Γράφει o Xρήστος Ζεστός
(press-gr)
Με ατελείωτους πολιτικούς διαξιφισμούς στα τηλεοπτικά παράθυρα και έναν καταιγιστικό βομβαρδισμό πληροφοριών συνεχίζεται το σίριαλ της λίστας Lagarde, που τους τελευταίους μήνες μονοπωλεί τον πολιτικό διάλογο.
Την περασμένη εβδομάδα στο στόχαστρο της Επιτροπής ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων βρέθηκε ο πρώην υπουργός και νυν βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Γιώργος Βουλγαράκης, ο οποίος παραπέμπεται στην δικαιοσύνη με τη κατηγορία ότι παρέλειψε να καταγράψει στο πόθεν έσχες του ’07 τις καταθέσεις της συζύγου τουΚατερίνας Πελέκη στην Ελβετία, που αναφέρονται στην διαβόητη λίστα.
Την ίδια στιγμή, στα.. ψιλά γράμματα περνά η είδηση ότι και ο γενικός γραμματέας της Ν.Δ. Μανώλης Κεφαλογιάννης παραπέμπεται ενώπιον τακτικού δικαστηρίου λόγω της εμπλοκής του ονόματος της συζύγου του στο επίμαχο «στικάκι».
Η υπόθεση της κ. Γκρατσιέλα Γκρόλο αφορά καταθέσεις κάμποσων εκατομμυρίων ευρώ στην τράπεζα HSBC της Γενεύης και με δεδομένο ότι ο κ. Κεφαλογιάννης τις απέδωσε σε λογαριασμό που κληρονόμησε η σύζυγος του από την μητέρα της, δεν κρίθηκε σκόπιμο από την Επιτροπή να ζητήσει περαιτέρω εξηγήσεις.
Επισήμως, το υπόμνημα του βουλευτή στάλθηκε στον οικονομικό εισαγγελέα μονάχα προς.. ενημέρωσή του και αφήνει να εννοηθεί ότι το ζήτημα για τη Βουλή θεωρείται λήξαν.
Απ’ ότι φαίνεται λοιπόν, η ηγεσία της κυβερνητικής παράταξης υιοθετεί μια αινιγματικά αντιφατική στάση απέναντι στα στελέχη της. Γιατί όμως η Νέα Δημοκρατία παραδίδει επιλεκτικά στη πυρά της κάθαρσης τον κ. Βουλγαράκη, ενώ προσφέρει αφειδώς την κάλυψη της στο όνομα του τέως υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας;
Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι ο κ. Κεφαλογιάννης εκλέχθηκε στη θέση του γενικού γραμματέα του κόμματος με την προσωπική στήριξη του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά και αποτελεί έκτοτε τον σκληροπυρηνικό εφαρμοστή της κομματικής πειθαρχίας στους «ανυπάκουους» γαλάζιους βουλευτές.
Το ίδιο δεν ισχύει για τον κ. Βουλγαράκη, του οποίου η πολιτική καριέρα στιγματίστηκε τα τελευταία χρόνια με πάσης φύσεως σκάνδαλα και θεωρείται εν γένει μια «τελειωμένη» πολιτικά φυσιογνωμία.
Με αυτό τον τρόπο, ο πρωθυπουργός σκιαγραφεί εκ νέου τις εσωκομματικές συμμαχίες και τονίζει εμμέσως πλην σαφώς ποιους θεωρεί «φερέγγυα» στελέχη και ποιους όχι.
Αυτή τη φορά σε ρόλο αποδιοπομπαίου τράγου για να ικανοποιηθεί το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» βρίσκεται ο κ. Βουλγαράκης με το «μαύρο» βατοπεδινό παρελθόν του, ενώ με συνοπτικές διαδικασίες απαλλάσσεται των ευθυνών ο νυν γενικός γραμματέας του κόμματος.
Άλλωστε, έχουν γίνει τόσες λαθροχειρίες στον χειρισμό της υπόθεσης της λίστας Lagarde, που η περίπτωση Κεφαλογιάννη φαντάζει σαν σταγόνα στον ωκεανό μέσα στον κυκεώνα της συγκάλυψης.. Ή μήπως όχι;
Στο χέρι του κ. Σαμαρά είναι να αναδείξει την ουσία του προβλήματος, που δεν είναι άλλο από την πάταξη της φοροδιαφυγής, και να αποδείξει στον ελληνικό λαό πως πέρα και πάνω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες είναι σε θέση να προχωρήσει στον καταμερισμό των ευθυνών, αντικαθιστώντας προσωρινά τον κ.Κεφαλογιάννη μέχρι να διαλυθούν όλα τα «μαύρα σύννεφα» που πλανώνται πάνω από το όνομα του ίδιου και της συζύγου του.
