Κάθε φορά που ξαναβλέπω κάποια από εκείνες τις αξέχαστες ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου αντιλαμβάνομαι δυστυχώς όλο και περισσότερο τι είναι αυτό που λείπει από το σημερινό μας επίπεδο κόσμο. Τι είναι αυτό που χάσαμε καθώς πέρασαν βιαστικά τα έρμα τα χρόνια, καθώς εκσυγχρονιστήκαμε και γίναμε φανατικοί οπαδοί της μόδας, αποκτήσαμε φανταχτερά χρώματα και μπήκαμε με βιάση στην ψηφιακή εποχή, γίναμε έρμαιο των υλικών αγαθών που ούτε καν τα φανταζόμασταν μερικά χρόνια πριν αλλά και αποδέχτες από ανελέητα βάσανα και σκοτούρες που σαν βαρίδια μας κρατούν στη μιζέρια της καθημερινότητάς μας. Και νιώθω τυχερός, που
έστω κι έτσι, χωρίς την κινηματογραφική μαγεία του καλοκαιρινού σινεμά, μέσω του δέκτη της τηλεόρασης ή των ψηφιακών αρχείων του διαδικτύου απολαμβάνω αυτό που όλοι μας φαντάζομαι έχουμε γευτεί μ’ όλη μας την ψυχή. Την αυθεντικότητα και την απλότητα του χιούμορ.
έστω κι έτσι, χωρίς την κινηματογραφική μαγεία του καλοκαιρινού σινεμά, μέσω του δέκτη της τηλεόρασης ή των ψηφιακών αρχείων του διαδικτύου απολαμβάνω αυτό που όλοι μας φαντάζομαι έχουμε γευτεί μ’ όλη μας την ψυχή. Την αυθεντικότητα και την απλότητα του χιούμορ.
Αυτό νιώθω σε τελική ανάλυση πως είναι κι εκείνο που μας λείπει στις μέρες μας και το αναζητούμε μανιωδώς στα ασπρόμαυρα φιλμ του ελληνικού κινηματογράφου. Το αυθεντικό εκείνο χαμόγελο, την καπατσοσύνη του Έλληνα που καταφέρνει και ξεμπλέκει απ’ όλων των ειδών τις καταστάσεις, την ελληνική λεβεντιά που πάντα βρίσκει τον τρόπο και επικρατεί, την εξυπνάδα που μεγαλουργεί, την ακάματη σπιρτάδα που επιβραβεύεται, τον καλλιτεχνικό οίστρο που δημιουργεί, τη λιτότητα του απλού, την απλότητα του αυθόρμητου, την χοντράδα του αστείου που δεν σοκάρει κι ούτε προσβάλλει.
Οι ατάκες που γεννήθηκαν τις περισσότερες φορές αυθόρμητα, εκτός σεναρίου, στα πλατό των ελληνικών ταινιών απ’ όλους εκείνους τους τεράστιους ηθοποιούς δεν γνωρίζουν όρια ηλικίας. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και σήμερα τόσες δεκαετίες μετά, μας ακολουθούν,έχουν χαραχτεί με ανεξίτηλο τρόπο στο DNA μας και αναζητούν τις καταστάσεις που θα τις επαναφέρουν στη μνήμη μας. Πολλές απ’ αυτές έχουν βρει τη θέση που τους αξίζει στην καθημερινή φρασεολογία μας. Ποιος, αλήθεια, δεν θυμάται το «Αμέρικαν μπαρ» του Διονύση Παπαγιαννόπουλου, το «Σόδομα και Γόμορρα» που είχε ξεστομίσει η Σαπφώ Νοταρά, ή το «είναι πολλά τα λεφτά, Άρη» του Σπύρου Καλογήρου; Ποιος δεν θυμάται τον Λάμπρο Κωνσταντάρα να προετοιμάζει τον πολιτικό του λόγο με μοναδικό του κοινό έναν γάιδαρο ο οποίος ακούει ό,τι και εμείς σήμερα; Τους επίδοξους «άρχοντες» να μας εξαφανίζουν αντί να μας εξασφαλίσουν.
