Πριν από μερικές εκατοντάδες χρόνια, όμως, και η βόρεια Ευρώπη ακολουθούσε μια «σκληρή γραμμή», σε ότι αφορούσε την ανατροφή των παιδιών, τα οποία στέλνονταν να ζήσουν σε άλλα σπίτια, ως εργάτες.
Γύρω στο 1500, ένας βοηθός του Ενετού πρέσβη στην Αγγλία, παραξενεύτηκε από την περίεργη αυτή πρακτική, που συναντούσε στα ταξίδια του, γράφει ο William Kremer στο BBC World Service.
Ο ίδιος έγραψε στα αφεντικά του στη Βενετία, ότι οι Άγγλοι κρατούσαν τα παιδιά τους στο σπίτι «μέχρι την ηλικία των επτά, ή το πολύ μέχρι τα εννιά τους χρόνια και στη συνέχεια τα έστελναν –τόσο τα αγόρια, όσο και τα κορίτσια- ως εργάτες στην υπηρεσία τρίτων, σε άλλα σπίτια, όπου δεσμεύονταν για τα επόμενα επτά ή εννιά χρόνια της ζωής τους».
Μάλιστα, το ίδιο ίσχυε για όλους, ανεξάρτητα από την οικονομική και κοινωνική θέση του καθενός. «Έστελναν τα παιδιά τους σε άλλους, και υποδέχονταν στο σπίτι τους παιδιά τρίτων».
Υποστήριζαν ότι αυτό γινόταν για το καλό των παιδιών, όμως ο ίδιος υποψιαζόταν –όπως έγραψε- ότι οι Άγγλοι προτιμούσαν να έχουν τα παιδιά άλλων στο νοικοκυριό τους, επειδή μπορούσαν να τα ταΐζουν λιγότερο και να τα αναγκάζουν να δουλεύουν περισσότερο.
Οι παρατηρήσεις του ρίχνουν φως στο σύστημα ανατροφής παιδιών, που επικρατούσε σε ολόκληρη τη βόρεια Ευρώπη κατά τη μεσαιωνική και νεότερη περίοδο, αναφέρει ο αρθρογράφος.
Πολλοί γονείς, όλων των κοινωνικών τάξεων, έστελναν τα παιδιά τους μακριά από το σπίτι, να δουλέψουν ως υπηρέτες ή μαθητευόμενοι. Μόνο μια μικρή μειοψηφία λάμβανε εκπαίδευση, ή πήγαινε στο πανεπιστήμιο.
Βέβαια, σύμφωνα με την Barbara Hanawalt από το πανεπιστήμιο του Οχάιο, οι αριστοκράτες αποχαιρετούσαν κάποιες φορές τα παιδιά τους από την ηλικία των επτά ετών, ωστόσο η πλειοψηφία δεν το έκανε μέχρι να φτάσουν τα 14 τους χρόνια.
Μέσα σε γράμματα και ημερολόγια, που έχουν διασωθεί από τη μεσαιωνική εποχή, αποτυπώνεται η φυγή αυτή ως τραυματική εμπειρία για τα παιδιά.
«Όλα όσα αποτελούσαν ευχαρίστηση για μένα, όταν ήμουν παιδί, από τα 3 μου μέχρι τα 10 μου χρόνια… όταν με πρόσεχαν ο πατέρας και η μητέρα μου, έγιναν βάσανα και πόνος» είχε γράψει ένα παιδί.
Όσα ήταν αναλφάβητα δεν είχαν κανένα τρόπο, για να επικοινωνήσουν με τους γονείς τους και παρότι δε στέλνονταν σε πολύ μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις –λόγω των δυσκολιών στις μετακινήσεις εκείνη την εποχή- τις περισσότερες φορές ένιωθαν εντελώς απομονωμένα και αποκομμένα από τις οικογένειές τους.
