Συμφώνως προς όλα τα στοιχεία, η αρχαιοτέρα εταιρεία προέρχεται από την αρχέγονον αδελφότητα των πυρομυστών –μεταλλουργών Καβείρων, ο πρωταρχικός πυρήν της οποίας, ως προανεφέρθη, προήλθεν εκ Κρήτης, αλλά δεν ανιχνεύεται ακόμη το εύρος αυτού επακριβώς, ελλείψει πλήρων αρχαιολογικο-ιστορικών στοιχείων. Πάντως ως έδρα των Καβείρων θεωρείται η νήσος Σαμοθράκη, παρ’ όλον ότι ο αρχηγέτης αυτών και πρωτοΚάβειρος Ήφαιστος απαντάται πρωτίστως εις Κρήτην, εν συνεχεία εις Λήμνον και ακολούθως, κατά τον ιστορικόν Ηρόδοτον, τινές τουλάχιστον εξ αυτών «οίχοντο πλέοντες εις Λακεδαίμονα» (όπου εσχάτως ανεκαλύφθη και η Πελλάνα), θεωρεί δε ότι είναι

πρωτοΠελασγικής καταγωγής, ενώ ο Διόδωρος ο Σικελιώτης υποστηρίζει ότι πρόκειται περί εντοπίων, χωρίς να παραθεωρήσωμεν την άποψιν του Ισοκράτους, ο οποίος εις τον «Πανηγυρικόν» του το ίδιον υποστηρίζει περί των κατοικούντων την Ελλαδικήν χερσόνησον και την Αττικήν, ότι είναι δηλ. αυτόχθονες.





Αι συγκεκριμέναι απόψεις δεν αλληλοαναιρούνται, καθώς οι Πελασγοί πρωθΕλληνες, Μινύες και Δαναοί ή Υδανοί (εκ της λ. ύδωρ / ύδατος), αποτελούν αναμφιβόλως σύνολον διαφόρων επί μέρους φύλων – ομάδων της Μεσολιθικής τουλάχιστον και Νεολιθικής εποχής, εντοπιζομένων εις τον περιΕλλαδικόν και Ελλαδικόν χώρον, πέραν της πρωταρχικής χώρας της Κρήτης, και οι οποίοι βεβαίως ωμίλουν, κατά πολλάς αποχρώσας ενδείξεις, μίαν προΟμηρικήν Αιγαιοπελασγικήν και Αιολικήν πιθανώς διάλεκτον (της Ιαπετικής ομογλωσσίας), ήτοι μίαν μορφήν πρωίμου Ευρωπαϊκής γλώσσης, έκτοτε δε διαχρονικώς εξελιχθείσης αυτής και αναμορφωτικώς τελειοποιηθείσης, έσχομεν ως απότοκον τον ωλοκληρωμένον, διανοούμενον, φιλόσοφον, μαθηματικόν και πανεπιστήμονα ΕΛΛΗΝΑ ΛΟΓΟΝ.

Αντιθέτως ο Σαγχουνιάθων (υποτιθεμένη χρονολόγησις πρό των Τρωικών, δηλ. πρό του 14ου π.Χ. αι. τουλάχιστον ή επί Σεμιράμιδος εις Βαβυλωνίαν),εις συλλογήν του διαφόρων θρησκευτικών παραδόσεων της μείζονος περιοχής της ΚρητοΦοινίκης (όρα και σχετικά άρθρα του γράφοντος περί Μινωικής Κρήτης εις Περιοδ. «Ελληνική Αγωγή» τ. Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2004), αποφαίνεται ότι πρόκειται περί προσώπων ΕτεοΚρητικής Αιγαιοπελασγικής και Ελληνοφοινικικής καταγωγής, σχετιζόμενα προς τον Ερμήν τον Τρισμέγιστον. Εις το σημείον αυτό εκτιμάται ως χρήσιμον να αναφερθώμεν εις το σημείον του προηγουμένου Κεφαλαίου περί των Κουρήτων – Κορυβάντων Ιδαίων Δακτύλων, με την αναλογικήν σκέψιν ότι οι ΕτεόΚρητες Αιγαίοι και πρωτοΠελασγοί, Λύκιοι και Κάρες δεν είχον εποικίσει μόνον την περιοχήν της Λυκίας , Παμφυλίας,Κιλικίας, Συρίας,με επίκεντρον την πόλιν Φοίνικα, μετέπειτα Τύρον του Ν. Λιβάνου και την Σιδώνα, αλλά και την Βόρειον Αίγυπτον τουλάχιστον, όπου και αι προκατακλυσμιαίαι πόλεις των Αιγαίων πρωθΕλλήνων Ηρακλεόπολις, Ηλιούπολις, Θήβαι, Σάις, Ερμούπολις, Ιερακόπολις κ.ά..



