Τα αποτελέσματα, αυτά καθαυτά, των εκλογών της 6ης Μαΐου αλλά και οι μετέπειτα χειρισμοί των πολιτικών παρατάξεων, που οδήγησαν στην αδυναμία συνεργασιών για το σχηματισμό κυβέρνησης, ανέδειξαν ανάγλυφα κάποιες σημαντικές παθογένειες του πολιτικού μας συστήματος. Επιπλέον, και ίσως το σημαντικότερο, επιβεβαίωσαν  το κλείσιμο του κύκλου της μεταπολίτευσης στην πολιτική ζωή της πατρίδας μας. Ελπιδοφόρο; Θα δείξει.
      Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις σηματοδοτούν την άμεση ανάγκη αυτοαξιολόγησης και επαναπροσδιορισμού του ρόλου των βασικών κοινωνικών εταίρων. Και ένας τέτοιος κορυφαίος κοινωνικός εταίρος είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση στο σύνολό της. Όσοι από εμάς υπηρέτησαν ή υπηρετούν το χώρο της Αυτοδιοίκησης έχουμε χρέος να κάνουμε ανάλυση τηςμέχρι τώρα πορείας της.
     Χρειαζόμαστε μια ειλικρινή και σε βάθος θεώρηση των πραγμάτων, η οποία θα εμπεριέχει και μια θαρραλέα αυτοκριτική, απαλλαγμένη από αυταρέσκειες, ανασφάλειες και υποκρισίες. Μόνο έτσι έχουμε ελπίδες να προτείνουμε ρεαλιστικές και κοινωνικά χρήσιμες πολιτικές για το μέλλον.
       Σημαντικοί, αλλά όχι μοναδικοί, εξωγενείς παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά τη λειτουργία και την απόδοση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι η μέχρι σήμερα σοβαρή έλλειψη πόρων και ο σφιχτός εναγκαλισμός με τα κόμματα. Αυτό ισχύει για όλους τους χώρους και κυρίως για τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς.
      Σε σύγκριση με όλες τις ανεπτυγμένες Ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα έχουμε τη χαμηλότερη χρηματοδότηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εδώ και δεκαετίες, υπουργοί καιυπηρεσιακοί παράγοντεςΜανδαρίνοι υπουργείων, είναι εξαιρετικά,  και μερικές φορές ύποπτα, φιλικοί και γενναιόδωροι προς τους μεγαλοεργολάβους κατασκευαστές και τους προμηθευτές του Δημοσίου. Ταυτοχρόνως, είναι ασφυκτικά φειδωλοί στη χρηματοδότηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
       Ένας δεύτερος αρνητικός εξωγενής παράγοντας στη λειτουργία, αλλά και την κοινωνική αποδοχή της Αυτοδιοίκησης, είναι η μέχρι σήμερα στενή και απροκάλυπτη σχέση  μεταξύ Δημοτικών παρατάξεων και κομματικών μηχανισμών της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Σε μια επίδειξη προκλητικής υποκρισίας, έχουμε δει να ηγούνται δημοτικών παρατάξεων υψηλόβαθμα και προβεβλημένα κομματικά στελέχη, τα οποία μάλιστα, δήλωναν ανεξάρτητα από κομματικές επιρροές! Φτάσαμε στο σημείο να υπάρχουν κόμματα που στήριζαν ανοιχτά κομματικές δημοτικές παρατάξεις με ενιαίο όνομα σε όλους τους Δήμους της χώρας! Μια ολοκληρωτική αντίληψη για το ρόλο και τον τρόπο λειτουργίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που στρεβλώνει, και εν μέρει ακυρώνει, το ίδιο το νόημα αυτού του σπουδαίου θεσμού.

      Αρκούν οι εξωτερικοί αρνητικοί παράγοντες όπως η έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης για να ερμηνεύσουν όλα (και είναι αρκετά) τα κακώς κείμενα στο χώρο της Αυτοδιοίκησης;  Σίγουρα όχι. Και ούτε μπορούμε να αρνηθούμε ότι σε μερικές περιπτώσεις, η υποχρηματοδότηση έχει χρησιμοποιηθεί για να καλύψει προσωπικές αδυναμίες και ανεπάρκειες ή, ακόμα σοβαρότερο, για να καλύψει συστημικές αδυναμίες.
