Πριν από 4 δεκαετίες ο Michael Rutter σε μία πρωτοποριακή μονογραφία επεσήμανε κινδύνους στην ανάπτυξη παιδιών με γονείς με ψυχικές διαταραχές.
Από τότε ένας μεγάλος αριθμός ερευνών έχουν προσανατολιστεί σε αυτά τα παιδιά και τους γονείς τους.
Παρόλα αυτά έχουν καθυστερήσει κατά πολύ τα μέτρα για τη βοήθεια και την υποστήριξη αυτών των οικογενειών.
Δύο πρόσφατες μελέτες από εθνικά σώματα της Αυστραλίας και της Μ. Βρετανίας αργοπορημένα έκαναν κάποιες σημαντικές προτάσεις. Πάντως υπάρχουν ακόμα πολλά που πρέπει να γίνουν όσον αφορά τη λήψη μέτρων και την ανάπτυξη παρεμβάσεων που βασίζονται σε δεδομένα.
Αρκετές κοινές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένων της κατάθλιψης, του άγχους και των διατροφικών διαταραχών, επηρεάζουν ενήλικες, οι οποίοι βρίσκονται στο στάδιο ανατροφής παιδιών. Υπάρχουν στοιχεία ότι αυτές οι διαταραχές επιδρούν αρνητικά στην κοινωνική και ψυχολογική λειτουργία του ατόμου με αποτέλεσμα την εμφάνιση δυσκολιών στην εργασία και την οικογενειακή ζωή του.
Με το πέρασμα των χρόνων έχει αυξηθεί η αναγνώριση της πιθανής επίδρασης, την οποία μπορεί να ασκήσουν οι γονικές ψυχικές διαταραχές σε ένα παιδί. Υπάρχει πιθανότητα να επηρεαστούν πολλές πτυχές της παιδικής ανάπτυξης, όπως η σωματική, η νοητική, η κοινωνική, η συναισθηματική και η συμπεριφορική ανάπτυξη.
Παρόλο που ένας αριθμός γενετικών και περιβαλλοντικών μηχανισμών είναι σημαντικοί για τη σύνδεση των γονικών ψυχικών διαταραχών με τις δυσκολίες των παιδιών, υπάρχουν σημαντικές αποδείξεις ότι η ποιότητα στις γονικές και οικογενειακές σχέσεις αποτελούν βασικούς παράγοντες μεσολαβητικούς. Η πολιτική υγείας σε αυτόν τον τομέα υγείας έχει επικεντρωθεί στις πιο βαριάς μορφής ψυχικές ασθένειες και ιδιαίτερα στους γονείς, οι οποίοι είναι ανάγκη να εισαχθούν στο νοσοκομείο, συνήθως σε περιπτώσεις σχιζοφρένειας ή διπολικής διαταραχής. Όμως έχει δοθεί μικρότερη προσοχή σε άλλες διαταραχές, οι οποίες είναι πολύ πιο συχνές.
Για να λάβουν βοήθεια τα παιδιά γονέων με ψυχικές διαταραχές, τα παιδιά αυτά πρέπει να αναγνωριστούν. Αυτό ενέχει αρκετές δυσκολίες. Δεν γίνεται συχνά στους νοσηλευόμενους στο νοσοκομείο η ερώτηση αν έχουν παιδιά και συνήθως δεν καταγράφονται στα ιατρικά αρχεία πληροφορίες σχετικά με παιδιά.
Σε ψυχιατρικές κλινικές ενηλίκων δε συνηθίζεται να παρέχονται διευκολύνσεις, ώστε παιδιά να επισκέπτονται τους γονείς τους. Είναι ακόμα πιο δύσκολο να αναγνωριστούν τα παιδιά των οποίων οι γονείς πάσχουν από διαταραχή, αλλά είτε δεν έχουν επιζητήσει νοσηλεία σε νοσοκομείο, είτε το πρόβλημά τους δεν είναι γνωστό στις υπηρεσίες υγείας. Παρόλο που υπάρχουν παραδείγματα καλής πρακτικής σε ορισμένες περιοχές, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές ανεπάρκειες.
Ο αντίκτυπος των γονικών ψυχικών διαταραχών στα παιδιά δεν περιλαμβάνεται συνήθως στην ιατρικής εκπαίδευση και σπάνια γίνεται άσκηση πάνω στον ευαίσθητο τομέα της συζήτησης για θέματα σχετικά με τους γονείς. Το διαρκές στίγμα, το οποίο περιβάλλει τις ψυχικές ασθένειες, συμβάλλει επίσης στη δυσκολία συζήτησης τέτοιων θεμάτων.
