Σειρά «ανεφάρμοστων και πρόδηλα αντισυνταγματικών διατάξεων» εντοπίζει – πέραν των ενδοκυβερνητικών διαφωνιών – και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, καθώς πρόκειται για διατάξεις που δυσχεραίνουν την προσφυγή στην Δικαιοσύνη των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών, δημιουργούν πρόσθετες καθυστερήσεις στην απονομή της, ενώ παρεμποδίζουν βασικά και συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών και διευκολύνουν ή επιβραβεύουν φαινόμενα ανομίας.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών παραθέτει μάλιστα «ορισμένες από τις προβληματικές ρυθμίσεις», που βρίσκονται, όπως υποστηρίζει «σε πλήρη αντίθεση με βασικότατες παραδοχές του δικαιικού μας πολιτισμού και συστήματος» και οι οποίες είναι οι εξής:
«Καθιέρωση τόκων επιδικίας και υψηλών παραβόλων για την άσκηση ενδίκων μέσων, μετάθεση υλικών αρμοδιοτήτων από τα Μονομελή Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία, η οποία δεν εξαλείφει τη συσσώρευση ύλης αλλά απλά τη μεταθέτει ανακυκλώνοντας το πρόβλημα, δυνατότητα αναβολής έκδοσης απόφασης και παραπομπής στο θεσμό της διαμεσολάβησης,..
επιβολή δικαστικής δαπάνης σε βάρος του διαδίκου που θα κριθεί (ασαφές το με ποια κριτήρια) ότι καθυστερεί με τη δικονομική του συμπεριφορά την απονομή Δικαιοσύνης, καθιέρωση Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων, διαδικασία σε συμβούλιο για την αποδοχή ενδίκων μέσων και βοηθημάτων, μετατροπή σε πταίσματα σοβαρών ποινικών αδικημάτων».
Από την πλευρά του ο υπουργός Δικαιοσύνης Μ. Παπαϊωάννου, αναφέρθηκε στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου σε στατιστικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η σημερινή πραγματικότητα στον τομέα της Δικαιοσύνης «δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του Έλληνα συνταγματικού νομοθέτη, ούτε στις προσδοκίες του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού».
Συγκεκριμένα, όπως ανέφερε ενδεικτικά ο υπουργός Δικαιοσύνης κατά την παρουσίαση του πολυνομοσχεδίου για «τη δίκαιη δίκη και την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας», από το 1997 μέχρι σήμερα, η χώρα μας έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε 360 υποθέσεις για υπερβολικές καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, από όλα τα δικαστήρια, πολιτικά, ποινικά και διοικητικά.
Υπάρχει μάλιστα υπόθεση για την οποία καταδικάστηκε η χώρα μας, γιατί καθυστέρησε η έκδοση απόφασης 27 ολόκληρα χρόνια. Μέχρι σήμερα, πρόσθεσε ο υπουργός, η χώρα έχει καταβάλει 8.420.822 ευρώ για χρηματικές αποζημιώσεις και ηθική ικανοποίηση με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Παράλληλα, η Ελλάδα κατέχει το θλιβερό προνόμιο να είναι τέταρτη κατά σειρά μεταξύ των 47 κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης που συστηματικά και κατ' επανάληψη παραβιάζει τον εύλογο χρόνο στην απονομή της Δικαιοσύνης.
«Δραματική», όπως υπογράμμισε ο κ. Παπαϊωάννου είναι και η κατάσταση αναφορικά με προσδιορισμό των νέων υποθέσεων (καθορισμός δικασίμων). Ειδικότερα, στο Πρωτοδικείο Αθηνών στα ασφαλιστικά μέτρα χορηγείται δικάσιμος για τον Ιούνιο του 2012, στις μισθωτικές διαφορές για τον Οκτώβριο του 2013, στις εργατικές διαφορές για τον Ιούνιο του 2014, στην τακτική διαδικασία για τον Οκτώβριο του 2015, στα συναινετικά διαζύγια για τον Ιανουάριο του 2013, στις εμπορικές διαφορές για τον Φεβρουάριο του 2015 και στις διατροφές για τον Ιανουάριο του 2013.
Ο υπουργός τόνισε ότι η Δικαιοσύνη είναι «σε βαθιά κρίση», επισημαίνοντας ότι «στη χώρα μας δεν έχουμε καθυστερήσεις, αλλά αρνησιδικία», η οποία επιδεινώνεται και «συμβάλλει αποφασιστικά στην επικράτηση πολύμορφης ανομίας και ατιμωρησίας».
Ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος χαρακτήρισε τον εκσυγχρονισμό του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης βασική προτεραιότητα στο πλαίσιο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Όπως ανέφερε, η βελτίωση της λειτουργίας του δικαστικού συστήματος έχει μεγάλη σημασία, όχι μόνο για την εμπέδωση του αισθήματος δικαίου στην κοινωνία, αλλά και για την ορθή και δίκαιη λειτουργία της αγοράς και της οικονομίας.
«Πιστεύω ότι ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό δικαιοδοτικό σύστημα και ένα εύρυθμο και λειτουργικό δικαστικό πρότυπο θα ενθαρρύνουν τις ιδιωτικές επενδύσεις και την οικονομική δραστηριότητα. Αν βελτιωθεί το δικαιοδοτικό σύστημα που σήμερα υπάρχει, αυτό θα δώσει ευκαιρίες σε νέους επιχειρηματίες, θα συντελέσει στην καταπολέμηση της διαφθοράς, θα αμβλύνει τις ανισότητες και γενικότερα θα διευκολύνει τη λειτουργία της οικονομίας», κατέληξε.