Η Ελλάδα, δύο χρόνια μετά τη συμφωνία του μνημονίου βρίσκεται σήμερα πιο κοντά στη χρεοκοπία παρά ποτέ, ενώ την ίδια στιγμή έχει παγώσει κυριολεκτικά κάθε οικονομική πρωτοβουλία. Είναι προφανείς τόσο οι ευθύνες της κυβέρνησης, που επί μήνες δεν έκανε αυτό που έπρεπε και κωλυσιεργούσε, όσο και της αντιπολίτευσης, που υπονόμευσε με κάθε δυνατό τρόπο τη δημοσιονομική προσπάθεια και τις διαρθρωτικές αλλαγές. Για όσα συνέβησαν έχει όμως σοβαρές ευθύνες και η τρόικα. Τόσο έναντι των Ευρωπαίων (κυρίως), φορολογουμένων, τα χρήματα των οποίων διαχειρίζεται, όσο και έναντι εκείνων των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι ήλπισαν ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης απαλλαγής της χώρας από ένα κρατικοδίαιτο, φαύλο και διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας. Ένα σύστημα εξουσίας το οποίο γιγαντώθηκε με...
τα χρήματα της Ευρώπης και περιθωριοποίησε τις υγιείς και παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, σε κάθε τομέα της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής, την τελευταία τριακονταετία.
Ποια ήταν τα κυριότερα λάθη της τρόικας;
Στο οικονομικό επίπεδο τα θεμελιώδη λάθη του προγράμματος ήταν η διάρκειά του, η αναλογία φόρων και δαπανών και η χρησιμοποίηση των χρημάτων των Ευρωπαίων για κατανάλωση αντί για επενδύσεις. Η θεωρία ότι το έλλειμμα ήταν τόσο μεγάλο ώστε θα έπρεπε να περικοπεί εντός μιας τετραετίας, μετέτρεψε το πρόγραμμα σε ένα κινέζικο βασανιστήριο, που πολλαπλασίασε την αβεβαιότητα και αύξησε στο ενδιάμεσο δραματικά το δημόσιο χρέος, καθιστώντας το τελείως ανεξέλεγκτο. Από πού κι ως πού η χρεοκοπημένη Ελλάδα θα μπορούσε να δικαιολογήσει πρωτογενές έλλειμμα για νέες καταναλωτικές δαπάνες του κράτους ύψους σχεδόν 20 δισ. το 2010 και το 2011; Και με δεδομένο ότι ο κεντρικός στόχος του προγράμματος ήταν η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, γιατί έπρεπε να τεθεί ο στόχος να συμβεί αυτό το 2012 και όχι το 2010; Σε μια χώρα που είχε το χαμηλότερο ύψος επενδύσεων σε όλη τη Νότια Ευρώπη (30% κάτω από την Ιταλία και την Ισπανία ως ποσοστό του ΑΕΠ) και το μεγαλύτερο ποσοστό υπερκατανάλωσης, η τρόικα αντί να χρηματοδοτήσει νέες επενδύσεις, χρηματοδότησε τη συνέχιση της δημόσιας κατανάλωσης.
Ταυτόχρονα –παρά το γεγονός ότι και η ίδια η τρόικα διακήρυσσε ότι προτεραιότητα στη μείωση του ελλείμματος έχει η περικοπή των δαπανών και όχι η αύξηση των φόρων– αποδέχθηκε την αντίθετη πολιτική την οποία ακολούθησε η κυβέρνηση. Οι συνεχείς αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών, με δεδομένο τον διεφθαρμένο φοροεισπρακτικό μηχανισμό και την εκτεταμένη κοινωνική αποδοχή της φοροδιαφυγής, στραγγάλισε την ιδιωτική παραγωγική οικονομία, κατέστησε τους συστηματικούς φοροφυγάδες οικονομικά ανταγωνιστικούς και λειτούργησε εις βάρος των πιο παραγωγικών και ανταγωνιστικών επιχειρήσεων.
Τέλος, παράλογο από οικονομικής πλευράς και εξαιρετικά επιπόλαιο είναι και το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων που προωθείται. Ένα πρόγραμμα με εξωπραγματικά προσδοκώμενα έσοδα, εξωπραγματικούς χρόνους υλοποίησης, για το οποίο δεν έχει υπάρξει καμία σοβαρή προετοιμασία. Κανείς δεν ξέρει ή δεν μπορεί να δικαιολογήσει από πού θα προέλθουν τα περίφημα 50 δισ., αφού κανείς δεν έχει αναζητήσει ενδεικτικές έστω τιμές αγοράς για τα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου που εισφέρονται στο πρόγραμμα.Πρόκειται για ευχολόγιο, που έχει ως στόχο απλώς να ξεγελάσει τις αγορές και να κερδίσει χρόνο.