Είναι ανάγκη οι γονείς να νιώθουν άνεση στην εξομολόγηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στους γενικούς γιατρούς ή ακόμα και στους δασκάλους όταν είναι απαραίτητο. Είναι σημαντικό να ξεπεραστεί αυτό το στίγμα καθώς και άλλα εμπόδια. Η αναγνώριση αυτών των παιδιών και η παροχή βοήθειας σε αυτά είναι σημαντική όχι προς όφελος του παιδιού μόνο αλλά έχει και γενικότερο όφελος.
Για παράδειγμα, τα παιδικά ψυχικά προβλήματα συνεχίζουν να υπάρχουν και μέχρι την ενηλικίωση σε μία σεβαστή μειονότητα περιπτώσεων και οι συνεχώς αυξανόμενες δαπάνες για την υγεία επηρεάζουν την κοινότητα στο σύνολό της. Υπάρχει μία ευκαιρία για πρόληψη. Σε δύο πρόσφατες μελέτες από οργανισμούς σε δύο διαφορετικές ηπείρους: την Ένωση Βρεφικής, Παιδικής και Οικογενειακής Ψυχικής Υγείας της Αυστραλίας και το Βασιλικό Κολλέγιο Ψυχιάτρων της Μ. Βρετανίας, έχουν αναγνωριστεί μέτρα.
Η πιο εκτεταμένη μελέτη των Αυστραλών τονίζει την ανάγκη για βελτιωμένη αναγνώριση των παιδιών με γονείς με ψυχικές ασθένειες, την ανάγκη για καλύτερη αναγνώριση των προβλημάτων αυτών των παιδιών και για παροχή βοήθειας για αυτά τα προβλήματα. Επίσης προτείνει την αυξημένη στήριξη αυτών των γονέων στο γονικό τους ρόλο και επισημαίνει τα συγκεκριμένα μέτρα που μπορούν να ληφθούν για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος.
Για να εφαρμοστούν αυτές οι προτάσεις θα ήταν απαραίτητες κάποιες αλλαγές στην παροχή υπηρεσιών, όπως η στενότερη συνεργασία των υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και ψυχικής υγείας για ενήλικες με τις αντίστοιχες για παιδιά, μόρφωση του προσωπικού υγείας και η προοπτική του στίγματος να ενεργοποιεί τους γονείς ώστε να συζητούν ακόμα και το ρόλο τους ως γονείς χωρίς να φοβούνται ότι τα παιδιά τους θα εισαχθούν σε νοσοκομείο.
Οι συγγραφείς του άρθρου πιστεύουν ότι αυτές οι εξελίξεις στην παροχή υπηρεσιών πρέπει να συνδυαστούν με υψηλής ποιότητας έρευνα πάνω στις υπηρεσίες υγείας, ώστε να ανιχνευτούν οι αλλαγές και να αναγνωριστεί ο πιο αποτελεσματικός, επαρκής και αξιοπρεπής τρόπος για τη παροχή περίθαλψης σε αυτό το σύνθετο σύνολο παιδιών και οικογενειών. Αυτές καθώς και άλλες αλλαγές στην αναγνώριση και τη θεραπεία των παιδιών υψηλού κινδύνου θα χρειαστεί να παρουσιαστούν με ευαίσθητο τρόπο. Θα ήταν εύκολο να αυξηθεί ο στιγματισμός απέναντι στους γονείς με ψυχικά προβλήματα μέσα από μία φαινομενική υιοθέτηση μίας γλώσσας επίρριψης ευθύνης. Το μήνυμα είναι και θα έπρεπε να είναι θετικό: οι γονείς με προβλήματα ψυχικής υγείας καθώς και τα παιδιά τους μπορούν να λάβουν βοήθεια και μάλιστα τους αξίζει η καλύτερη.
Ramchandani P, Stein A, British Medical Journal 327: 243-244, 2003
Για να λάβουν βοήθεια τα παιδιά γονέων με ψυχικές διαταραχές, τα παιδιά αυτά πρέπει να αναγνωριστούν. Αυτό ενέχει αρκετές δυσκολίες. Δεν γίνεται συχνά στους νοσηλευόμενους στο νοσοκομείο η ερώτηση αν έχουν παιδιά και συνήθως δεν καταγράφονται στα ιατρικά αρχεία πληροφορίες σχετικά με παιδιά.
Σε ψυχιατρικές κλινικές ενηλίκων δε συνηθίζεται να παρέχονται διευκολύνσεις, ώστε παιδιά να επισκέπτονται τους γονείς τους. Είναι ακόμα πιο δύσκολο να αναγνωριστούν τα παιδιά των οποίων οι γονείς πάσχουν από διαταραχή, αλλά είτε δεν έχουν επιζητήσει νοσηλεία σε νοσοκομείο, είτε το πρόβλημά τους δεν είναι γνωστό στις υπηρεσίες υγείας. Παρόλο που υπάρχουν παραδείγματα καλής πρακτικής σε ορισμένες περιοχές, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές ανεπάρκειες.
