Σε εκπομπή της γαλλικής τηλεόρασης στις 23 Απρίλίου 1982 έχει υπερασπιστεί δημοσίως την παιδοφιλία και τους παιδόφιλους ("Eίναι ωραίο να γδύνεται ένα 5χρονο κοριτσάκι. Aπίστευτα ερωτικό παιχνίδι" )
Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ και η επιβεβαίωση της «υπεροχής» του
Ο ηγέτης των ταραχών στο Παρίσι του 1968, Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, αντιμετώπισε προ μερικών ετών κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών.
Ο «Κόκκινος Ντάνι» δεν χρειάστηκε να επισκευθεί την Ταϊλάνδη. Στις αρχές της δεκαετίας του '70 είχε δουλέψει σε έναν εναλλακτικό παιδικό σταθμό (Kinderladen: ακριβής μετάφραση θα ήταν «Παιδομάγαζο». Πρόκειται για εναλλακτικούς παιδικούς σταθμούς που πρωτολειτούργησαν το 1968 σε μεγάλες γερμανικές πόλεις, όπως το Βερολίνο, η Φρανκφούρτη και η Στουτγάρδη. Εδιοικούντο από τους ίδιους τους γονείς και αντετίθεντο στα «αυταρχικά εκπαιδευτικά πρότυπα») και σ' αυτήν την περίοδο της ζωής του αναφέρεται στο βιβλίο του «Το μεγάλο παζάρι» που κυκλοφόρησε το 1975, αλλά εξαντλήθηκε χωρίς να ανανεωθεί η έκδοσή του. Η δημοσίευση αποσπασμάτων του βιβλίου από το γαλλικό περιοδικό «L'Express», κατόπιν υποδείξεως της Μπετίνα Ρελ (Bettina Rohl), κόρης της γνωστής τρομοκράτη του Κόκκινου Στρατού Ουλρίκε Μάινχοφ, στις αρχές του 2001 είχε ανοίξει έναν έντονο διάλογο ενώπιον της γαλλικής κοινής γνώμης, ο οποίος όμως ποτέ δεν συνεκίνησε τους «λειτουργούς» του δημοσιογραφικού επαγγέλματος στην χώρα μας, κι έτσι χρειάστηκε να περάσουν κάποια χρονάκια για να μάθουμε για τα κατορθώματά του.
Έγραφε, λοιπόν μεταξύ άλλων ο Κον-Μπεντίτ σ' αυτό του το βιβλίο:
Έγραφε, λοιπόν μεταξύ άλλων ο Κον-Μπεντίτ σ' αυτό του το βιβλίο:
«Από καιρό είχα όρεξη να δουλέψω σε ένα νηπιαγωγείο. [...] Ήταν για μένα μία φανταστική εμπειρία να δουλεύω με παιδιά ηλικίας από δύο έως πέντε ετών». Ο Ντάνι ήθελε οπωσδήποτε να γίνει αποδεκτός από τα παιδιά και έκανε τα πάντα ώστε «να αποκτήσουν μία εξάρτηση απ' αυτόν. [...] Το διαρκές φλερτ με όλα τα παιδιά πήρε σύντομα ερωτική τροπή. Μπορούσα κανονικά να νιώσω, πώς τα μικρά κοριτσάκια από την ηλικία των πέντε ετών είχαν ήδη μάθει να μου την πέφτουν. Δύσκολο να το πιστέψει κανείς. Τις περισσότερες φορές ήταν αφοπλιστικές. [...] Ήταν σαφές: Κάποια παιδιά είχαν δει αρκετές φορές του γονείς τους να πηδιούνται».
«Μου συνέβη αρκετές φορές, κάποια παιδιά να μου ανοίγουν το φερμουάρ και να αρχίζουν να με χαϊδεύουν. Ανάλογα με την περίπτωση αντιδρούσα και διαφορετικά, αλλά η επιθυμία τους με προβλημάτιζε. Τα ρωτούσα: 'Γιατί δεν παίζετε μεταξύ σας, γιατί διαλέγετε εμένα και όχι κάποια άλλα παιδιά;' Όμως, όταν επέμεναν, τα χάιδευα κι εγώ».
Στα τέλη Ιανουαρίου του 2001 ο...