Εκτός και αν η ατολμία είναι συνώνυμη πλέον της πολιτικής ηγεσίας και εξακολουθήσουν μόνο οι πολίτες να πληρώνουν το τίμημα της ανικανότητας του συστήματος
Την περασμένη εβδομάδα στο στόχαστρο της Επιτροπής ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων βρέθηκε ο πρώην υπουργός και νυν βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Γιώργος Βουλγαράκης, ο οποίος παραπέμπεται στην δικαιοσύνη με τη κατηγορία ότι παρέλειψε να καταγράψει στο πόθεν έσχες του ’07 τις καταθέσεις της συζύγου τουΚατερίνας Πελέκη στην Ελβετία, που αναφέρονται στην διαβόητη λίστα.
Την ίδια στιγμή, στα.. ψιλά γράμματα περνά η είδηση ότι και ο γενικός γραμματέας της Ν.Δ. Μανώλης Κεφαλογιάννης παραπέμπεται ενώπιον τακτικού δικαστηρίου λόγω της εμπλοκής του ονόματος της συζύγου του στο επίμαχο «στικάκι».
Η υπόθεση της κ. Γκρατσιέλα Γκρόλο αφορά καταθέσεις κάμποσων εκατομμυρίων ευρώ στην τράπεζα HSBC της Γενεύης και με δεδομένο ότι ο κ. Κεφαλογιάννης τις απέδωσε σε λογαριασμό που κληρονόμησε η σύζυγος του από την μητέρα της, δεν κρίθηκε σκόπιμο από την Επιτροπή να ζητήσει περαιτέρω εξηγήσεις.
Επισήμως, το υπόμνημα του βουλευτή στάλθηκε στον οικονομικό εισαγγελέα μονάχα προς.. ενημέρωσή του και αφήνει να εννοηθεί ότι το ζήτημα για τη Βουλή θεωρείται λήξαν.
Απ’ ότι φαίνεται λοιπόν, η ηγεσία της κυβερνητικής παράταξης υιοθετεί μια αινιγματικά αντιφατική στάση απέναντι στα στελέχη της. Γιατί όμως η Νέα Δημοκρατία παραδίδει επιλεκτικά στη πυρά της κάθαρσης τον κ. Βουλγαράκη, ενώ προσφέρει αφειδώς την κάλυψη της στο όνομα του τέως υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας;
Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι ο κ. Κεφαλογιάννης εκλέχθηκε στη θέση του γενικού γραμματέα του κόμματος με την προσωπική στήριξη του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά και αποτελεί έκτοτε τον σκληροπυρηνικό εφαρμοστή της κομματικής πειθαρχίας στους «ανυπάκουους» γαλάζιους βουλευτές.
Το ίδιο δεν ισχύει για τον κ. Βουλγαράκη, του οποίου η πολιτική καριέρα στιγματίστηκε τα τελευταία χρόνια με πάσης φύσεως σκάνδαλα και θεωρείται εν γένει μια «τελειωμένη» πολιτικά φυσιογνωμία.
Με αυτό τον τρόπο, ο πρωθυπουργός σκιαγραφεί εκ νέου τις εσωκομματικές συμμαχίες και τονίζει εμμέσως πλην σαφώς ποιους θεωρεί «φερέγγυα» στελέχη και ποιους όχι.
Αυτή τη φορά σε ρόλο αποδιοπομπαίου τράγου για να ικανοποιηθεί το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» βρίσκεται ο κ. Βουλγαράκης με το «μαύρο» βατοπεδινό παρελθόν του, ενώ με συνοπτικές διαδικασίες απαλλάσσεται των ευθυνών ο νυν γενικός γραμματέας του κόμματος.
Άλλωστε, έχουν γίνει τόσες λαθροχειρίες στον χειρισμό της υπόθεσης της λίστας Lagarde, που η περίπτωση Κεφαλογιάννη φαντάζει σαν σταγόνα στον ωκεανό μέσα στον κυκεώνα της συγκάλυψης.. Ή μήπως όχι;
Στο χέρι του κ. Σαμαρά είναι να αναδείξει την ουσία του προβλήματος, που δεν είναι άλλο από την πάταξη της φοροδιαφυγής, και να αποδείξει στον ελληνικό λαό πως πέρα και πάνω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες είναι σε θέση να προχωρήσει στον καταμερισμό των ευθυνών, αντικαθιστώντας προσωρινά τον κ.Κεφαλογιάννη μέχρι να διαλυθούν όλα τα «μαύρα σύννεφα» που πλανώνται πάνω από το όνομα του ίδιου και της συζύγου του.
Εκτός και αν η ατολμία είναι συνώνυμη πλέον της πολιτικής ηγεσίας και εξακολουθήσουν μόνο οι πολίτες να πληρώνουν το τίμημα της ανικανότητας του συστήματος