΕ, για την κατάργηση του καπιταλισμού και του κράτους. Ας κάνουμε πράξη την ένοπλη προλεταριακή αντεπίθεση. Ας κάνουμε εμείς εδώ στην Ελλάδα την αρχή για μια διεθνή κοινωνική Επανάσταση.
ΖΗΤΩ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ-ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥΣ
ΚΟΜΑΝΤΟ ΛΑΜΠΡΟΣ ΦΟΥΝΤΑΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