Έκθεση – κόλαφο για την κυβέρνηση και την πολιτική που ασκεί σε βάρος της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού λαού, δημοσιοποιεί το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Στην έκθεση με θέμα «Το χρέος μετά το τέλος του «Μνημονίου» (2014)», οι επιστήμονες οικονομολόγοι προτείνουν την λύση του «κουρέματος» του ελληνικού χρέους που κατέχει ο επίσημος τομέας. Αυτό άλλωστε είναι κάτι που προτείνει και η πλειονότητα των αναλυτών και οικονομολόγων παγκοσμίως.

Η έκθεση – καταπέλτης για την κυβέρνηση, αποδομεί βήμα προς βήμα και με επιχειρήματα το «έργο» της συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, τονίζοντας ότι «Είναι ψευδαίσθηση να αναμένουμε ότι η χώρα θα επιστρέψει στις αγορές μετά το 2014, αφού το χρέος δεν πρόκειται να γίνει «βιώσιμο» ως το 2022». Η έκθεση συνεχίζει υπογραμμίζοντας ότι η χώρα βρίσκεται στη χειρότερη θέση που θα μπορούσε να έχει βρεθεί, καθώς η παραγωγική βάση έχει καταρρεύσει πλήρως.

Την ίδια στιγμή, τονίζεται χαρακτηριστικά στην Έκθεση ότι οι ελαφρύνσεις είναι μεν αναγκαίες αλλά δεν αποτελούν παρά μια ασπιρίνη σε ένα ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα, το οποίο ζητά οριστική και βιώσιμη λύση., καθώς η χώρα αφήνεται Ελλάδα έκθετη στις απροσδόκητες διαταραχές της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας. Το χρέος θα παραμείνει ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την ελληνική οικονομία, θα επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες των οικονομικών παραγόντων και θα εμποδίζει την επιστροφή στις αγορές. Οι οικονομολόγοι αναγνωρίζουν στην Έκθεση ότι υπάρχει «ηθικός κίνδυνος» για τις άλλες χώρες αλλά αυτό μπορεί να λυθεί αν «Συνοδευτεί, αν τελικά γίνει, με δικλείδες ασφαλείας».

Σύμφωνα με την Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, «Ακόμη και αν επιτευχθεί ο στόχος ενός λόγου χρέους 124% ΑΕΠ έως το 2020 η κατάσταση δεν θα είναι διατηρήσιμη!». Για αυτόν τον λόγο, υπογραμμίζει ότι «Η σταθεροποίηση και πολύ περισσότερο η φιλόδοξη μείωσή του στο 110% από το επίπεδο του 175,5% του ΑΕΠ το 2013, διευκολύνεται αν υπάρξει περικοπή του αποθέματος του χρέους (σε τεχνική γλώσσα: stock relief)».

Οι οικονομολόγοι προσθέτουν με νόημα ότι «Κανείς να αναμένει σοβαρή μείωση του χρέους μέσω ιδιωτικοποιήσεων», καταρρίπτοντας τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης πως ακόμα κι αν ιδιωτικοποιηθούν και ξεπουληθούν έναντι πινακίου φακής τα πάντα, η Ελλάδα θα καταφέρει να ορθοποδήσει. Η Έκθεση υποστηρίζει ότι «Γενικά, πολύ μεγάλα χρέη σε απόλυτα μεγέθη και ως ποσοστό του ΑΕΠ γίνονται ανεξέλεγκτα («μη βιώσιμα»), προκαλούν αβεβαιότητες και κινδύνους (με αποτέλεσμα οι δανειστές να απαιτούν υψηλά πριμ ρίσκου, ιδιαίτερα αν εκτιμούν ότι η χώρα στο τέλος θα χρεοκοπήσει, οδηγώντας την έτσι στην χρεοκοπία) και αφαιρούν από τις κυβερνήσεις δυνατότητες αντιμετώπισης οικονομικών προβλημάτων. Ακόμη και αν τα χρέη δεν οδηγούν την αναπτυξιακή διαδικασία σε πλήρη κατάρρευση, όμως τείνουν να την επιβραδύνουν. Το μέγεθος του χρέους (και του λόγου χρέους) καθιστά επιφυλακτικές τις αγορές και αποτρέπει όσους σχεδιάζουν να επενδύσουν στην πραγματική οικονομία».

Ως μόνη λύση για διέξοδο από αυτόν τον φαύλο κύκλο, προτείνεται στην Έκθεση η μερική διαγραφή χρέους, τονίζοντας ότι «Επομένως, ένα «κούρεμα» του χρέους εντός της Ευρωζώνης, θα επιτάχυνε την ανάπτυξη, ενθαρρύνοντας τις επενδύσεις και μειώνοντας την πίεση για πρωτογενή πλεονάσματα. Το κλειδί είναι η μεγέθυνση», για να προσθέσει με νόημα ότι «Η χώρα είναι αδύνατο να επιστρέψει στις αγορές κεφαλαίου για να αναχρηματοδοτήσει το τεράστιο χρέος της με λογικούς όρους. Το μέγεθός του θα λειτουργεί αποτρεπτικά για τους πιθανούς δανειστές. Η οργανωμένη διαγραφή μέρους του χρέους εντός της ΕΕ και της Ευρωζώνης θα δημιουργούσε νέα δεδομένα. Το σπουδαιότερο είναι ότι θα ενσωματωνόταν σύντομα στις προσδοκίες των αγορών. Επίσης, θα κατένεμε πιο ισόρροπα τα βάρη ανάμεσα σε δανειστές και οφειλέτες, συνεισφέροντας έτσι στη σταθεροποίηση της ΕΕ. Υπενθυμίζουμε ότι και στο ΔΝΤ είχαν γίνει σχετικές προτάσεις για όλες τις χώρες αλλά προσέκρουσαν σε ανυπέρβλητες τότε αντιδράσεις».

Οι δύο προτάσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής:

1. Ανάληψη του κόστους ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM) πράγμα που θα μείωνε το χρέος περίπου κατά 30 δις ευρώ που είναι οι συμμετοχές του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στις τράπεζες, ίσως μάλιστα και περισσότερα.

2. «Αμοιβαιοποίηση» μέρους του χρέους ή ένα σύμφωνο απόσβεσης όπως έχει προταθεί από το Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας και, σε παραλλαγές, από άλλους ερευνητές. Η πρόταση του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων προβλέπει μια ποσοτικά και χρονικά περιορισμένη κοινή εγγύηση για το μέρος του χρέους που ξεπερνά το όριο του Μάαστριχτ 60% του ΑΕΠ. Αυτό θα γίνει με αυστηρούς όρους. Τα κράτη θα πρέπει να αποσβέσουν τα νέα ομόλογα σε διάστημα 25 ετών, να προσδιορίσουν φόρους, τα έσοδα από τους οποίους θα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για πληρωμές τόκων και χρεολυσίων και θα πρέπει, για να έχουν πρόσβαση στις εγγυήσεις, να τηρούν τους όρους του Δημοσιονομικού Συμφώνου και του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Διαβάστε ολόκληρη την Έκθεση εδώ

 
Top