Του Βασίλη Γεώργα

Σημαία της τα συμφέροντα των τραπεζών και όχι την ανακούφιση των πολιτών επιλέγει να κάνει η κυβέρνηση μπροστά στο εκρηκτικό πρόβλημα της υπερχρέωσης των νοικοκυριών, το οποίο απειλεί
να εξελιχθεί σε κοινωνική βόμβα, με φιτίλι τη βίαιη ανατροπή των οικογενειακών προϋπολογισμών.

Αυτή τη στιγμή 1 στα 3 καταναλωτικά δάνεια και το 22% των στεγαστικών έχουν πάψει να εξυπηρετούνται λόγω της κατάρρευσης των εισοδημάτων, κάτι που πρακτικά σημαίνει πως περίπου 20 δισ. ευρώ σε σύνολο χορηγήσεων 105 δισ. ευρώ βρίσκονται στον αέρα, με κίνδυνο να μην εισπραχθούν ποτέ και πιθανότατα να οδηγήσουν σε μαζικές κατασχέσεις ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων δεκάδων χιλιάδων δανειοληπτών στο άμεσο μέλλον.

Το πρόβλημα παραμένει ζέον παρά τον μεγάλο όγκο ρύθμισης δανείων που κάνουν οι τράπεζες (το πρώτο 6μηνο έγιναν διευκολύνσεις σε περισσότερα από 665.000 στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια ύψους 18,3 δισ. ευρώ), αφού οι ρυθμίσεις είτε είναι πολύ βραχυχρόνιες είτε γίνονται με επιδείνωση των όρων της σύμβασης με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να πληρώνουν διαρκώς ένα χρέος που ποτέ δεν μειώνεται.

Με τη διπλή νομοθετική παρέμβαση που προωθείται για τη «ρύθμιση» των στεγαστικών και των καταναλωτικών δανείων, κυβέρνηση και τράπεζες, που κάθισαν στο ίδιο τραπέζι για να συντάξουν τον νόμο, μοιάζει να ακολουθούν τακτική στρουθοκαμήλου.

Κρύβουν το κεφάλι στο χώμα κάνοντας ότι δεν βλέπουν την έκταση του προβλήματος αδυναμίας αποπληρωμής μεγάλου μέρους των χρεών, δεν προσφέρουν δυνατότητα ουσιαστικής ρύθμισης των δανείων ή ακόμη και διαγραφής μέρους τους, παρά μόνο μια τετραετή «διευκόλυνση» που ουσιαστικά μεταθέτει το πρόβλημα σε μια επόμενη κυβέρνηση, και -πολύ χειρότερα- αφήνουν έξω ακόμη και από αυτή τη διευκόλυνση εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες θεσπίζοντας κριτήρια «αποκλεισμών».

Παράλληλα, με πρόφαση το φρακάρισμα των Ειρηνοδικείων από τις δεκάδες χιλιάδες υποθέσεις δανειοληπτών που έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη, το υπουργείο Ανάπτυξης αλλάζει επί τα χείρω και τον υφιστάμενο Νόμο Κατσέλη για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, κατά τρόπο ώστε να δυσκολέψει την προσφυγή των νοικοκυριών στα δικαστήρια, όπου κατά τεκμήριο αποσπούν πολύ ευνοϊκές αποφάσεις (διαγραφή χρεών) σε βάρος των τραπεζών.

Το πρακτικό αποτέλεσμα της διπλής νομοθετικής παρέμβασης που επιχειρεί η κυβέρνηση δεν θα είναι μια λύση στο πρόβλημα των δανείων που με δυσκολία εξυπηρετούνται ή πλέον δεν αποπληρώνονται, αλλά μια ρύθμιση-κοροϊδία για χιλιάδες δανειολήπτες που ύστερα από τέσσερα χρόνια «διευκολύνσεων» θα βρεθούν να χρωστούν περισσότερα απ” ό,τι πριν, καθώς και η επιδείνωση της θέσης των περίπου 40.000 νοικοκυριών που έχουν ήδη περιέλθει σε οικονομικό αδιέξοδο και έχουν προσφύγει στον Νόμο Κατσέλη.

Την ίδια στιγμή οι τράπεζες ευελπιστούν ότι με την αναθεώρηση του Νόμου Κατσέλη θα μπορούσαν να κερδίζουν έως και 500 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ ρυθμίζοντας μέσω του νέου νόμου ενυπόθηκα δάνεια ύψους μόλις 10-12 δισ. (λιγότερο από το 10% του συνόλου όπως εκτιμάται), θα μπορούν να συνεχίσουν να κρύβουν για καιρό ακόμη κάτω από το χαλί τούς σκελετούς των χορηγήσεων που γνωρίζουν ότι δεν θα μπορέσουν να εισπράξουν ποτέ.

Αυτό που δεν επιτυγχάνει, όμως, η κυβέρνηση με την παρέμβασή της στο θέμα των δανείων είναι να προστατεύσει από την υπερχρέωση και τις κοινωνικές της συνέπειες όλους εκείνους τους πολίτες των οποίων τα εισοδήματα ή η αξία της περιουσίας τους υποχώρησαν ή θα υποχωρήσουν τόσο ώστε να μην είναι δυνατή στο μέλλον η αποπληρωμή των οφειλών τους.

Στο πλαίσιο αυτό έχουν κατατεθεί προτάσεις πολύ πιο ρηξικέλευθες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την ευρύτερη αντιμετώπιση του προβλήματος. Μεταξύ αυτών:

- Να τεθεί μέγιστη περίοδος αποπληρωμής των μη εξασφαλισμένων πιστώσεων (καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες), ώστε εφόσον εξαντλούνται οι πραγματικές δυνατότητες αποπληρωμής από τους δανειολήπτες, ένα μέρος τους να διαγράφεται.

- Να αναπροσαρμοστούν τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια ώστε να αντικατοπτρίζουν την τρέχουσα αξία των ακινήτων που αγοράστηκαν με αυτά.

Σήμερα η αξία των ακινήτων έχει υποχωρήσει μέχρι και 40%, ενώ τα δάνεια παραμένουν στο ύψος τους και αντικρίζονται πλέον με υποθήκες μικρότερης αξίας.

- Να καθιερωθεί η αρχή της ευθύνης του δανειολήπτη μέχρι την εξασφάλιση που το ακίνητο πραγματικά προσφέρει στον δανεισμό που έλαβε για την αγορά του.

Πρακτικά δηλαδή να μπορεί να διαγραφεί το μέρος του χρέους που «περισσεύει» εφόσον ο δανειολήπτης πουλήσει το υποθηκευμένο ακίνητό του για να ξεπληρώσει το δάνειο.
 
Top