Εξ αυτού του προϋπάρχοντος λόγου και εξ άλλων στοιχείων προκύπτει και η σύγχυσις του Ηροδότου περί της προελεύσεως της Καβειρίου εταιρίας – αδελφότητος από την Αίγυπτον, άπαξ και η επέκτασις αυτής εις την εν λόγω χώραν έχει μάλλον ως αφετηρίαν την εποχήν της ιδρύσεως του νέου Βασιλείου από τον Φαραώ Άμωσιν Α΄ της αρχής της 18ης δυναστείας κατά τον 16ον αι. π.Χ. , όπως προκύπτει και από την πληροφορίαν περί ιδρύσεως Ιερού των Καβείρων εις Μέμφιδα. Επίσης και ο Φερεκύδης ο Σύρος κατά τον 6ον π.Χ. αι. υποθέτει ότι πρόκειται δι’ άτομα Αιγυπτιακής καταγωγής, προφανώς συγχέων την κυρίαρχον θεότητα – Πάτρωνα των Καβείρων Ήφαιστον, με τον Αιγυπτιακόν θεόν Κνήφ (προφανώς από το Ελληνικόν θέμα του ρ. καίω – αν-άπτω και της λ. νάφθα).



Ως προς το ιστορικόν περίγραμμα, αξιοπίστους πληροφορίας διασώζει ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, αναφερόμενος εις στοιχείον του Αθηνίωνος και του Μνασέως (2ος – 1ος αι. π.Χ.) συμφώνως προς το οποίον Δάρδανοι - Θράκες, υπό τον αδελφόν του Δαρδάνου Ιασίωνα, εποίκισαν την Σαμοθράκην εις χρονικώς αδιευκρίνιστον περίοδον, ίσως 2 ή 3 αιώνας μετά την είσοδον της 2ας π.Χ. χιλιετίας. Ήδη όμως η Σαμοθράκη με την Λήμνον, Λέσβον, Ίμβρον και Τένεδον ανήκον εις την σφαίραν επιρροής πρώτον των Μινυών προ της 3ης π.Χ. χιλιετίας και μετά την 2αν π.Χ. χιλιετίαν, κατόπιν και της καταστροφικής επιδρομής των Χετταίων, υπ’ αυτήν την των Λουβίων.



Εξ άλλου ο θρυλούμενος ως πατριάρχης τών αργότερον Λατίνων – Ρωμαίων, ο οποίος κατέφυγε μετά της συνοδείας του εις το Αρκαδικού εποικισμού Λάτιον, (με το Κυμαϊκόν αλφάβητον), την μετέπειτα Ρώμην, Δάρδανος Αινείας, συσχετίζεται αμέσως προς τους Δαρδάνους της Σαμοθράκης και τους Καβείρους, και η μνήμη των αρετών του εις τα Ομηρικά έπη μας οδηγεί εις υπονοίας ως προς τους λόγους, δια τους οποίους αποτελεί την μόνην ιστορουμένην, ως διασωθείσαν, επιφανή προσωπικότητα της αλωθείσης Τροίας. Επίσης εκτιμάται ως αξία λόγου η πληροφορία ότι η αρχαιοτάτη προσφώνησις των Αρχόντων της Ρώμης προς τον Δήμον των πολιτών αυτής είναι η: «Quirites» = Κυρήτες ή Κουρήτες ( όρα και Γ΄ κατά Κατιλίνα Λόγον του Κικέρωνος), γεγονός το οποίον μας οδηγεί εις άκρως ενδιαφέροντας συλλογισμούς ως προς την διάσωσιν της Παραδόσεως περί της πρωταρχικής προελεύσεως των κατοίκων της συγκεκριμένης περιοχής.