φιλελεύθερος τέως Υπουργός Δικαιοσύνης και Εξωτερικών της Γερμανίας, Κλάους Κίνκελ, με μία ανοικτή επιστολή στην εφημερίδα «Berliner Zeitung» απαιτούσε από τον Κον-Μπεντίτ ένα σαφές ξεκαθάρισμα, ότι «κατά την επαφή του με τα παιδιά, δεν προέβη ποτέ σε αήθεις πράξεις». Στην απάντησή του στην ίδια εφημερίδα προς τον Κίνκελ λίγο αργότερα, ο Κον-Μπεντίτ εξηγούσε τότε, ότι εκείνη την εποχή «δεν είχε επίγνωση ότι υπήρχε πρόβλημα με αυτό», και ότι στα σχετικά εδάφια του βιβλίου του αναφέρεται «σε έναν αντικατοπτρισμό του εγώ του». Για τα γερμανικά ΜΜΕ το θέμα εθεωρήθη λήξαν. Στη Γαλλία όμως ο τηλεοπτικός σταθμός TF1 άνοιγε νέα συζήτηση: «Έχει ο Κον-Μπεντίτ ένα παιδόφιλο παρελθόν;» Ο συντηρητικός πολιτικός Φιλίπ ντε Βιλιέ αντιμετώπισε τον Κον-Μπεντίτ σε ένα τηλεοπτικό πάνελ στα τέλη Φεβρουαρίου του 2001, την ημέρα της δημοσιεύσεως των αποσπασμάτων του βιβλίου στο περιοδικό «L'Express» με νέες κατηγορίες: «Ο Κον Μπεντίτ και οι σύντροφοί του από τον Μάη του '68 χαίρουν μίας υπερβολικής ανοχής για υπερβάσεις κάθε είδους. Αυτοί που κάποτε ούρλιαζαν 'απαγορεύεται να απαγορεύεις' απαιτώντας την κατάργηση όλων των Ταμπού και εν τέλει της 'σεξουαλικής καταπίεσης', είναι ηθικοί υπεύθυνοι για διαστροφές και καταχρήσεις που διαπιστώνουμε σήμερα».
Για μια στιγμή ο «κόκκινος Ντάνι» έχασε το χρώμα του, ύστερα όμως ανέκτησε την συνήθη μεγαλοστομία του. Υπερασπίστηκε τον εαυτό του λέγοντας ότι είναι «ανοησία» να τον κατηγορεί κανείς για ασέλγεια σε παιδιά και παρέπεμψε τους συνομιλητές του σε παιδιά που είχε υπό την επιτήρησή του και στους γονείς τους. Σχετικά με τα γραφόμενα στο «Μεγάλο Παζάρι» δέχτηκε να συζητήσει. Τα παρατιθέμενα αποσπάσματα θα του ακούγονταν πλέον «ανήκουστα και κακογραμμένα». Μίλησε για μία «αβάσταχτη ελαφρότητα». Στις κατηγορίες του Ντε Βιλιέ απάντησε ότι το μόνο που θα παραδεχόταν είναι η τάση του στο να προκαλεί. Στην απαίτηση του Ντε Βιλιέ για παραίτηση απήντησε με ένα ξερό «Γιατί;». Πεισματικά δήλωνε: «Δεν θα σας αφήσω να με φάτε».
Ενοχές και αυτοκριτική
Στις 23 Φεβρουαρίου της ιδίας χρονιάς, την ώρα που τα παραπάνω αποσπάσματα άρχιζαν να αναδημοσιεύονται και σε άλλα έντυπα η αριστερή καθημερινή εφημερίδα «Liberation» δημοσίευε μία αξιόλογη αυτοκριτική. Στα χρόνια μετά το 1968, η «Liberation» υπήρξε το σημαντικότερο φερέφωνο της «σεξουαλικής επανάστασης». Γράφει, λοιπόν, ότι «θα ντρεπόταν κανείς σήμερα για κάποια φιλο-παιδεραστικά δημοσιεύματα: Το 1981 είχε δοθεί βήμα σε έναν ανώνυμο διαφθορέα παιδιών. Χωρίς καμμία δόση μεταμέλειας ή ντροπής περιέγραφε την διαρκή κακομεταχείριση μίας πεντάχρονης. 'Μούγκριζε όποτε ένιωθε την ηδονή'». Ο δημοσιογράφος της «Liberation» σχολίαζε τότε ότι «όποτε μιλάει για παιδιά, γυαλίζουν τα γκριζα μάτια του από τρυφερότητα». Σήμερα, την πνευματική συνενοχή συγκεκριμένων αριστερών κύκλων στην παιδεραστεία, την χαρακτηρίζει ο συντάκτης της Liberation «τρομακτική».