Τα σοβαρότερα λάθη εντούτοις της τρόικας αφορούν την πλήρη αδυναμία της να κατανοήσει την πολιτική και κοινωνική διάσταση του εγχειρήματος που ανέλαβε. Παρά το γεγονός ότι στο ίδιο το αρχικό μνημόνιο αναγράφεται ότι «η κυβέρνηση δεσμεύεται σε δίκαιη κατανομή του κόστους προσαρμογής», η τρόικα ανέχθηκε την βαθιά άδικη κατανομή που είχε ως στόχο τη διατήρηση των προνομίων του πολιτικού και κομματικού συστήματος εξουσίας και την προστασία των φαύλων και διεφθαρμένων πελατειακών σχέσεων που είχε αναπτύξει τις τελευταίες δεκαετίες. Οι επιχειρήσεις στραγγαλίστηκαν από πλευράς ρευστότητας από τις τράπεζες (που εξαρτώνται απόλυτα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην οποία χρωστούν σχεδόν 100 δισεκατομμύρια), όμως οι ισχυροί του συστήματος, κόμματα, συγκεκριμένα ΜΜΕ κ.λπ.), συνέχισαν να δανειοδοτούνται με τρόπο που παραβιάζει κάθε τραπεζικό κριτήριο. Με πιο προκλητική την περίπτωση των κομμάτων ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, που χρωστούν πάνω από 250 εκατομμύρια ευρώ, με μοναδικό ενέχυρο την κρατική χρηματοδότηση για περίοδο πολύ μετά τη λήξη της θητείας της παρούσας Βουλής. Αντί η τρόικα και η ΕΚΤ να ξεκινήσουν τη λιτότητα και την εφαρμογή σοβαρών κριτηρίων δανεισμού από τα κόμματα που μας οδήγησαν εδώ, τα άφησαν στο απυρόβλητο.
Επίσης αποδέχθηκαν την επιλογή της κυβέρνησης να προστατεύσει τους υπαλλήλους του δημοσίου τομέα, μεγάλο μέρος των οποίων έχει διοριστεί αναξιοκρατικά, με πλάγια μέσα, εις βάρος των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Έτσι ενώ όλοι δέχονται ότι ο ελληνικός δημόσιος τομέας είναι υπερτροφικός και με πολύ χαμηλή παραγωγικότητα η τρόικα επέτρεψε να συνεχιστούν οι διορισμοί στο Δημόσιο, την ώρα που εκατοντάδες χιλιάδες απασχολούμενοι στον ιδιωτικό τομέα οδηγούνταν και οδηγούνται στην ανεργία, λόγω της διατήρησης υψηλών δημοσίων ελλειμμάτων.
Αντίστοιχα υπέρ των προνομιούχων του Δημοσίου και του κομματικού συστήματος λειτούργησε η τρόικα σε ό,τι αφορά τις συντάξεις. Θεωρητικά το συνταξιοδοτικό είχε ως στόχο να αυξήσει τα όρια συνταξιοδότησης, ιδίως για τους προνομιούχους των ΔΕΚΟ και των άλλων συντεχνιών. Στην πράξη όμως, ενώ αυτό θεσμοθετήθηκε μεσο-μακροπρόθεσμα, αφέθηκαν ορθάνοιχτα πορτοπαράθυρα πρόωρης συνταξιοδότησης, τα οποία μάλιστα επιδοτήθηκαν με πρόσθετα προνόμια –με αποτέλεσμα να βγουν δεκάδες χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι στη σύνταξη στα πενήντα τους με τα αντίστοιχα εφάπαξ (μαζί τους και δημοσιογραφική συντεχνία της οποίας το αγγελιόσημο διατηρείται αλώβητο)–, προνόμια που ούτε ονειρεύονται οι υπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα που συνταξιοδοτούνται στα 65 αφού έχουν πληρώσει τεράστιες εισφορές στο ΙΚΑ. Κι όλα αυτά εις υγείαν της τρόικας.