Η πλουσία και πολυσχιδής μεταλλουργική δραστηριότης ανακλάται εις τον όρον Κάβειροι, ετυμολογικώς προερχόμενον είτε εκ του Καfιειν (καίειν), κάfος (κάος/πυρά) 4, κάfελον (κάλον/καύσιμον ξύλο) όπου σχετίζεται είτε προς το σανσκριτικόν kawiras (ισχυρός, κραταιός), έν κοσμητικόν επίθετον δια τον Pramantha, τον ήρωα του ιερού πυρός (Agni) της Βεδικής πνευματοδοξίας των παναρχαίων Ινδών, είτε παράγεται εκ του κωfον ( = σπήλαιον), άπαξ και οι Κάβειροι συνήρχοντο εντός σπηλαίου. Εις τα κύρια ονόματα, τα καταγραφόμενα υπό των Μνασέως και Διονυσοδώρου σχετικώς προς τους Καβείρους, συναντάται ακόμη ως δεύτερον συνθετικόν ο Θρακικός όρος «κέρσος/κέρσα», εμφανιζόμενος συχνάκις και ως πρώτον συνθετικόν πολλών κυρίων ονομάτων εις την μείζονα περιοχήν της Θράκης. Περί αυτών η πληροφορία η περιλαμβανομένη εις την "Μυθολογία των Ελλήνων" του Κ. Κερένυι είναι σημαντική: "Σχετικά με τα τέσσερα ονόματα των θεών που μας είναι γνωστά από τα μυστήρια της Σαμοθράκης - Αξίερως, Αξιόκερσα, Αξιόκερσος και Κάδμηλος - υποστηρίχθηκε ότι αντιπροσωπεύουν τη Δήμητρα, την Περσεφόνη, τον Άδη και τον Ερμή... Τα πρώτα τρία ονόματα είναι γνήσια Ελληνικά...".

Η σημασία του ανωτέρω συνδέεται μετά του περιέργου τύπου του Ομηρικού επικού αορίστου α΄ έκερσα (αντί έκειρα) του ρήματος κείρειν (κουρεύειν). Εάν όντως ο περίεργος αυτός Ομηρικός ρηματικός τύπος προδίδει και διαδικασίαν τελετουργικής πράξεως κουράς, φαίνεται ακόμη ότι δηλώνει, κατά προσωπικήν αξιολόγησιν, υπό του γράφοντος και τας ενεργείας αφανισμού και ερημώσεως τουλάχιστον κορμών δένδρων εκ της υπαίθρου, κατά τον Ορφικόν ύμνον των Κουρήτων «ορμαίνητε ... ανθρώποισιν ολλύντες βίοτον και κτήματα, ηδέ και αυτούς πιμπράντες, ... δένδρη δ’ υψικάρην’ εκ ριζών ές χθόνα πίπτει», ερμηνεύων εννοιολογικώς ευρύτερα τον όρον. Η κουρά πάντως αυτή,πάλιν κατά προσωπικήν εκτίμησιν, φαίνεται προκύπτουσα εκ της πρακτικής ανάγκης καθ’ ήν οι εργάται του μετάλλου έπρεπε να έχουν κενόν από τριχωτόν το εμπρόσθιον μέρος της κεφαλής των, προς αποφυγήν του κινδύνου προκλήσεως εγκαυμάτων, πλησιάζοντες εις την κάμινον, γεγονός το οποίον ενισχύεται και από τον ερυθρόν κεφαλόδεσμον, τον οποίον έφερον, τον ονομαζόμενον «κρήδεμνον». Η ιδία τελετουργία της ιδιομόρφου κουράς μόνον του προσθίου μέρους της κεφαλής, απαντάται και εις πολλούς ηγέτας των Αχαιών, Δαναών, Λουβίων και Χετταίων.