Το 1977 Γάλλοι διανοούμενοι έκαναν συλλογή υπογραφών για λογαριασμό τριών κατηγορουμένων για παιδεραστεία. Οι υπογράφουσες διασημότητες, μεταξύ των οποίων ο Μπερνάρ Κουσνέρ, γάλλος πολιτικός, γιατρός και ιδρυτής των «Γιατρών χωρίς Σύνορα» και «Γιατρών του Κόσμου», ο Αντρέ Γκλούκσμαν, Γαλλοεβραίος φιλόσοφος, υποστηρικτής της ανεξαρτησίας της Τσετσενίας, αλλά και της εισβολής στο Ιράκ, και ο κατοπινός Υπουργός Πολιτισμού Ζακ Λανγκ δεν έβλεπαν «κανένα έγκλημα», καθ' ότι τα κορίτσια «συμφωνούσαν» με τις εν λόγω πράξεις: «Όταν επιτρέπεται σε δεκατριάχρονες να παίρνουν αντισυλληπτικά, για ποιον λόγο αλήθεια γίνεται αυτό;» Και οι Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Μισέλ Φουκώ, Ρολάν Μπαρτ, Σιμόν ντε Μποβουάρ καιΖακ Ντεριντά λίγο μετά, με μία διακήρυξη κατά του νόμου για την κακομεταχείριση ανηλίκων ορθώνουν μέτωπο υπεράσπισης των παιδεραστών. Το «δικαίωμα του παιδιού και του ενήλικα, να διατηρούν σχέσεις με άτομα της επιλογής τους» θα έπρεπε να αναγνωρισθεί. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80 οι Πράσινοι της Γερμανίας απενοχοποιούσαν την σεξουαλική επαφή με παιδιά με το πρόσχημα ότι κάτι τέτοιο αποτελεί ινδιάνικο πρότυπο.
Πλέον η «Liberation» βρίσκει άλλοθι στην «μαζικά κεκτημένη ταχύτητα της εποχής». Ήταν ένας γενικός πυρετός. «Το να το κάνεις με ένα παιδί; Μία ελευθερία όπως όλες οι άλλες» έλεγαν τότε...
...Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ γεννήθηκε στη Γαλλία το 1944 από Γερμανοεβραίο πατέρα και Γαλλοεβραία μητέρα. Ηγήθηκε του κινήματος του Μαΐου του '68, όπου ανεπιτυχώς επεχείρησε να οδηγήσει ολόκληρη τη Γαλλία σε εμφύλιο πόλεμο, ενώ το 1976 ίδρυσε το περιοδικό Pflasterstrand. Ο αυτοαποκαλούμενος, αν και απωλέσας την γαλλική υπηκοότητα, διεθνής μπάσταρδος,το 1984 ενετάχθη στους Πρασίνους, των οποίων χρημάτισε δημοτικός σύμβουλος Φρανκφούρτης για θέματα πολυπολιτισμικότητος (τιμητική θέση) από το 1989 ως το 1997. Το 1994 εξελέγη Ευρωβουλευτής με τους Πρασίνους της Γερμανίας και το 1999 με τους Πρασίνους της Γαλλίας, έδρα που καταλαμβάνει μέχρι και σήμερα.
Από αυτό το πόστο την άνοιξη του 1999 απετέλεσε τον πιο φανατικό υποστηρικτή της συμμετοχής της Ε.Ε. στον βομβαρδισμό της Σερβίας από το ΝΑΤΟ. Πρόσφατα πρωταγωνίστησε ως υποστηρικτής της παραμονής των Γερμανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, ενώ συμμετείχε στο παρελθόν και στην απόφαση κατασκευής του Eurofighter. Το κόμμα που τον ανέδειξε, οι Πράσινοι, ανακοίνωσαν προ ενός μηνός ότι δεν θα είναι υποψήφιός τους στις Ευρωεκλογές του 2010, πιθανότατα λόγω της φιλοπόλεμης στάσεώς του, αλλά και της στενής του σχέσεως με άλλον έναν «συνεπή» φιλειρηνιστή αριστερό, τον Γιόσκα Φίσερ.
Στα τέλη Ιανουαρίου του 2001 ο...
