Ο κ. Ομπάμα θα αντιμετωπίσει τον κ. Σαμαρά ως έναν πρωθυπουργό «τελειωμένο» πριν ακόμα πρωθυπουργοποιηθεί. Ως έναν συμπαθή κύριο στον οποίο όμως δεν μπορούν να επενδύσουν μιας και έχει αποδεχθεί, ως αντίτιμο της πρωθυπουργίας, μια αδιέξοδη πολιτική που θα οδηγήσει τους ίδιους του τους οπαδούς να τον απορρίψουν ως «ξένο σώμα» σχετικά σύντομα.
Όσα δεν θα πει ο Ομπάμα.
Του Γιάννη Βαρουφάκη
όλο συμπάθεια. Μπορεί στις προεκλογικές τους αψιμαχίες να φοβερίζουν τους ψηφοφόρους πως αν εκλέξουν τον «αντίπαλο» η Αμερική θα έχει την τύχη της Ελλάδας, όμως, όταν κοπάσει η κακοφωνία τής μεταξύ τους εκλογικής μάχης, τους Έλληνες μας αντιμετωπίζουν όπως συμπαθή θύματα. Ποιανού; Της Ευρώπης.
Η αμερικανική οπτική μέσα από την οποία γίνεται κατανοητή στην Ουάσινγκτον η Ελλάδα της Κρίσης, βασίζεται στη συνειδητοποίηση μιας τεράστιας διαφοράς ΗΠΑ-Ευρώπης: την απείρως μεγαλύτερη ετοιμότητα των Αμερικανών να εγκαταλείψουν αποτυχημένα εγχειρήματα στην τύχη τους, έτσι ώστε να στρέψουν την ενέργειά τους σε νέα, πιο ελπιδοφόρα, εγχειρήματα. Στην ικανότητά τους να γυρνάνε σελίδα, με άλλα λόγια. Για τους Αμερικανούς, η παραδοχή της αποτυχίας είναι δείγμα ισχύος – αντίθετα με τους Ευρωπαίους που μέχρι το «πικρό τέλος» προτιμούν την άρνηση της πραγματικότητας
Όταν το 2009 η General Motors εμφανίστηκε να έχει μη εξυπηρετήσιμα χρέη ύψους 172 δισ. δολαρίων, η αμερικανική κυβέρνηση δεν δίστασε να της επιβάλει την επίσημη πτώχευση, τη στάση πληρωμών, και ένα βαθύ κούρεμα 90% (το οποίο έπληξε βάναυσα τους πιστωτές της αυτοκινητοβιομηχανίας). Αυτή η ευθύτητα είναι ο λόγος που η GM σήμερα αναπτύσσεται ξανά (μετά από παχυλό δανεισμό που ακολούθησε την επίσημη πτώχευση). Την ίδια εποχή η Ουάσινγκτον άρχισε να κλείνει περί τις 200 τράπεζες ετησίως (για να μην αναφερθώ στη Lehman!). Το ίδιο τώρα και με τον δήμο που στεγαζόταν η GM, το Ντιτρόιτ – του οποίου τα $20 δισ. χρέος μόλις κουρεύτηκαν άμεσα και σχεδόν ολοσχερώς, θέτοντας την πόλη υπό επίσημο καθεστώς πτώχευσης, όχι από έλλειψη ενδιαφέροντος αλλά για να γυρίσει έτσι σελίδα.
Αντίθετα, η Ευρώπη έχει πολιτιστικό και πολιτικό κώλυμα με τις πτωχεύσεις. Όπως μου είπε αξιωματούχος της Ουάσινγκτον προ μηνών, αν η Deutsche Bank ήταν αμερικανική δεν θα της είχε επιτραπεί ποτέ να προσποιηθεί ότι δεν πτώχευσε. Γερμανοί και Γάλλοι πολιτικοί όμως φοβούνται τόσο τη λέξη «πτώχευση» που προτιμούν να ρίχνουν βουνά χρήματος σε μαύρες τρύπες παρά να «αρθρώσουν» την λέξη από «π».