Οι ατάκες που γεννήθηκαν τις περισσότερες φορές αυθόρμητα, εκτός σεναρίου, στα πλατό των ελληνικών ταινιών απ’ όλους εκείνους τους τεράστιους ηθοποιούς δεν γνωρίζουν όρια ηλικίας. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και σήμερα τόσες δεκαετίες μετά, μας ακολουθούν,έχουν χαραχτεί με ανεξίτηλο τρόπο στο DNA μας και αναζητούν τις καταστάσεις που θα τις επαναφέρουν στη μνήμη μας. Πολλές απ’ αυτές έχουν βρει τη θέση που τους αξίζει στην καθημερινή φρασεολογία μας. Ποιος, αλήθεια, δεν θυμάται το «Αμέρικαν μπαρ» του Διονύση Παπαγιαννόπουλου, το «Σόδομα και Γόμορρα» που είχε ξεστομίσει η Σαπφώ Νοταρά, ή το «είναι πολλά τα λεφτά, Άρη» του Σπύρου Καλογήρου; Ποιος δεν θυμάται τον Λάμπρο Κωνσταντάρα να προετοιμάζει τον πολιτικό του λόγο με μοναδικό του κοινό έναν γάιδαρο ο οποίος ακούει ό,τι και εμείς σήμερα; Τους επίδοξους «άρχοντες» να μας εξαφανίζουν αντί να μας εξασφαλίσουν.
Κάθε φορά που ξαναβλέπω αυτές τις αθάνατες ελληνικές ταινίες φέρνω στο μυαλό μου τους σύγχρονους πολιτικούς φωστήρες της εποχής μας. Εύχομαι να μπορούσαν έστω και στο ελάχιστο να μιμηθούν εκείνους τους αυθεντικούς χαρακτήρες των πρωταγωνιστικών τους ρόλων. Τους φαντάζομαι να συνεδριάζουν για την τύχη της Ευρωζώνης και τους λαούς της Ευρώπης και να στηλιτεύουν την απραξία τους αναφωνώντας ως άλλοι «Ηλιόπουλοι» πως «Τελικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα!». Τους φαντάζομαι ως Σαπφώ Νοταρά να βάζουν «Μπουρλότο!» στα σχέδια των συμφερόντων υπέρ των λαών που υποφέρουν και ζουν στην ανέχεια και την φτώχια. Ναι, μόνο με κάτι τέτοιους χαρακτήρες πιστεύω πως θα τα κατάφερνε και θα επιζούσε τελικά η Ελλάδα, η δική μας Ελλάδα. Γιατί αυτή είναι η αυθεντική Ελλάδα σε τελική ανάλυση. Αυτός είναι ο Έλληνας. Ο Σταυρίδης, ο Αυλωνίτης, ο Χατζηχρήστος, η Βουγιουκλάκη, ο Λογοθετίδης, ο Φωτόπουλος, ο Βέγγος, η Βλαχοπούλου και τόσοι άλλοι που δεν χωράνε σε μια κόλλα χαρτί.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν οι ήρωες των ελληνικών ταινιών θα δίνουν χρώμα στην γκρίζα και μουντή καθημερινότητά μας μέσα από τις ασπρόμαυρες εξιστορήσεις των περιπετειών τους. Θα μας γεμίζουν ελπίδα πως κάπου στο βάθος του φιλμ υπάρχει σκηνοθετημένο ένα καλύτερο αύριο που θα το ζήσουμε πριν το «Τέλος» της προβολής μας γεμάτο χιούμορ, ταλέντο και αγώνα. Αν με ρωτάτε, πάντως, με τίποτα δεν αλλάζω την αμίμητη αφέλεια του Γιάννη Γκιωνάκη και την πορτοκαλάδα του. Αν μη τι άλλο, μας έχει λείψει μια καλή πορτοκαλάδα. Μια πορτοκαλάδα από πορτοκάλια.
ΝΙΚΟΣ ΠΑΡΓΙΝΟΣ Για το περιοδικό "Βήματα"(Ι.Μ.Κερκύρας)
Από το proskynitis