φιλελεύθερος τέως Υπουργός Δικαιοσύνης και Εξωτερικών της Γερμανίας, Κλάους Κίνκελ, με μία ανοικτή επιστολή στην εφημερίδα «Berliner Zeitung» απαιτούσε από τον Κον-Μπεντίτ ένα σαφές ξεκαθάρισμα, ότι «κατά την επαφή του με τα παιδιά, δεν προέβη ποτέ σε αήθεις πράξεις». Στην απάντησή του στην ίδια εφημερίδα προς τον Κίνκελ λίγο αργότερα, ο Κον-Μπεντίτ εξηγούσε τότε, ότι εκείνη την εποχή «δεν είχε επίγνωση ότι υπήρχε πρόβλημα με αυτό», και ότι στα σχετικά εδάφια του βιβλίου του αναφέρεται «σε έναν αντικατοπτρισμό του εγώ του». Για τα γερμανικά ΜΜΕ το θέμα εθεωρήθη λήξαν. Στη Γαλλία όμως ο τηλεοπτικός σταθμός TF1 άνοιγε νέα συζήτηση: «Έχει ο Κον-Μπεντίτ ένα παιδόφιλο παρελθόν;» Ο συντηρητικός πολιτικός Φιλίπ ντε Βιλιέ αντιμετώπισε τον Κον-Μπεντίτ σε ένα τηλεοπτικό πάνελ στα τέλη Φεβρουαρίου του 2001, την ημέρα της δημοσιεύσεως των αποσπασμάτων του βιβλίου στο περιοδικό «L'Express» με νέες κατηγορίες: «Ο Κον Μπεντίτ και οι σύντροφοί του από τον Μάη του '68 χαίρουν μίας υπερβολικής ανοχής για υπερβάσεις κάθε είδους. Αυτοί που κάποτε ούρλιαζαν 'απαγορεύεται να απαγορεύεις' απαιτώντας την κατάργηση όλων των Ταμπού και εν τέλει της 'σεξουαλικής καταπίεσης', είναι ηθικοί υπεύθυνοι για διαστροφές και καταχρήσεις που διαπιστώνουμε σήμερα».
Για μια στιγμή ο «κόκκινος Ντάνι» έχασε το χρώμα του, ύστερα όμως ανέκτησε την συνήθη μεγαλοστομία του. Υπερασπίστηκε τον εαυτό του λέγοντας ότι είναι «ανοησία» να τον κατηγορεί κανείς για ασέλγεια σε παιδιά και παρέπεμψε τους συνομιλητές του σε παιδιά που είχε υπό την επιτήρησή του και στους γονείς τους. Σχετικά με τα γραφόμενα στο «Μεγάλο Παζάρι» δέχτηκε να συζητήσει. Τα παρατιθέμενα αποσπάσματα θα του ακούγονταν πλέον «ανήκουστα και κακογραμμένα». Μίλησε για μία «αβάσταχτη ελαφρότητα». Στις κατηγορίες του Ντε Βιλιέ απάντησε ότι το μόνο που θα παραδεχόταν είναι η τάση του στο να προκαλεί. Στην απαίτηση του Ντε Βιλιέ για παραίτηση απήντησε με ένα ξερό «Γιατί;». Πεισματικά δήλωνε: «Δεν θα σας αφήσω να με φάτε».
Ενοχές και αυτοκριτική
Στις 23 Φεβρουαρίου της ιδίας χρονιάς, την ώρα που τα παραπάνω αποσπάσματα άρχιζαν να αναδημοσιεύονται και σε άλλα έντυπα η αριστερή καθημερινή εφημερίδα «Liberation» δημοσίευε μία αξιόλογη αυτοκριτική. Στα χρόνια μετά το 1968, η «Liberation» υπήρξε το σημαντικότερο φερέφωνο της «σεξουαλικής επανάστασης». Γράφει, λοιπόν, ότι «θα ντρεπόταν κανείς σήμερα για κάποια φιλο-παιδεραστικά δημοσιεύματα: Το 1981 είχε δοθεί βήμα σε έναν ανώνυμο διαφθορέα παιδιών. Χωρίς καμμία δόση μεταμέλειας ή ντροπής περιέγραφε την διαρκή κακομεταχείριση μίας πεντάχρονης. 'Μούγκριζε όποτε ένιωθε την ηδονή'». Ο δημοσιογράφος της «Liberation» σχολίαζε τότε ότι «όποτε μιλάει για παιδιά, γυαλίζουν τα γκριζα μάτια του από τρυφερότητα». Σήμερα, την πνευματική συνενοχή συγκεκριμένων αριστερών κύκλων στην παιδεραστεία, την χαρακτηρίζει ο συντάκτης της Liberation «τρομακτική».
