Από τον Σταύρο Λιλόγλου
«Ηρθα, δάσκαλε, γιατί νιώθω τόσο ασήμαντος που δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα. Μου λένε ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι δεν κάνω τίποτα σωστά ότι είμαι αδέξιος και χαζός. Πως μπορώ να βελτιωθώ; Τι μπορώ να κάνω για να με εκτιμήσουν περισσότερο;»
Ο δάσκαλος, χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε:
«Πόσο λυπάμαι, αγόρι μου. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω γιατί πρώτα πρέπει να λύσω ένα δικό μου πρόβλημα. Μετά, ίσως…» και ύστερα από μια παύση συνέχισε: «Αν θέλεις να με βοηθήσεις εσύ, μπορεί να λύσω γρήγορα το πρόβλημα μου και μετά να μπορέσω να σε βοηθήσω.»
«Ε… μετά χαράς, δάσκαλε» είπε διστακτικά ο νεαρός, νιώθοντας ότι τον υποτιμούσαν γι’ άλλη μια φορά και μετέθεταν τις ανάγκες του.»
«Ωραία» συνέχισε ο δάσκαλος. Έβγαλε ένα δαχτυλίδι που φορούσε στο χέρι και το έδωσε στο αγόρι, λέγοντας: «Πάρε το άλογο, και τρέξε στην αγορά. Πρέπει να πουλήσω το δαχτυλίδι για να πληρώσω ένα χρέος. Είναι ανάγκη να πάρεις όσο περισσότερο χρήματα μπορείς γι’ αυτό. Και με κανέναν τρόπο μη δεχτείς λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί. Πήγαινε και έλα με το χρυσό φλουρί όσο πιο γρήγορα μπορείς.»
Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι κι έφυγε. Μόλις έφτασε στην αγορά άρχισε να προσφέρει το δαχτυλίδι στους εμπόρους που το κοιτούσαν με κάποιο ενδιαφέρον, ώσπου ο νεαρός έλεγε τι ζητούσε γι’ αυτό.
Όταν το παιδί έλεγε ‘ένα χρυσό φλουρί’ άλλοι γελούσαν, άλλοι του γυρνούσαν τις πλάτες και μόνο ένας γέροντας φάνηκε αρκέτα ευγενικός για να μπει στον κόπο να του εξηγήσει ότι ένα χρυσό φλουρί ήταν πάρα πολύ για ένα δαχτυλίδι. Θέλοντας να βοηθήσει, ένας του πρόσφερε ένα ασημένιο νόμισμα κι ένα μπακιρένιο τάσι, όμως, ο νεαρός είχε οδηγίες να μη δεχτεί λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί και έτσι απέρριψε την προσφορά.
Αφού προσπάθησε να πουλήσει σε όποιον συνάντησε στο δρόμο του – και σίγουρα θα ήταν πάνω από εκατό άτομα – παραδέχτηκε την αποτυχία του, καβαλησε το άλογο και γύρισε πίσω.
Πόσο θα ήθελε ο νεαρός να είχε ένα χρυσό φλουρί για να το δώσει στο δάσκαλος και να τον γλιτώσει από το πρόβλημα του. Έτσι, θα έπαιρνε κι αυτός τη συμβουλή και τη βοήθεια του δασκάλου.
Μπήκε μέσα στην κάμαρη. «Δάσκαλε, λυπάμαι. Είναι αδύνατο να τα καταφέρω. Ίσως να μπορούσα να πάρω δυο ή τρία ασημένια, όμως νομίζω ότι δεν μπορώ να γελάσω κανέναν για την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού.»
«Αυτό που είπες είναι πολύ σημαντικό, νεαρέ μου φίλε» απάντησε χαμογελαστός ο δάσκαλος. «Πρέπει πρώτα να μάθουμε την αληθινή αξία του δαχτυλιδιού. Καβαλησε πάλι το άλογο και πήγαινε στον κοσμηματοπώλη. Ποιος άλλος θα ξέρει καλυτέρα; Πες του ότι θέλεις να το πουλήσεις και ρώτησε τον πόσα μπορεί να πιάσει. Όμως, μην του το πουλήσεις όσα κι αν σου προσφέρει. Γύρισε πίσω με το δαχτυλίδι.»
Ο νεαρός καβαλησε κι έφυγε πάλι. Ο κοσμηματοπώλης εξέτασε το δαχτυλίδι στο φως του κεριού, το κοίταξε με το φακό, το ζύγισε και μετά είπε στο παιδί: «Πες στο δάσκαλο, αγόρι μου, ότι αν θέλει να το πουλήσει αμέσως, δεν μπορώ να του δώσω παραπάνω από πενήντα οχτώ χρυσά φλουριά για το δαχτυλίδι του.»
«Πενήντα οχτώ χρυσά;» φώναξε το παιδί.
«Ναι» απάντησε ο κοσμηματοπώλης. «Βέβαια, με λίγη υπομονή θα μπορούσε να βγάλουμε γύρω στα εβδομήντα χρυσά φλουριά, όμως, αν είναι επείγον…»
Ο νεαρός έτρεξε συγκινημενος στο σπίτι του δάσκαλου να του πει τα καθέκαστα.
«Κάθισε» του είπε ο δάσκαλος αφού τον άκουσε. «Είσαι κι εσύ σαν αυτό το δαχτυλίδι. Ένα πολύτιμο και μοναδικό κόσμημα. Και σαν τέτοιον, πρέπει να σ’ εκτιμήσει ένας Α Λ Η Θ Ι Ν Α Ε Ι Δ Ι Κ Ο Σ. Γιατί στη ζωή σου γυρίζεις εδώ κι εκεί ζητώντας να εκτιμήσει ο καθένας τη πραγματική σου αξία;»
Και μ’ αυτά τα λόγια, έβαλε πάλι το δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο του χεριού…
" Η αληθινή αξία του δαχτυλιδιού " είναι μια από τις πολλές ιστορίες που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι "Να σου πω μια ιστορία"