Χτύπησε με δύναμη το διπλόσολο σεβρό με το δίπατο τακούνι δυό φορές κι ύστερα έκανε ένα λίκνισμα της μέσης σαν να χόρευε χούλα-χούπ. Έριξε με μια κίνηση του κεφαλιού το τσουλούφι στο δήθεν αφέλεια και τράβηξε μια μακρόσυρτη κραυγή σε στυλ αμανέ. “…σαν καμηλιέρηδες στην έρημο του Αμάν … ”
Έτσι το αισθάνονταν. Ύστερα έκατσε τον πισινό του πάνω στην ψάθινη καρέκλα και τράβηξε μια βαθιά φούμα από το Αμερικάνικο βραστό χαρμάνι. Γέμισε ο τόπος ντουμάνι καθ’ ότι είχε και μεγάλο πλεμόνι. Σήκωσε το ρετσινοπότηρο ψηλά και έβγαλε μια υπόκοφη “γειάααααα…..” Γουργούρισε το λαρύγγι από το υγρό και αμέσως καπάκωσε το ποτήρι τα μπρούμυτα.
-Τέρμα!
-Μωρέ Γιώργη, είπε το μελαχρινό παρέα, άμα σε πιάνουν αυτά τα μάγκικα ίδιος ο θειός σου γίνεσαι. Τι τέρμα. Εγώ ακόμα δεν άρχισα. Και ….
Έσκασαν τα χοντρά καλίγραμμα και έντονα κόκκινα χείλια ένα χαμόγελο θεόρατο αφήνοντας να φανούν τα μεγάλα δόντια μέχρι τα ούλα.
-Δοντάρες μου! Είπε με μισόκλειστα μάτια συρρικνώνοντας ολίγον το τζίβα μουστακάκι ο Γιώργης.
Μάνθο τον έλεγαν αλλά το άλλαξε, τόκανε Γιώργης γιατί έτσι τόνιωθε πιο αρσενικό. Θα τόβαζε Νώντας αλλά έτσι έλεγαν τον θειό που κοζάριζε ο μάγκας και τον μιμούνταν μέχρι …σόλας. Βρήκε και το Μαρικάκι με τις δοντάρες κι έκανε ντουέτο σαν νάτανε απολίθωμα του χίλια οχτακόσια ενενήντα και βάλε. Εποχής Μπαϊρακτάρη με τα κομμένα μανίκια.
Τάμαθε τα κουτσαβάκικα καμώματα από τον Θείο Νώντα, ο μαγκάκος με τις δίπλες και τις τρίπλες. Δούλευε στο μαραγκούδικο του θειού με κληρονομικό δικαίωμα. Μαντιλάκι κεντημένο από το Μαρικάκι για τα μαύρα ροκαμβιλάτα μαλιά μην και χαλάσουν απ’ το πολύ ζελέ που τ’ άλοιφε. Χοντρό κόλλημα με την μαγκιά και ήταν εκτός θέματος τώρα στα 2012. Σκέτη να πούμε ατραξιόν. Αφού τους σταμπάρισε γυρολόγος στα πανηγήρια και τούκανε πρόταση να βγαίνει με το γκομενάκι και τα λεφτά μισά μισά. “Τι είμαι γω ρε … ραμολί; Και το γκομενάκι κανά ξέκωλο;”
Αλλά και το Μαρικάκι δεν πήγαινε ξοπίσω. Έβλεπε κει στης μπακάλισας μια χρωματιστή ζωγραφιά της Γενοβέφας σταυροπόδι με ένα πράσινο φουστάνι και έντονα κόκκινα χείλια και προσπαθούσε να της μοιάσει. Γούσταρε και το μοστράτο το εικοσιεννιάρι και πήρε κι έδεσε το γλυκό.
Αφού το λοιπόν οι “δοντάρες” γούσταραν, ο μοστράτος διάταξε άλλο εν μισόκιλο ρετσίνα ακτύπητη για να μην χάσει από μυρουδιά και γεύση. Όλα τάχε μάθει το μειράκιον. Αμέεεεε!