Επίσης εκτιμάται ως αξιοσημείωτον τό ότι μεταξύ άλλων στοιχείων, περί των ιεραρχικών αξιωμάτων της εταιρίας, έχει διασωθή η πληροφορία περί ενός εκ των Ιερομυστών – τελετουργών των Καβείρων, όστις ήτο επιφορτισμένος με το έργον της καθάρσεως των υποψηφίων και του εξαγνισμού των εκ του βαρυτάτου αδικήματος του φόνου και ετιτλοφορείτο ως: Κόης (ή –ας), όνομα το οποίον εις τον πληθυντικόν ανευρέθη εις το Ιδάλιον Κύπρου επί της ορειχαλκίνης επιγραφής εκ συλλαβο-ιδεογραμμάτων μεσοΚυπροΜινωϊκής γραφής, εις τους στίχους της οποίας όπως απεδόθησαν υπό του Ελληνοκυπρίου επιστήμονος υπό το όνομα «Καλλίμαχος Διογένους», αναφέρονται οι «Κόες/Μόες» ως φύλα ελθόντα εξ άλλου κόσμου(του Ηλίου Σειρίου ή Κυνός) και εποικίσαντα τον πλανήτην με κέντρον την Αιγηίδα και την πέριξ αυτής περιοχήν (Μόες αλλά και Μίνως ή Μην και Μένες πρώτος βασιλεύς της Κρήτης, όπως και της Αιγύπτου).





Οσον αφορά, τέλος, την από χρόνου αμνημονεύτου αναγωγήν της αρχής της εταιρίας εις τον θεόν Ήφαιστον, όπως παρίσταται από την Ορφικήν Διδαχήν της προΟλυμπιακής Ελληνικής Παραδόσεως, κατά την προσωπικήν εκτίμησιν του γράφοντος και βάσει αναλογικής σκέψεως περί τον αρχικόν όρον ενός εκ των επιθέτων αυτού ως Πάτρωνος θεού των Καβείρων, υπό τας ιδιότητας του αρχιπυρουργού – μεταλλουργού, αρχιτέκτονος και τεχνουργού αρχιπυρομύστου, ως και «Μεγάλου Αρχιτέκτονος του Σύμπαντος», (όπως περιγράφεται από την Ελληνικήν Μυθολογίαν), αλλά και ως προκυπτει και εξ άλλων ερευνητών αι τελετουργικαί συνάξεις - εργασίαι και παντός άλλου είδους τελεταί των Καβείρων, ήσαν αφιερωμέναι εις την υψίστην αυτήν θεότητα, η οποία, με την συνέργειαν της Αθηνάς Σοφίας – Εργάνης, εδίδαξε τον ήρωα-ημίθεον Ηρακλή, αλλά και πρό αυτού τον Προμηθέα, και μετέδωσε τα μυστικά της Τέχνης του Πυρός εις την Ανθρωπότητα, συμβαλών δι’ αυτού του τρόπου αποφασιστικώς εις την περαιτέρω προαγωγήν και ανέλιξιν των ανθρωπίνων κοινωνιών.