Στο πολιτικό μέρος τώρα, η τρόικα θεώρησε ότι οι δραστηριότητές της ήταν καθαρά τεχνοκρατικές και όχι πολιτικές. Στην πραγματικότητα όμως λειτούργησε πολιτικά εις βάρος των υποστηρικτών των μεταρρυθμίσεων και προς όφελος των χειρότερων αντιπάλων τους. Χαρακτηριστική είναι η συμπεριφορά της έναντι του Α. Σαμαρά, ο οποίος από την αρχή της υπόθεσης επιτέθηκε με κάθε τρόπο στο μνημόνιο και προσπάθησε να πείσει ότι μπορεί να εφαρμόσει εναλλακτική πολιτική με πρόσθετα χρήματα που θα πάρει επαναδιαπραγματευόμενος με την τρόικα. Η τρόικα, ενώ εξέτασε το σχετικό σχέδιο και το βρήκε παντελώς ανεφάρμοστο, ουδέποτε ενημέρωσε με σαφήνεια τον ελληνικό λαό για το περιεχόμενό του. Την ώρα που συναντά τακτικά τον Α. Σαμαρά και το επιτελείο του προσπαθώντας να επιδιώξει «συναίνεση», προσφέροντάς του επικοινωνιακούς πόντους και κύρος, δεν ενημερώνει τον ελληνικό λαό για τις πιθανότητες εφαρμογής των ανεδαφικών συνταγών του, εντείνοντας τη σύγχυση και την πολιτική αβεβαιότητα και υπονομεύοντας πολιτικά τους υποστηρικτές των μεταρρυθμίσεων. Τόσο τους ελάχιστους που έχουν απομείνει εντός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όσο και εκείνους που βρίσκονται στην κυβέρνηση ή στο ευρύτερο πολιτικό φάσμα.
Πώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει αυτές τις συμπεριφορές; Ασφαλώς δεν πρόκειται για κακή πρόθεση. Οι Ευρωπαίοι και άλλοι αρμόδιοι δεν έχουν λόγο να αποτύχει το πρόγραμμα. Για να ερμηνεύσει κανείς τη συμπεριφορά τους θα πρέπει να αναζητήσει ψυχολογικές και θεσμολαγνικές ερμηνείες. Λίγο η γαλατική ευγένεια και η βορειοευρωπαϊκή αυτοσυγκράτηση, λίγο η δημοσιοϋπαλληλική ευθυνοφοβία, λίγο οι κανόνες περί ownership του προγράμματος, που προωθεί το ΔΝΤ (ότι πρέπει δηλαδή όσοι εφαρμόζουν το πρόγραμμα να αισθάνονται ότι είναι «δικό τους»). Κυρίως όμως η αδυναμία τους να αντιληφθούν πώς πράγματι λειτουργεί το ελληνικό πολιτικό σύστημα και η αφέλειά τους να νομίζουν ότι το σύστημα εξουσίας της Ελλάδας θα θελήσει να εφαρμόσει το πρόγραμμα για να σωθεί η χώρα, την ώρα που οι παίκτες στο σύστημα αυτό αναζητούν τρόπους να σώσουν ο καθένας τον εαυτό του, αδιαφορώντας για τις ευρύτερες επιπτώσεις. Έτσι η τρόικα αντί να συμμαχήσει με τον ελληνικό λαό, την ώρα που του προσφέρει τεράστια ποσά βοήθειας, κατέληξε να βλάπτει όσους θα έπρεπε να τη στηρίζουν, να υπονομεύει τους φίλους των μεταρρυθμίσεων και να βοηθά τους αντιπάλους τους. Τόσο που να αναρωτιέται κανείς αν έχουμε τελικά και την τρόικα που μας αξίζει!
τα χρήματα της Ευρώπης και περιθωριοποίησε τις υγιείς και παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, σε κάθε τομέα της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής, την τελευταία τριακονταετία.
Ποια ήταν τα κυριότερα λάθη της τρόικας;
Στο οικονομικό επίπεδο τα θεμελιώδη λάθη του προγράμματος ήταν η διάρκειά του, η αναλογία φόρων και δαπανών και η χρησιμοποίηση των χρημάτων των Ευρωπαίων για κατανάλωση αντί για επενδύσεις. Η θεωρία ότι το έλλειμμα ήταν τόσο μεγάλο ώστε θα έπρεπε να περικοπεί εντός μιας τετραετίας, μετέτρεψε το πρόγραμμα σε ένα κινέζικο βασανιστήριο, που πολλαπλασίασε την αβεβαιότητα και αύξησε στο ενδιάμεσο δραματικά το δημόσιο χρέος, καθιστώντας το τελείως ανεξέλεγκτο. Από πού κι ως πού η χρεοκοπημένη Ελλάδα θα μπορούσε να δικαιολογήσει πρωτογενές έλλειμμα για νέες καταναλωτικές δαπάνες του κράτους ύψους σχεδόν 20 δισ. το 2010 και το 2011; Και με δεδομένο ότι ο κεντρικός στόχος του προγράμματος ήταν η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, γιατί έπρεπε να τεθεί ο στόχος να συμβεί αυτό το 2012 και όχι το 2010; Σε μια χώρα που είχε το χαμηλότερο ύψος επενδύσεων σε όλη τη Νότια Ευρώπη (30% κάτω από την Ιταλία και την Ισπανία ως ποσοστό του ΑΕΠ) και το μεγαλύτερο ποσοστό υπερκατανάλωσης, η τρόικα αντί να χρηματοδοτήσει νέες επενδύσεις, χρηματοδότησε τη συνέχιση της δημόσιας κατανάλωσης.
