tr
Δευτέρα αργά το βράδυ, στο Γκάζι. Σε μια καλόγουστη ταράτσα, με ξύλινα τραπέζια και ελιές. Από κάτω η πλατεία –μεγάλωσαν τα δεντράκια της!- παράξενα φωτεινή. Το φλας από μια φωτογραφική μηχανή. Ένα αγόρι έβγαζε φωτογραφία το κορίτσι του με φόντο την κλαίουσα ιτιά. (Τη λουλουδιασμένη ιτιά –σύμβολο των πανηγυριών και ενός κιτς παρελθόντος που ένωνε την πλατεία Καραϊσκάκη της ατέλειωτης χοροεσπερίδας με τη ρημαγμένη επαρχία του ογδόντα και του ενενήντα- τη ρευστοποίησε η κυβέρνηση Κώστα Σημίτη στις αρχές του 2000. Οι τελευταίες μετοχές της εξανεμίστηκαν λίγο πριν το γύρισμα της νέας δεκαετίας μαζί με την πατροπαράδοτη χαρτούρα που μάζεψε μια νόθα όσο και εκ γενετής ξεπεσμένη αστική τάξη, όμοια με μια αποτυχημένη Ντελ Λάγκο της πλατείας Κολωνακίου και των πέριξ της Κηφισίας συνοικιών).
Το φλας άναψε ξανά και αυτή τη φορά ήταν το αγόρι κάτω από την ιτιά. Ένα υπέροχο φθινοπωρινό αεράκι ανατάραξε τα φύλλα της πλατείας. Υπάρχει λοιπόν ζωή και κίνηση και μετά το Μνημόνιο 3.
Απέναντί μου ο Παύλος, σίγουρα κάτω από τριάντα, και η Μιλένα, εικοσιπέντε το πολύ. Ο Παύλος καμεραμάν, «οπερατέρ» διορθώνει, κι αυτή την περίοδο κάνει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Θέλει να γίνει διευθυντής φωτογραφίας και πηγαίνει όπου τον φωνάζουν και όπου υπάρχει μεροκάματο. «Είναι μια κακόγουστη ταινία αυτό που ζούμε…» λέει η Μιλένα. «Θες να σηκωθείς να γιουχαΐσεις και να σηκωθείς να φύγεις. Αλλά στον “εξώστη” υπάρχει μια παράξενη σιωπή. Ακόμα κι όταν διαμαρτύρεται, είναι σαν να σωπαίνει». Η Μιλένα τελειώνει φέτος το μεταπτυχιακό της και δουλεύει παρτ τάιμ σε ναυτιλιακή. «Το μεταπτυχιακό μου είναι στη διοίκηση μονάδων υγείας». Ο Παύλος στρίβει τσιγάρο και γελάει. «Πήγαμε τη μάνα της στο Λαϊκό και δεν υπήρχε χώρος ούτε για ράντζο». «Βρήκαμε ένα επειδή η αδελφή μου είναι γιατρός. Κάνει την ειδικότητά της εκεί μέσα. Θέλει να φύγει, αλλά δεν ξέρει πού αλλού να πάει. Κάνει υπομονή…» συμπληρώνει η Μιλένα.
Δευτέρα βράδυ στο Γκάζι με τρία ανέγγιχτα ποτήρια λευκό κρασί πάνω στο τραπέζι. Μόλις έχει τελειώσει μια ανοιχτή συζήτηση για τους μύθους και τις αλήθειες στην εποχή της κρίσης. Δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι του ελληνικού γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σκόρπιες κουβέντες για όλα αυτά που δεν έγιναν και που θα μπορούσαν να γίνουν, πολιτικές της άνοιας και πολιτικοί της ανίας, κάποιες προβλέψεις για το μέλλον. «Ποιο μέλλον» ρωτάει η Μιλένα.
«Πώς σου φάνηκε» με ρωτάει ο Παύλος. Τσουγγρίζουμε επιτέλους τα ποτήρια. Τον κοιτάζω στα μάτια κι εκείνος σαν να πήρε την απάντηση που ήθελε: «Αν δεν κάνουμε ρήξη με το παρελθόν, αν δεν συγκρουστούμε μ’ αυτό που υπάρχει και μ’ αυτό που συμβαίνει…». Η Μιλένα πιο πρακτική: «Το θέμα είναι πώς κάνεις το “αν” πράξη. Πώς ανατρέπεις τα πράγματα…».
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης διατυπώθηκε η άποψη πως για να τσουλήσει ξανά ο τροχός και να ξαναπάρουν μπροστά οι μηχανές της οικονομίας πρέπει οπωσδήποτε να θυσιαστεί μια γενιά. Η σημερινή γενιά των τριαντάρηδων. Τους το υπενθυμίζω. Ο Παύλος αντιδρά: «Ποιος το αποφάσισε; Ποιος με ρώτησε;». Αυτά τα πράγματα δεν αποφασίζονται πάντα στον παρόντα χρόνο και, σίγουρα, γίνονται χωρίς να ρωτήσουν.
«Συγγνώμη… αλλά δεν θα τους αφήσω» λέει ο Παύλος.
«Κι αν κάποια στιγμή έρθουν και πουν “συγγνώμη, κάναμε λάθος!”» ρωτάει η Μιλένα.
Συγγνώμη, Μιλένα, αλλά δε θα σου ζητήσουν ποτέ συγγνώμη.
Η Μιλένα σηκώνει το ποτήρι και πίνει μια γουλιά. Ύστερα αγκαλιάζει και φιλά τον Παύλο…
«Μνημόνια της συγγνώμης μες στα μάτια σου
είναι μια λύπη που δεν έχω εγώ ξεχάσει.
Μνημόνια, γκρίζα, μιας ατέλειωτης απάτης
ό,τι ήτανε να χάσω το έχω χάσει…»
#note: Μια μικρή παράφραση των υπέροχων στίχων του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα κι ας με συγχωρήσουν γι’ αυτό.
 
Top