του Κώστα Βαξεβάνη
H επικοινωνία είναι ένας τρόπος για να προωθείται η πολιτική. Για να γίνεται αντιληπτή, αποδεκτή ή ακόμη και για να μπορεί να ωραιοποιείται και να εξαπατά. Όλα αυτά αποτελούν, αν όχι απολύτως ηθικές, ωστόσο λογικές και θεσμοθετημένες λειτουργίες της επικοινωνίας. Το πρόβλημα ξεκινά όταν η επικοινωνία γίνεται η ίδια πολιτική. Όταν καλείται δηλαδή ο πολίτης όχι να ελέγξει και να αποδεχθεί ή να απορρίψει το αντικείμενο της επικοινωνίας, το ποια δηλαδή είναι η πολιτική που προωθείται, αλλά να αποδεχθεί την επικοινωνία ως πολιτική.
Σκεφθείτε δηλαδή να ψηφίζουμε με βάση το ποιος έχει το καλύτερο τηλεοπτικό σποτ ή την καλύτερη διαφημιστική καμπάνια. Η επιλογή επικοινωνιακών μέσων για να προωθηθεί η πολιτική εκ των πραγμάτων αλλοιώνει την ίδια την πολιτική, στρεβλώνει τα κριτήρια επιλογής, προσπαθώντας να κάνει συμπαθητικό ένα τέρας της πολιτικής που με τις επιλογές του μπορεί να οδηγεί ανθρώπους σε αυτοκτονίες. Παραμένει όμως διαφορετικό η επικοινωνία να αυτοπροτάσσεται ως πολιτική, δηλαδή τα στοιχεία που επιλέγονται ως διαφημιστικά κόλπα να αποτελούν τα κριτήρια της επιλογής.
Είναι διαφορετικό να επιλέγεις τον πιο τρέντι τύπο από αυτούς που εκφράζουν την πολιτική που αποδέχεσαι από το να επιλέγεις κάποιον επειδή είναι τρέντι, ανεξάρτητα από την πολιτική που εκφράζει. Η Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, ξεκινώντας ίσως από την Ιταλία, καλείται να επιλέξει πολιτικά με γνώμονα την επικοινωνία ως πολιτική. Η Ελιά ή η Μαργαρίτα στην Ιταλία είναι δύο από τους πολιτικούς σχηματισμούς που επέλεξαν την απομάκρυνση από τις ονομασίες που θυμίζουν πολιτικές δραστηριότητες. Η μόδα πέρασε και στην Ελλάδα με την ντόπια Ελιά, που φυτρώνει με την κόπρο των πιο παλιών εκφραστών του πολιτικού συστήματος ως νέα άποψη, και συνεχίστηκε με το Ποτάμι. Είναι άγνωστο ως τις εκλογές πόσα κόμματα θα φυτρώσουν στην Ευρώπη και την Ελλάδα, για να θυμίζουν τη χλωρίδα και την πανίδα, αλλά σε καμία περίπτωση κόμματα.
Οι προσδιορισμοί αριστερός, δεξιός, κεντρώος αντικαθίστανται με προσδιορισμούς που μπορεί να θυμίζουν συλλόγους για τη διάσωση της μονάχους μονάχους ή της άγριας παπαρούνας, αλλά σε τίποτα πολιτικά κόμματα. Ωραία σήματα, θαύμα κάποιου γραφίστα, παλ χρώματα και αποπολιτικοποιημένες απόψεις, γίνονται τα κριτήρια για να ψηφίσεις κάποιο κόμμα.
Η ιδεολογία και η πολιτική ως κριτήρια απορρίπτονται και ενοχοποιούνται. Τα κριτήρια είναι το γοητευτικό τίποτα που μιλάει για αυτονόητα πράγματα, χωρίς να κατονομάζει υπεύθυνους και υπεύθυνες πολιτικές και κυρίως χωρίς να γίνεται βαρύ και απαιτητικό. Μεταμοντέρνες φιγούρες κινούνται με τηλεοπτική άνεση σε μια πασαρέλα και υπόσχονται πως όλοι θα περάσουν καλά, αρκεί να το θέλουν πολύ, όπως ο Κοέλιο.
Αναγνωρίσιμοι αστέρες δηλώνουν πως θέτουν τον εαυτό τους στη διάθεση του κοινωνικού συνόλου, εννοώντας πως είναι έτοιμοι να μπογιατισουν τοίχους ή να ξεκολλήσουν τσίχλες από παγκάκια, πάντα βεβαίως μπροστά στις κάμερες.
Όσο πιο απολιτικές είναι οι δράσεις τόσο πιο αποδεκτός μπορεί και πρέπει να γίνει ο νέου τύπου πολιτικός. Όσο πιο πολλά δάνεια έχει από την τηλεόραση και τη διαφήμιση τόσο πιο οικείος γίνεται. Το πιο σημαντικό είναι πως όλος αυτός ο μιντιακός αχταρμάς δεν έχει δεσμεύσεις. Κάποιος που ανήκει στο κόμμα της «Μουσμουλιάς» μπορεί να μεταγραφεί στο κόμμα της «Συκιάς» ή να δηλώσει την ταυτόχρονη συμπάθεια του στο κόμμα της «Λίμνης». Όλοι χωράνε παντού, μόνο και μόνο για να μη χωράνε στην πολιτική.
Είναι μάλλον εμφανές πως δεν πρόκειται για πολιτικά κόμματα, αλλά για projects. Η αντικατάσταση της πολιτικής με αυτά τα projects δεν αναιρεί την κυρίαρχη κάθε φορά πολιτική. Έτσι, ώσπου να περάσει ο ψηφοφόρος από το δάσος των χαριτωμένων νέων πολιτικών σχηματισμών και ώσπου να μαδήσει τις πολιτικές μαργαρίτες που ορίζουν το πολιτικό του μέλλον, η κυρίαρχη πολιτική κρύβει αποτελεσματικά τον λύκο. Δεν χρειάζεται βέβαια να πούμε ποιος είναι.
ΗOTDOC.