Το 1977 Γάλλοι διανοούμενοι έκαναν συλλογή υπογραφών για λογαριασμό τριών κατηγορουμένων για παιδεραστεία. Οι υπογράφουσες διασημότητες, μεταξύ των οποίων ο Μπερνάρ Κουσνέρ, γάλλος πολιτικός, γιατρός και ιδρυτής των «Γιατρών χωρίς Σύνορα» και «Γιατρών του Κόσμου», ο Αντρέ Γκλούκσμαν, Γαλλοεβραίος φιλόσοφος, υποστηρικτής της ανεξαρτησίας της Τσετσενίας, αλλά και της εισβολής στο Ιράκ, και ο κατοπινός Υπουργός Πολιτισμού Ζακ Λανγκ δεν έβλεπαν «κανένα έγκλημα», καθ' ότι τα κορίτσια «συμφωνούσαν» με τις εν λόγω πράξεις: «Όταν επιτρέπεται σε δεκατριάχρονες να παίρνουν αντισυλληπτικά, για ποιον λόγο αλήθεια γίνεται αυτό;» Και οι Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Μισέλ Φουκώ, Ρολάν Μπαρτ, Σιμόν ντε Μποβουάρ καιΖακ Ντεριντά λίγο μετά, με μία διακήρυξη κατά του νόμου για την κακομεταχείριση ανηλίκων ορθώνουν μέτωπο υπεράσπισης των παιδεραστών. Το «δικαίωμα του παιδιού και του ενήλικα, να διατηρούν σχέσεις με άτομα της επιλογής τους» θα έπρεπε να αναγνωρισθεί. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80 οι Πράσινοι της Γερμανίας απενοχοποιούσαν την σεξουαλική επαφή με παιδιά με το πρόσχημα ότι κάτι τέτοιο αποτελεί ινδιάνικο πρότυπο.
Πλέον η «Liberation» βρίσκει άλλοθι στην «μαζικά κεκτημένη ταχύτητα της εποχής». Ήταν ένας γενικός πυρετός. «Το να το κάνεις με ένα παιδί; Μία ελευθερία όπως όλες οι άλλες» έλεγαν τότε...
...Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ γεννήθηκε στη Γαλλία το 1944 από Γερμανοεβραίο πατέρα και Γαλλοεβραία μητέρα. Ηγήθηκε του κινήματος του Μαΐου του '68, όπου ανεπιτυχώς επεχείρησε να οδηγήσει ολόκληρη τη Γαλλία σε εμφύλιο πόλεμο, ενώ το 1976 ίδρυσε το περιοδικό Pflasterstrand. Ο αυτοαποκαλούμενος, αν και απωλέσας την γαλλική υπηκοότητα, διεθνής μπάσταρδος,το 1984 ενετάχθη στους Πρασίνους, των οποίων χρημάτισε δημοτικός σύμβουλος Φρανκφούρτης για θέματα πολυπολιτισμικότητος (τιμητική θέση) από το 1989 ως το 1997. Το 1994 εξελέγη Ευρωβουλευτής με τους Πρασίνους της Γερμανίας και το 1999 με τους Πρασίνους της Γαλλίας, έδρα που καταλαμβάνει μέχρι και σήμερα.
Από αυτό το πόστο την άνοιξη του 1999 απετέλεσε τον πιο φανατικό υποστηρικτή της συμμετοχής της Ε.Ε. στον βομβαρδισμό της Σερβίας από το ΝΑΤΟ. Πρόσφατα πρωταγωνίστησε ως υποστηρικτής της παραμονής των Γερμανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, ενώ συμμετείχε στο παρελθόν και στην απόφαση κατασκευής του Eurofighter. Το κόμμα που τον ανέδειξε, οι Πράσινοι, ανακοίνωσαν προ ενός μηνός ότι δεν θα είναι υποψήφιός τους στις Ευρωεκλογές του 2010, πιθανότατα λόγω της φιλοπόλεμης στάσεώς του, αλλά και της στενής του σχέσεως με άλλον έναν «συνεπή» φιλειρηνιστή αριστερό, τον Γιόσκα Φίσερ.