Ο αντίκτυπος των γονικών ψυχικών διαταραχών στα παιδιά δεν περιλαμβάνεται συνήθως στην ιατρικής εκπαίδευση και σπάνια γίνεται άσκηση πάνω στον ευαίσθητο τομέα της συζήτησης για θέματα σχετικά με τους γονείς. Το διαρκές στίγμα, το οποίο περιβάλλει τις ψυχικές ασθένειες, συμβάλλει επίσης στη δυσκολία συζήτησης τέτοιων θεμάτων.
Είναι ανάγκη οι γονείς να νιώθουν άνεση στην εξομολόγηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στους γενικούς γιατρούς ή ακόμα και στους δασκάλους όταν είναι απαραίτητο. Είναι σημαντικό να ξεπεραστεί αυτό το στίγμα καθώς και άλλα εμπόδια. Η αναγνώριση αυτών των παιδιών και η παροχή βοήθειας σε αυτά είναι σημαντική όχι προς όφελος του παιδιού μόνο αλλά έχει και γενικότερο όφελος.
Για παράδειγμα, τα παιδικά ψυχικά προβλήματα συνεχίζουν να υπάρχουν και μέχρι την ενηλικίωση σε μία σεβαστή μειονότητα περιπτώσεων και οι συνεχώς αυξανόμενες δαπάνες για την υγεία επηρεάζουν την κοινότητα στο σύνολό της. Υπάρχει μία ευκαιρία για πρόληψη. Σε δύο πρόσφατες μελέτες από οργανισμούς σε δύο διαφορετικές ηπείρους: την Ένωση Βρεφικής, Παιδικής και Οικογενειακής Ψυχικής Υγείας της Αυστραλίας και το Βασιλικό Κολλέγιο Ψυχιάτρων της Μ. Βρετανίας, έχουν αναγνωριστεί μέτρα.
Η πιο εκτεταμένη μελέτη των Αυστραλών τονίζει την ανάγκη για βελτιωμένη αναγνώριση των παιδιών με γονείς με ψυχικές ασθένειες, την ανάγκη για καλύτερη αναγνώριση των προβλημάτων αυτών των παιδιών και για παροχή βοήθειας για αυτά τα προβλήματα. Επίσης προτείνει την αυξημένη στήριξη αυτών των γονέων στο γονικό τους ρόλο και επισημαίνει τα συγκεκριμένα μέτρα που μπορούν να ληφθούν για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος.
Για να εφαρμοστούν αυτές οι προτάσεις θα ήταν απαραίτητες κάποιες αλλαγές στην παροχή υπηρεσιών, όπως η στενότερη συνεργασία των υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και ψυχικής υγείας για ενήλικες με τις αντίστοιχες για παιδιά, μόρφωση του προσωπικού υγείας και η προοπτική του στίγματος να ενεργοποιεί τους γονείς ώστε να συζητούν ακόμα και το ρόλο τους ως γονείς χωρίς να φοβούνται ότι τα παιδιά τους θα εισαχθούν σε νοσοκομείο.
Οι συγγραφείς του άρθρου πιστεύουν ότι αυτές οι εξελίξεις στην παροχή υπηρεσιών πρέπει να συνδυαστούν με υψηλής ποιότητας έρευνα πάνω στις υπηρεσίες υγείας, ώστε να ανιχνευτούν οι αλλαγές και να αναγνωριστεί ο πιο αποτελεσματικός, επαρκής και αξιοπρεπής τρόπος για τη παροχή περίθαλψης σε αυτό το σύνθετο σύνολο παιδιών και οικογενειών. Αυτές καθώς και άλλες αλλαγές στην αναγνώριση και τη θεραπεία των παιδιών υψηλού κινδύνου θα χρειαστεί να παρουσιαστούν με ευαίσθητο τρόπο. Θα ήταν εύκολο να αυξηθεί ο στιγματισμός απέναντι στους γονείς με ψυχικά προβλήματα μέσα από μία φαινομενική υιοθέτηση μίας γλώσσας επίρριψης ευθύνης. Το μήνυμα είναι και θα έπρεπε να είναι θετικό: οι γονείς με προβλήματα ψυχικής υγείας καθώς και τα παιδιά τους μπορούν να λάβουν βοήθεια και μάλιστα τους αξίζει η καλύτερη.
Ramchandani P, Stein A, British Medical Journal 327: 243-244, 2003