Ποιοι λόγοι οδήγησαν στην εφαρμογή κι εξάπλωση του συστήματος αυτού
Οι φτωχοί είχαν ένα προφανές οικονομικό κίνητρο, καθώς θα είχαν λιγότερα στόματα να θρέψουν.
Ωστόσο, οι γονείς πίστευαν ότι βοηθούσαν τα παιδιά τους και πως το έκαναν για το καλό τους, καθώς αν ήταν καλοί κι εργατικοί θα μπορούσαν να εξαγοράσουν τη μαθητεία τους σε κάποιον.
Τα «προγράμματα» αυτά συνήθως διαρκούσαν επτά χρόνια, αλλά μπορούσαν να επεκταθούν μέχρι και για μια δεκαετία.
Το 1350 ο «Μαύρος Θάνατος» (επιδημία της πανώλης) μείωσε σχεδόν στο μισό τον πληθυσμό της Ευρώπης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος των εργατικών χεριών και να μειωθεί το κόστος του φαγητού… επομένως, οι εργάτες/υπηρέτες που ζούσαν στα σπίτια των αφεντικών, ήταν μια «καλή λύση».
«Οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι γονείς μπορούν να διδάξουν κάποια πράγματα στα παιδιά τους, όμως κάποιος τρίτος μπορούσε να τους διδάξει διαφορετικά πράγματα και να τους προσφέρει κι άλλες εμπειρίες» ανέφερε ο Jeremy Goldberg από το πανεπιστήμιο του Γιορκ.
Ίσως και να ήταν ένας τρόπος, για να «ξεφορτωθούν» οι γονείς τα άτακτα παιδιά τους.
Σύμφωνα με την κοινωνική ιστορικό Shulamith Shahar, ήταν πιο εύκολο στους ξένους να μεγαλώνουν παιδιά άλλων –μια πεποίθηση που ίσχυε και σε κάποιες περιοχές της Ιταλίας.
Ένας έμπορος του 14ου αιώνα από τη Φλωρεντία, που ονομαζόταν Paolo of Certaldo, έλεγε: «Αν έχετε ένα γιο που δεν προσφέρει τίποτα/δεν κάνει τίποτε καλά… παραδώστε τον χωρίς σκέψη στα χέρια ενός εμπόρου, ο οποίος θα τον στείλει σε μια άλλη χώρα. Ή στείλτε τον εσείς στο σπίτι κάποιου καλού σας φίλου… Δε μπορείτε να κάνετε τίποτε άλλο μαζί του. Όσο παραμένει μαζί σας, δε θα βελτιωθεί».
Με αυτόν τον τρόπο, πολλά παιδιά αναγκάζονταν να… συμμορφωθούν.
Το 1396 ένας νεαρός μαθητευόμενος, με το όνομα Thomas, υπόγραψε συμβόλαιο με ένα χαλκουργό από το Northampton, που τον έλεγαν John Hyndlee, έχοντας ως μάρτυρα το δήμαρχο.
Ο Hyndlee ανέλαβε το ρόλο του φύλακα του νεαρού, υποσχόμενος ότι θα του δίνει φαγητό, θα του μάθει την τέχνη του και δε θα τον τιμωρεί πολύ αυστηρά για τα λάθη του.
Ο Thomas, από την πλευρά του, υποσχόταν να μη φεύγει χωρίς να έχει πάρει άδεια, να μην κλέβει, να μην τζογάρει, να μην πηγαίνει στις πόρνες και να μην παντρευτεί.
Αν «έσπαγε» με κάποιο τρόπο τη συμφωνία, η διάρκεια της μαθητείας του θα διπλασιαζόταν και θα γινόταν 14 χρόνια.
Βέβαια, τα σχεδόν δέκα χρόνια… αγαμίας για τα νεαρά αγόρια, πολλές φορές ήταν πολύ δύσκολο να τηρηθούν, με αποτέλεσμα πολλοί μαθητευόμενοι να συχνάζουν σε ταβέρνες και να επιδίδονται σε… έκφυλες συμπεριφορές.