          Μια τέτοια σημαντική συστημική αδυναμία αποτελεί η ανυπαρξία διαλειτουργικότητας, δηλαδή η έλλειψη κοινών διαδικασιών και προδιαγραφών λειτουργίας των Δήμων. Εδώ και δεκαετίες, ο κάθε Δήμος αντιλαμβάνεται και εφαρμόζει κατά το δοκούν έννοιες που έχουν άμεση σχέση με την  εξυπηρέτηση, τη στήριξη, τη συμμετοχή, αλλά και τις υποχρεώσεις του πολίτη. Αυτό έχει ολέθριες επιπτώσεις τόσο στην ποιότητα και το κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών, όσο και στη δυνατότητα παροχής ολοκληρωμένων υπηρεσιών (‘υπηρεσίεςχωρίς ραφή’ είναι ο διεθνής επιστημονικός όρος) από την Αυτοδιοίκηση. Πώς να το κάνουμε; Ζούμε στην εποχή της εξειδικευμένης γνώσης και του ορθολογισμού, πώς να το κάνουμε;Ο τρόπος λειτουργίας ενός σύγχρονου δήμου δεν πρέπει να προσδιορίζεται ούτε από στιγμιαίες εμπνεύσεις της πολιτικής ηγεσίας, ούτε από τη λειτουργική αδράνεια και άρνηση προσαρμογής της υπαλληλικής μηχανής σε κάθε Οργανωτική εξέλιξη.
       Το πρόβλημα είναι ξεκάθαρο: Η Αυτοδιοίκηση δε μπορεί να αποτελεί μία Βαβέλ διαδικασιών, πρωτοβουλιών και ανταγωνιστικών διεκδικήσεων. Βεβαίως, οι τοπικές ιδιαιτερότητες απαιτούν να υπάρχει η δυνατότητα τοπικών επιλογών. Αυτή είναι βασική αρχή της Αυτοδιοίκησης. Αλλά ζούμε στην εποχή των δικτύων. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι η πλήρης- και κυρίως η άναρχη- λειτουργική αυτονόμηση, όχι μόνο δεν παρέχει ελευθερία επιλογών στις τοπικές κοινωνίες, αλλά αντιθέτως τις απομονώνει και τις μαραζώνει.
      Στο σημείο αυτό είναι κρίσιμο να συνειδητοποιήσουμε ότι  τα κορυφαία συλλογικά όργανα της Αυτοδιοίκησης πρέπει κατεπειγόντως  να προωθήσουν πολιτικές και μέτρα διαλειτουργικότητας στο χώρο της Αυτοδιοίκησης. Σε διαφορετική περίπτωση, το έργο ‘λειτουργικής αναβάθμισης’ θα το αναλάβουν η ‘αγορά’ και η Task Force του κυρίου Ραϊχενμπάχ, με αγοραίους κανόνες που δεν έχουν καμία σχέση με τοπικές κοινωνικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες.