Και σαν άνοιξε την στοματάρα η Μαρίκα κι άρχισε με παραγγελιά να άδει την Ρόζα και τα νάζια της σταματημό δεν είχε. Και ο μικρός λιμοκοντόρος δώστου και κορδώνονταν “Πάρτε μάτι μωρέ χάπατα πως το λεν το άσμα οι μαγκιόρες” Και δώστου το τσουλούφι στα μάτια και να οι ζεϊμπεκιές, κουλάρισε το μαγαζί. Θεριακλώθηκαν οι συνδετήμονες και έγινε οικογενειακό το ταβερνείον “Ο Σφαγεύς”.
Κεί στο κάργα και την ώρα που το Μαρικάκι είχε ντουμπλάρη Εσκενάζυ ανοίγει η πόρτα και μπουκάρουν δέκα μαγκάκια με μαύρα μπουφάν και κουκούλες. Ξοπίσω δέκα μπατσιά και το μαγαζί έγινε στάβλος. Πέφτουν σοπιές, δακρυγόνα γίνεται το έλα να δεις. Το Μαρικάκι αναμαλιάστηκε και σκίστηκε το πράσινο καφτάνι. Έμοιαζε με χαλασμένο αμπαζούρ. Ο μικρός μοστράκος έφαγε τα περισσότερα γιατί τον πήραν για μασκαρεμένο. Τούβαλε και κάποιος μια κουκούλα και ρημάχτικε το ροκαμβιλάτο. Καρικατούρα του Αρκά.
Τους μάζεψαν όλους καθ’ ότι μπερδεύτηκαν κουβάρι. Και πως να ξεχωρίσεις τους έντιμους απ’ τους …έντιμους. Θάλασσα η δουλειά. Τέτοια ξεφτίλα με βραχιόλια στα χέρια ούτε που την φαντάστηκε.
Δέκα ώρες έφαγε στον σταθμό να εξηγεί τα ανεξήγητα. Έπαιξε και πιάνο με τις μαύρες τις μπογιές και παρά λίγο να του ξυρίζαν και το τζίβα κάτω απ’ την μύτη. Τους έσκασε με τ’ όνομα. Βλέπαν την ταυτότητα αυτοί και τον φώναζαν Μάνθο. Γιώργης απαντούσε αυτός. Μέχρι που ένας γεροδεμένος σιτεμένος μπάτσος τα πήρε και μ’ ένα σουγιά τον απείλησε να του καθαρίσει την γραμμάτη τζίβα. Εκεί παραδόθηκε. Πρόδωσε την τιμή του και παραδέχτηκε το Μάνθος.Ευτυχώς ο Θείος της μάνας του, δικηγόρος το επάγγελμα, ξεχασμένος από τον θεριστή να αλωνίζει τα βαθιά γεράματα τους έβγαλε από κει.
Σ’ όλη την διαδρομή για το σπίτι μιξόκλαιγε μονότονα. “Μα να μου αλλάξουν οι ξεφτίλες τόνομα; Αυτό είναι φαρμάκι και δεν πίνετε ρε αδερφέ. Άκου Μάνθος …Τι παρίσταναν, τον νονό;”
Ξεκίνησε όμως άλλο τσισίτι από κείνη την μέρα. Σε κάθε συγκέντρωση όλο τον μάντρωναν. Τούγινε η ζωή αφόρητη. Άκουγε και τον μέντορα τον θείο που τούλεγε για κάποιον φουκαρά πριν πολλά χρόνια. Τον μπαγλάρωσε η Αστυνομία και δώστου ξύλο. “Λέγε ρε είσαι κουμούνι;” ”Όχι απαντούσε αυτός” Δώστου ξύλο. “Λέγε ρε είσαι κουμούνι;” “Βαράτε ρε, γίνομαι ”.
Τάκουγε αυτά, ζούσε και την αγωνία κάθε φορά που γίνονταν διαδήλωση και πήρε το Μαρικάκι, των ομματιών του και την έκανε για Γερμανία στον αδερφό της . Εκεί στην αλλοδαπή έφυγε το Γιώργης κι έγινε Μάνθος, πάει και το τζίβα μαζί και το ροκαμβίλη. Καθ’ ότι μαγκιές δεν χωράνε.
Ήταν το τελευταίο απόκομμα της μαγκιάς.