Κατά τας 3ην και 2αν προχριστιανικάς χιλιετίας,κατά τας οποίας είναι ανασκαφικώς και αρχαιολογικώς δεδομένη η ανυπαρξία Ναών εις τον ευρύτερον Ευρωπαϊκόν χώρον, ανιχνεύονται δε και μαρτυρούνται μόνον Ιερά άλση και «άντρα» (σπήλαια) ως και «Ιερά κορυφής» παραλλήλως προς μικρά ανακτορικά «Ιερά»(Κρήτη),το Ιερόν των Καβείρων ευρίσκετο εις το σπήλαιον Ζήρυνθος (σχηματισμός της λέξεως κατά το Αιγαιο-Πελασγικόν και μετέπειτα Λουβικόν ιδίωμα, όπως Τύρινς/Τύρινθος,Βερέκυνθος, Κόρινθος, Ζάκυνθος και πολλά άλλα τοπωνύμια με πρόσφυμα νθ- και σσ-), το οποίον αξιοποιείτο και ως χώρος εισδοχής-μυήσεως των νέων μελών. Ως προς δε την ετυμολογικήν παραγωγήν της ονομασίας του άντρου τούτου, αυτή πιθανολογείται εκ της προσωνυμίας Ζηρήνη, η οποία απεδίδετο εις την Αφροδίτην, την και σύζυγον του Ηφαίστου εις ολόκληρον την Θράκην (μετέπειτα Μακεδονίαν).



4 Η ανωτέρω πυρά σχετίζεται προς την πηγήν του ζωογόνου πυρός και συνδέεται μετά του αρχεγόνου εθίμου της αφής και συντηρήσεως της ιεράς φλογός της Εστίας,της προβαλλούσης έκτοτε ως παναρχαίας θεότητος των Αιγαιοπελασγών Πρωθελλήνων.Το έθιμον τούτο ετηρήθη μέχρι των κλασσικών ιστορικών περιόδων υπό των Αιγαιοκρητών και λοιπών Ελλήνων, των Ιταλιωτών ελληνογενών Λατίνων και άλλων φύλων της Β. Ιταλίας, όπως και των ανατολικών Ευρωπαίων, κατά παράλληλον σχεδόν παράδοσιν προς τους Αρίους της Πενταποταμίας και τους παναρχαίους Ινδούς Δραβίδας. Η συγκεκριμένη πρακτική εστιάζεται εις την αφήν πυράς δι’ ιερούς σκοπούς μέσω της τριβής δύο ξύλων, ενός σκληρού ραβδοσχήμου (δρυός) και ενός μαλακού επιπεδοσχήμου (Φιλύρας). Αναλογικώς η συγκεκριμένη ιερά πράξις φαίνεται ότι σχετίζεται προς την πνευματόδοξον παράδοσιν περί του επουρανίου χώρου ως πηγής του «αρχεγόνου» ή Ηρακλειτίου «αειζώου πυρός», εκ του οποίου εν πτηνόν (Φοινιξ ή Αετός), εις θεός (Ήφαιστος) ή εις τολμηρός αρχετυπικός άνθρωπος (Προμηθεύς), μεταφέρει τούτο επί της Γης προς φωτισμόν και προαγωγήν των ανθρωπίνων όντων. Περαιτέρω επισημαίνεται ότι εξ αυτού αναδύεται σημειολογική αντιστοιχία εις την παρασκευήν του ποτού του πυρός, ήτοι του υδρομέλου, του οποίου η έννοια ανιχνεύεται εις ομορρίζους όρους της Σανσκριτικής madhou/μέλι προς ρίζαν του Έλληνος λόγου «μέθυ» (το)/ποτόν μεθυστικόν, όπως και των αρχαίων Ιρλανδικών mid/υδρόμελον.



Το ποτόν τούτο εθεωρείτο ότι προσέφερεν εις τους θνητούς την αθανασίαν, όπως και αι ελληνικής ετυμολογικής παραγωγής λέξεις αμβροσία και νέκταρ, λαμβανομένης υπ’όψιν και της Σανσκριτικής ορολογίας amrt(a)= αθανασία (ποτόν αθανασίας των αθανάτων θεών) όπως και της Αβεστιανής τοιαύτης amrtaka=αθάνατοι, των ανωτέρω όρων προφανώς παραγομένων επίσης εκ της Ελληνικής ρίζης μόρ-ος/μοίρ-α=θάνατος και του στερητικού «α».



ΠΗΓΗ


 
Top