Σε κάποια μέρη της Γερμανίας, της Ελβετίας και της Σκανδιναβίας επιτρέπονταν κάποιου είδους σεξουαλικές επαφές μεταξύ έφηβων ανδρών και γυναικών.
Παρότι αυτές οι «παραδόσεις», γνωστές ως «νυχτερινά φλερτ», περιγράφονται σε αναφορές από το 19ο αιώνα, οι ιστορικοί εκτιμούν ότι χρονολογούνται από τα χρόνια του Μεσαίωνα.
«Το κορίτσι μένει στο σπίτι και ένα αγόρι της ηλικίας της πηγαίνει να το βρει. Επιτρέπεται να περάσει τη νύχτα μαζί της. Μπορεί ακόμη και να κοιμηθεί στο ίδιο κρεβάτι μαζί της. Όμως κανένας από τους δύο δεν επιτρέπεται να βγάλει τα ρούχα του. Δε μπορούσαν να κάνουν τίποτε παραπάνω, πέρα από μερικά χαϊδολογήματα» αναφέρει η Colin Heywood από το πανεπιστήμιο του Νότινγκαμ.
Σε κάποιες παραλλαγές αυτής της πρακτικής, τα νεαρά αγόρια έπρεπε να κοιμούνται επάνω από τα κλινοσκεπάσματα, ή στην άλλη πλευρά του κρεβατιού, με μια ξύλινη σανίδα να τα κρατά μακριά από τα κορίτσια.
Επίσης, αυτού του είδους τα «φλερτ» δεν οδηγούσαν απαραίτητα σε αρραβώνα ή γάμο.
Στο Λονδίνο, οι διάφορες συντεχνίες χωρίζονταν σε «φυλές» και εμπλέκονταν σε βίαιες διαμάχες. Το 1339 οι ιχθυοπώλες ενεπλάκησαν σε σοβαρές μάχες στους δρόμους με τους χρυσοχόους.
Κατά το 15ο και 16ο αιώνα, οι διαμάχες των μαθητευόμενων στο Λονδίνο άρχισαν να γίνονται όλο και πιο κοινές, με τους αλλοδαπούς να γίνονται πιο συχνός στόχος των συμμοριών.
«Εκείνη την εποχή η πόλη είχε γεμίσει με μαθητευόμενους και οι ενήλικες δυσκολεύονταν να τους ελέγξουν. Επιπλέον, οι θάνατοι από μολυσματικές ασθένειες είχαν αρχίσει να γίνονται πιο σπάνιοι, με αποτέλεσμα οι μαθητευόμενοι να αναγκάζονται να περιμένουν πολλά χρόνια, για να πάρουν τη θέση των αφεντικών τους» ανέφερε ακόμη η Barbara Hanawalt.
Ο Michael Behaim πήγε στα 12 του χρόνια ως μαθητευόμενος σε έναν έμπορο στο Μιλάνο. Τη δεκαετία του 1520 έγραψε στη μητέρα του, παραπονούμενος ότι δε μαθαίνει τίποτε για το εμπόριο ή τις αγορές, αλλά αντίθετα σφουγγαρίζει πατώματα, εκφράζοντας επιπλέον φόβους ότι θα αρρωστήσει από την πανώλη.
Ένα άλλο αγόρι, ο 14χρονος Friedrich, σε ένα γράμμα στους γονείς του παραπονιόταν για το φαγητό, ζητούσε να του στέλνουν ρούχα για να μοιάζει με τους συνομηλίκους του και αναρωτιόταν ποιος θα του πλένει τα ρούχα.
Η μητέρα του, του έστειλε τρία πουκάμισα μέσα σε ένα σάκο, καθώς κι ένα μήνυμα που έλεγε ότι ίσως είναι ακόμη υγρά και θα έπρεπε να τα κρεμάσει για να στεγνώσουν. Επίσης, του έλεγε να χρησιμοποιήσει το σάκο για να βάζει μέσα τα άπλυτα του…
tromaktiko