Ο Βασίλης Λυμπέρης, υπήρξε ο τελευταίος Έλληνας πολίτης ο οποίος εκτελέστηκε μετά από σε βάρος του καταδίκη για ποινικό αδίκημα. Η εκτέλεσή του (Ηράκλειο, 25 Αυγούστου 1972) ήταν η τελευταία που έλαβε χώρα εντός του ελληνικού εδάφους, καθώς η θανατική ποινή από το 1974 και μετά δεν εφαρμόστηκε ποτέ μέχρι την κατάργησή της με νόμο το 1994 και συνταγματικά το 2001.
Ο 27χρονος Λυμπέρης καταδικάστηκε σε θανατική ποινή, καθώς κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο της Αθήνας ένοχος με την κατηγορία ότι έκαψε ζωντανούς:
Την εν διαστάσει σύζυγό του Βασιλική Λυμπέρη, 24 ετώνΤην πεθερά του Αντιγόνη Μάρκου, 55 ετών
Την κόρη του Παναγιώτα Λυμπέρη, 2 ετών
Τον γιο του Γιώργο Λυμπέρη, ενός έτους
Το περιστατικό συνέβη τις πρώτες πρωινές ώρες της 5ης Ιανουαρίου 1972 στο σπίτι των θυμάτων στο Χαλάνδρι, ενώ ο δράστης είχε και τρεις φίλους του συνεργούς στο έγκλημα. Τα τρία από τα θύματά του ξεψύχησαν ακαριαία, ενώ η σύζυγός του μερικές ώρες αργότερα. Η υπόθεση είχε απασχολήσει έντονα την κοινή γνώμη την εποχή εκείνη.
Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας (6 Μαΐου 1972) ο Λυμπέρης καταδικάστηκε τετράκις σε θάνατο (για καθένα από τα θύματα ξεχωριστά), όπως και ο ένας εκ των συνεργών του (ο 18χρονος Παύλος Αγγελόπουλος), ενώ οι υπόλοιποι δύο καταδικάστηκαν σε μικρότερες ποινές.
Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας (6 Μαΐου 1972) ο Λυμπέρης καταδικάστηκε τετράκις σε θάνατο (για καθένα από τα θύματα ξεχωριστά), όπως και ο ένας εκ των συνεργών του (ο 18χρονος Παύλος Αγγελόπουλος), ενώ οι υπόλοιποι δύο καταδικάστηκαν σε μικρότερες ποινές.
Η εκτέλεση του Λυμπέρη έγινε τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου 1972 στην περιοχή Δύο Αοράκια του Ηρακλείου (πεδίο βολής της ΣΕΑΠ) από 12μελές εκτελεστικό απόσπασμα (μόνο τα 6 όπλα περιείχαν αληθινά πυρά), κι ενώ ως τότε ήταν κρατούμενος στις φυλακές Αλικαρνασσού. Στον μελλοθάνατο λίγη ώρα πριν την εκτέλεση είχε επιτραπεί να συντάξει επιστολή προς την μητέρα του. Νωρίτερα είχε κατατεθεί αίτηση από τους συνηγόρους του προς το Συμβούλιο Χαρίτων ώστε να του αποδοθεί χάρη, ωστόσο η αίτηση απορρίφθηκε παμψηφεί.
Το περιστατικό της δολοφονίας μεταφέρθηκε την ίδια χρονιά και στον κινηματογράφο, καθώς γυρίστηκε ταινία με τον τίτλο «Οι σατανάδες της νύχτας» σε σκηνοθεσία Μάριου Ρετσίλα και παραγωγή Τζέιμς Πάρις. Τον ρόλο του Βασίλη Λυμπέρη υποδύθηκε ο Γιάννης Κατράνης.
Ο φαντάρος που δεν πάτησε τη σκανδάλη
Στο εκτελεστικό απόσπασμα βρέθηκε και ένας φαντάρος αυτός, που είχε διηγηθεί στην εκπομπή «Μηχανή του Χρόνου» το πιο μαύρο μέρος της ζωής του. «Πέρασε ένας αξιωματικός και μας έβαλε από μια σφαίρα στο Μ1 (τουφέκι) και στηθήκαμε απέναντι από τους μελλοθανάτους. Μας είχαν πει, ότι αν δε σκοτωθεί και ρίξουμε όλες τις σφαίρες έξω, θα πάμε στρατοδικείο και μετά σε απόσπασμα. Είναι αδύνατο να αστοχήσεις μ ένα όπλο που βρίσκει στόχο στα χίλια μέτρα, πόσο μάλλον στα έξι βήματα. Ο αξιωματικός μας, ήταν αυτός που έπρεπε να ρίξει τη χαριστική βολή, αλλά επειδή δεν ήθελε, είχε αποφασίσει εξ αρχής, ότι θα δώσουν τη βολή, οι δυο ακραίοι από κάθε απόσπασμα. Ο ένας δεν μπόρεσε να πυροβολήσει και αναγκάστηκε να το κάνει ο άλλος. Αυτός που πυροβόλησε ήταν φίλος μου, Πειραιώτης. Έπαθε σοκ μόλις έβαλε το όπλο στο κεφάλι του νεκρού. Τα θυμάμαι όλα. Ίσως ξεχνάω μερικές λεπτομέρειες, αλλά το συναίσθημα, η ανατριχίλα, το δέος είναι ίδια κάθε φορά που τα θυμάμαι και δεν θα τα ξεχάσω ποτέ».
Πηγή: iefimerida.gr