       Με κανόνες και οδηγίες που εξυπηρετούν μεγαλοσυμφέροντα, θα υποχρεωθούν Δήμοι  και Περιφέρειες να προσαρμόσουν τη λειτουργία τους στις επιταγές και τα συμφέροντα των ‘αγορών’. Όπου νάναι, θα δούμε κάποιες άσχετες καλοντυμένες κυρίες από «Γραφεία» του Κολωνακίου να μας ‘αξιολογούν’  το προσωπικό και τους μηχανισμούς λειτουργίας. Ποιος θα φταίει;                
       Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει τα συλλογικά όργανα της Αυτοδιοίκησης να μπορέσουν να αντιληφθούν το μέγεθος των ευθυνών τους. Δήμος ή Περιφέρεια που δεν ανήκει σε ενιαίο και  ισχυρό διαλειτουργικό δίκτυο είναι έρμαιο των αετονύχηδων που θα υπάρχουν πάντοτε στους επιχειρηματικούς και πολιτικούς κύκλους. Να το διατυπώσουμε και διαφορετικά: Όσο τα συλλογικά όργανα της Αυτοδιοίκησης δεν θα κινούνται αποτελεσματικά για να εξασφαλίσουν δράσεις και διαδικασίες διαλειτουργικότητας , τόσο θα συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε την ανοηματική -και έντεχνα υποτιμητική- αναφορά σε βαθμούς και όχι δίκτυα της Αυτοδιοίκησης. Τι θα πει ‘α΄ βαθμός Αυτοδιοίκησης’; Έχουν βαθμούς οι θεσμοί;
     Ένας δεύτερος ενδογενής παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα είναι η αφόρητη εσωστρέφεια της θεματολογίας της. Δίνεται η εντύπωση ότι οι διοικητικοί μηχανισμοί Υπουργείων Δήμων και Περιφερειών υπάρχουν για να απασχολούν ο ένας τον άλλο! Αναζητήστε να βρείτε στοιχεία για το πόσοι πολίτες παρακολουθούν τις συνεδριάσεις των Δημοτικών Συμβουλίων. Θα διαπιστώσετε μηδαμινό κοινωνικό ενδιαφέρον. Σίγουρα δε φταίει μόνο η Αυτοδιοίκηση για αυτό, αλλά δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών. Αναζητήστε πόσο χρόνο αφιερώνουν τα σημαντικότερα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης  σε ημερίδες και ετήσια Συνέδρια των Συλλογικών Οργάνων της Αυτοδιοίκησηςείτε πρόκειται για Δήμους, είτε για Περιφέρειες: Μηδαμινό. Σίγουρα δε φταίει μόνο η Αυτοδιοίκηση για αυτό. Αλλά όταν λιγότερο από το 10% των θεμάτων που συζητάμε σε Συμβούλια και Συνέδρια αφορούν άμεσα τους πολίτες δεν πρέπει να απορούμε για την απαξίωση. Σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο για τη χώρα μας, η Τοπική Αυτοδιοίκηση μοιάζει να μη διαθέτει ούτε τα στελέχη, ούτε την  αναγκαία κοινωνική αναγνώριση και κύρος που θα την καθιστούσαν πηγή ελπίδας για τις ευρύτερες πολιτικοκοινωνικές διεργασίες.
        Βεβαίως, πολλές από τις παραπάνω σκέψεις αφορούν τόσο τους Δήμους όσο και τις Περιφέρειες. Με δεδομένο όμως ότι η αιρετή Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση έχει στην  ουσία μόλις λίγους μήνες που λειτουργεί, οι εκτεθείσες σκέψεις αφορούν – προς το παρόν- κυρίως σε Δήμους.
      Σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν απαλλάσσει τις Περιφέρειες από την πιεστική ανάγκη να αναλάβουν τις απαιτητικές ευθύνες που πηγάζουν από τον αναπτυξιακό τους ρόλο. Αυτή είναι η βασική τους αποστολή. Το ότι η διαχείριση της καθημερινότητας είναι σημαντική για τη ζωή του πολίτη δεν αναιρεί, αντιθέτως επιτείνει, την ανάγκη παραγωγής αναπτυξιακής πολιτικής.Και αυτό δεν είναι ούτε απλό ούτε εύκολο.       
       Τούτων ούτως εχόντων, θα ήταν πολύ χρήσιμο να εξετάσουμε την άμεση ανάγκη έκτακτων Συνεδρίων των Συλλογικών Οργάνων της Αυτοδιοίκησης με αποκλειστικό αντικείμενο την προσαρμογή και επικαιροποίηση των χαρακτηριστικών του θεσμού και σαφή επαναπροσδιορισμό του πολιτικού, κοινωνικού και αναπτυξιακού ρόλου της Αυτοδιοίκησης στο σύνολό της.


Στέφανος Γ. Χρήστου
Αντιπεριφερειάρχης Περιφερειακής Ενότητας Πειραιά
 
Top