Ταυτόχρονα –παρά το γεγονός ότι και η ίδια η τρόικα διακήρυσσε ότι προτεραιότητα στη μείωση του ελλείμματος έχει η περικοπή των δαπανών και όχι η αύξηση των φόρων– αποδέχθηκε την αντίθετη πολιτική την οποία ακολούθησε η κυβέρνηση. Οι συνεχείς αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών, με δεδομένο τον διεφθαρμένο φοροεισπρακτικό μηχανισμό και την εκτεταμένη κοινωνική αποδοχή της φοροδιαφυγής, στραγγάλισε την ιδιωτική παραγωγική οικονομία, κατέστησε τους συστηματικούς φοροφυγάδες οικονομικά ανταγωνιστικούς και λειτούργησε εις βάρος των πιο παραγωγικών και ανταγωνιστικών επιχειρήσεων.
Τέλος, παράλογο από οικονομικής πλευράς και εξαιρετικά επιπόλαιο είναι και το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων που προωθείται. Ένα πρόγραμμα με εξωπραγματικά προσδοκώμενα έσοδα, εξωπραγματικούς χρόνους υλοποίησης, για το οποίο δεν έχει υπάρξει καμία σοβαρή προετοιμασία. Κανείς δεν ξέρει ή δεν μπορεί να δικαιολογήσει από πού θα προέλθουν τα περίφημα 50 δισ., αφού κανείς δεν έχει αναζητήσει ενδεικτικές έστω τιμές αγοράς για τα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου που εισφέρονται στο πρόγραμμα.Πρόκειται για ευχολόγιο, που έχει ως στόχο απλώς να ξεγελάσει τις αγορές και να κερδίσει χρόνο.
Τα σοβαρότερα λάθη εντούτοις της τρόικας αφορούν την πλήρη αδυναμία της να κατανοήσει την πολιτική και κοινωνική διάσταση του εγχειρήματος που ανέλαβε. Παρά το γεγονός ότι στο ίδιο το αρχικό μνημόνιο αναγράφεται ότι «η κυβέρνηση δεσμεύεται σε δίκαιη κατανομή του κόστους προσαρμογής», η τρόικα ανέχθηκε την βαθιά άδικη κατανομή που είχε ως στόχο τη διατήρηση των προνομίων του πολιτικού και κομματικού συστήματος εξουσίας και την προστασία των φαύλων και διεφθαρμένων πελατειακών σχέσεων που είχε αναπτύξει τις τελευταίες δεκαετίες. Οι επιχειρήσεις στραγγαλίστηκαν από πλευράς ρευστότητας από τις τράπεζες (που εξαρτώνται απόλυτα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην οποία χρωστούν σχεδόν 100 δισεκατομμύρια), όμως οι ισχυροί του συστήματος, κόμματα, συγκεκριμένα ΜΜΕ κ.λπ.), συνέχισαν να δανειοδοτούνται με τρόπο που παραβιάζει κάθε τραπεζικό κριτήριο. Με πιο προκλητική την περίπτωση των κομμάτων ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, που χρωστούν πάνω από 250 εκατομμύρια ευρώ, με μοναδικό ενέχυρο την κρατική χρηματοδότηση για περίοδο πολύ μετά τη λήξη της θητείας της παρούσας Βουλής. Αντί η τρόικα και η ΕΚΤ να ξεκινήσουν τη λιτότητα και την εφαρμογή σοβαρών κριτηρίων δανεισμού από τα κόμματα που μας οδήγησαν εδώ, τα άφησαν στο απυρόβλητο.
