Την εβδομάδα που πέρασε, η κίνηση ευρωπαίων συμπολιτών μας να διαδηλώσουν την αλληλεγγύη τους, ως «κι εμείς Έλληνες», ταρακούνησε το θυμικό μας. Το άθλιο μοντέλο του «κακού ευρωπαίου» υπέστη ένα πλήγμα σε επίπεδο συναισθήματος, αφού κάποιοι εξ αυτών –τουλάχιστον- κατανοούν τα δεινά και τα αδιέξοδα μας… Κι ύστερα, άρχισε η πολιτικά κυνική αριθμητική: ήταν πολλοί άραγε; Ήταν Αριστεροί, μήπως; Ήταν φιλέλληνες, κατά τις επιταγές ενός στατικού Διαφωτισμού; Μήπως τα ελατήριά τους είχαν μια «κρυφή» ιδιοτέλεια, βλέποντας ότι οι τρέχουσες περιπέτειες μας είναι απλώς τα προεόρτια για τις επερχόμενες ανάλογες δικές τους; Η απάντηση στις διερωτήσεις αυτές, ορθή ή εσφαλμένη, σε κάθε μια ξεχωριστά ή σε κάθε συνδυασμό τους, είναι ότι είναι απολύτως άσχετες με το κορυφαίο διακύβευμα για εμάς τους ίδιους, καθώς τελείως άλλο είναι το κορυφαίο ερώτημα που μας προκαλεί: συμβολικά, οι «κι εμείς Έλληνες» ανά τον Κόσμο, επένδυσαν μουσικά τη δράση τους με τον ψυχικά διεγερτικό παλμό και ρυθμό του Ζορμπά… κι αυτό είναι το πρόβλημα μας! Η Ελλάς, Ζορμπάς!
Οι συμβολισμοί έχουν ένα πρόβλημα: γίνονται συχνά βορά στη συρρίκνωση της μνήμης σε έναν κοινό παρονομαστή, εκπίπτουν του σκοπού του δημιουργού τους μέσω της αδαούς μεταφοράς, υποκύπτουν στα δεσμά της συνταύτισης με τις προσωπικές αναγνώσεις, χάνουν το κύριο γνώρισμα τους: την αρχική καθολικότητα τους. Αλήθεια, ποιος πράγματι θυμάται το χορό του Ζορμπά ως σεβάσμια στάση ζωής κι αντίστασης απέναντι στην καταστροφή, στην ταινία του Κακογιάννη; Ποιος άραγε δεν τον συνταυτίζει με εικόνες μιας «καλοκαιρινής» κι αισιόδοξης Ελλάδας;
Όμως, παρά την ηλιόλουστη Μεσογειακότητα της, η Ελλάδα, ως πολιτισμός, ήταν πάντα «χειμερινή». Για την ακρίβεια έπαιζε με την αμφιλύκη, τις λεπτές αδιαπραγμάτευτες αποχρώσεις του φωτός στο μεταίχμιο ημέρας και νύχτας. Ο σεβαστός «Ζορμπάς» έκλεισε τον κύκλο του, μέσα από την κακοποίηση της δήθεν απόλυτης αξίας του, επειδή κυρίως επικάλυψε επιζημίως άλλες θεμελιώδεις «μορφές»: τον Προμηθέα, την Αντιγόνη ή τον Οδυσσέα…
Ο Προμηθέας μάς μίλησε για την αξία του τελεσφόρου αμαρτήματος, η Αντιγόνη για την επιλογή απέναντι στα αδιέξοδα της συνείδηση πολίτου κι ο Οδυσσέας για τη συνεχή εκκρεμότητα… Απέναντι σ’ αυτά, ο Ζορμπάς χόρεψε… με πόνο ψυχής.
Χρειαζόμαστε να ανακαλύψουμε εκ νέου τα ερωτήματα, κι όχι να υιοθετούμε τις/κάποιες απαντήσεις. Μέγα το δράμα: γιατί αυτό από το οποίο πάσχουμε είναι η διατύπωση των ερωτημάτων σήμερα, οι απαντήσεις πωλούνται με το κιλό, μέσω των ΜΜΕ, στο δημόσιο χώρο.
Χωρίς να μπορώ με συγκροτημένη επιχειρηματολογία να υποστηρίξω την «αλήθεια», μέσα στις αντιφάσεις και αμφιβολίες των καιρών, άρρητα πηγάζει: ποτέ πια Ζορμπάς, πάντα Οδυσσέας…
Ο κ. Ανδρέας Τρούμπης,είναι πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αιγαίου