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα φαντάζει, τουλάχιστον στα αμερικανικά μάτια, ως η πιο ακραία περίπτωση τοξικής άρνησης μιας πασιφανούς πτώχευσης. Τα κράτη-δανειστές αρχικά απέρριψαν τη «διάσωσή» μας (θυμάστε την περίοδο Ιανουαρίου-Μαΐου 2010;). Όμως γρήγορα προτίμησαν να προσποιηθούν ότι κανένας πιστωτής της χώρας μας δεν θα χάσει τα χρήματά του δίνοντάς μας δάνεια που, κατά βάθος γνώριζαν, ότι δεν θα αποπληρώσουμε. Αργότερα, όταν αποδέχθηκαν ότι «δυστυχώς πτωχεύσαμε», εφηύραν ευφημισμούς (π.χ. PSI, επαναγορά χρέους) και προέβησαν σε κινήσεις κουρέματος οι οποίες όμως ισοδυναμούσαν και με πτώχευση-κούρεμα και με διατήρηση μη βιώσιμου χρέους.
Για τους Αμερικανούς, το ατόπημα δεν ήταν ότι δεν θα τα αποπληρώσουμε τα νέα δάνεια αλλά ότι, κι αυτό έχει σημασία, η κοινή γνώση αυτής της αποτυχίας κατέστησε την Ελλάδα χώρα αποφυγής για όλους τους σοβαρούς επενδυτές. Ποιος επενδύει σε πτωχευμένη χώρα της οποίας οι δανειστές προσποιούνται ότι δεν έχει πτωχεύσει και τη δανείζουν όλο και πιο πολλά υπό τον όρο ότι θα συρρικνώνει... το εισόδημά της (με αποτέλεσμα να βουλιάζει περισσότερο σε μια μελλοντική πτώχευση);
Όσο για τη σημερινή συζήτηση -ότι μετά τις γερμανικές εκλογές, αν δεήσει η νέα γερμανική κυβέρνηση, και παρά τις ενστάσεις του κ. Σόιμπλε, μπορεί να κουρευτεί το χρέος μας (σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την άρνηση της πτώχευσής μας)- οι Αμερικανοί κουνάνε το κεφάλι τους αδυνατώντας να πιστέψουν το μέγεθος της ευρωπαϊκής ανοησίας και της ετοιμότητας των πολιτικών μας να επιμηκύνουν τη νεκροζώντανη-ζόμπι κατάσταση μιας χώρας μέλους της Ευρωζώνης αντί να παραδεχθούν την αλήθεια.
Υπό αυτό το πρίσμα θα αντιμετωπίσει ο κ. Ομπάμα τον Έλληνα πρωθυπουργό στη σύντομη συνάντησή τους. Ως τον εκπρόσωπο χώρας που έχει καταδικαστεί από τους εταίρους-δανειστές της σε νεκροζώντανη κατάσταση από την οποία είναι παντελώς αδύνατον να αποδράσει ιδίοις δυνάμεις. Ως έναν πρωθυπουργό «τελειωμένο» πριν ακόμα πρωθυπουργοποιηθεί. Ως έναν συμπαθή κύριο στον οποίο όμως δεν μπορούν να επενδύσουν μιας και έχει αποδεχθεί, ως αντίτιμο της πρωθυπουργίας, μια αδιέξοδη πολιτική που θα οδηγήσει τους ίδιους του τους οπαδούς να τον απορρίψουν ως «ξένο σώμα» σχετικά σύντομα. Ως έναν επισκεπτόμενο πρωθυπουργό τον οποίο ο Αμερικανός Πρόεδρος θα ακούσει ευγενικά αλλά στον οποίο δεν βλέπει τον λόγο να κουραστεί ώστε να του εξηγήσει τι πραγματικά πιστεύει καθώς γνωρίζει, ο κ. Ομπάμα, ότι τα λόγια του θα πάνε χαμένα.
Αν μάλιστα ο κ. Σαμαράς αρχίσει να του λέει περί Greek success story, να προβλέπει ότι η Ελλάδα θα βγει όπου να ‘ναι από την Κρίση, κι άλλα τέτοια «χαρμόσυνα», η λύπη που θα νιώσει ο Αμερικανός Πρόεδρος θα πολλαπλασιαστεί. Το μόνο θετικό για τον κ. Ομπάμα είναι ότι η επίσκεψη θα διαρκέσει πολύ λίγο και έτσι η θλίψη του θα πνιγεί γρήγορα μέσα στις πολλές άλλες έγνοιες, αλλά και χαρές, του Αμερικανού Προέδρου.
Πηγή: protagon.gr