Επίσης αποδέχθηκαν την επιλογή της κυβέρνησης να προστατεύσει τους υπαλλήλους του δημοσίου τομέα, μεγάλο μέρος των οποίων έχει διοριστεί αναξιοκρατικά, με πλάγια μέσα, εις βάρος των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Έτσι ενώ όλοι δέχονται ότι ο ελληνικός δημόσιος τομέας είναι υπερτροφικός και με πολύ χαμηλή παραγωγικότητα η τρόικα επέτρεψε να συνεχιστούν οι διορισμοί στο Δημόσιο, την ώρα που εκατοντάδες χιλιάδες απασχολούμενοι στον ιδιωτικό τομέα οδηγούνταν και οδηγούνται στην ανεργία, λόγω της διατήρησης υψηλών δημοσίων ελλειμμάτων.
Αντίστοιχα υπέρ των προνομιούχων του Δημοσίου και του κομματικού συστήματος λειτούργησε η τρόικα σε ό,τι αφορά τις συντάξεις. Θεωρητικά το συνταξιοδοτικό είχε ως στόχο να αυξήσει τα όρια συνταξιοδότησης, ιδίως για τους προνομιούχους των ΔΕΚΟ και των άλλων συντεχνιών. Στην πράξη όμως, ενώ αυτό θεσμοθετήθηκε μεσο-μακροπρόθεσμα, αφέθηκαν ορθάνοιχτα πορτοπαράθυρα πρόωρης συνταξιοδότησης, τα οποία μάλιστα επιδοτήθηκαν με πρόσθετα προνόμια –με αποτέλεσμα να βγουν δεκάδες χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι στη σύνταξη στα πενήντα τους με τα αντίστοιχα εφάπαξ (μαζί τους και δημοσιογραφική συντεχνία της οποίας το αγγελιόσημο διατηρείται αλώβητο)–, προνόμια που ούτε ονειρεύονται οι υπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα που συνταξιοδοτούνται στα 65 αφού έχουν πληρώσει τεράστιες εισφορές στο ΙΚΑ. Κι όλα αυτά εις υγείαν της τρόικας.
Στο πολιτικό μέρος τώρα, η τρόικα θεώρησε ότι οι δραστηριότητές της ήταν καθαρά τεχνοκρατικές και όχι πολιτικές. Στην πραγματικότητα όμως λειτούργησε πολιτικά εις βάρος των υποστηρικτών των μεταρρυθμίσεων και προς όφελος των χειρότερων αντιπάλων τους. Χαρακτηριστική είναι η συμπεριφορά της έναντι του Α. Σαμαρά, ο οποίος από την αρχή της υπόθεσης επιτέθηκε με κάθε τρόπο στο μνημόνιο και προσπάθησε να πείσει ότι μπορεί να εφαρμόσει εναλλακτική πολιτική με πρόσθετα χρήματα που θα πάρει επαναδιαπραγματευόμενος με την τρόικα. Η τρόικα, ενώ εξέτασε το σχετικό σχέδιο και το βρήκε παντελώς ανεφάρμοστο, ουδέποτε ενημέρωσε με σαφήνεια τον ελληνικό λαό για το περιεχόμενό του. Την ώρα που συναντά τακτικά τον Α. Σαμαρά και το επιτελείο του προσπαθώντας να επιδιώξει «συναίνεση», προσφέροντάς του επικοινωνιακούς πόντους και κύρος, δεν ενημερώνει τον ελληνικό λαό για τις πιθανότητες εφαρμογής των ανεδαφικών συνταγών του, εντείνοντας τη σύγχυση και την πολιτική αβεβαιότητα και υπονομεύοντας πολιτικά τους υποστηρικτές των μεταρρυθμίσεων. Τόσο τους ελάχιστους που έχουν απομείνει εντός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όσο και εκείνους που βρίσκονται στην κυβέρνηση ή στο ευρύτερο πολιτικό φάσμα.
Πώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει αυτές τις συμπεριφορές; Ασφαλώς δεν πρόκειται για κακή πρόθεση. Οι Ευρωπαίοι και άλλοι αρμόδιοι δεν έχουν λόγο να αποτύχει το πρόγραμμα. Για να ερμηνεύσει κανείς τη συμπεριφορά τους θα πρέπει να αναζητήσει ψυχολογικές και θεσμολαγνικές ερμηνείες. Λίγο η γαλατική ευγένεια και η βορειοευρωπαϊκή αυτοσυγκράτηση, λίγο η δημοσιοϋπαλληλική ευθυνοφοβία, λίγο οι κανόνες περί ownership του προγράμματος, που προωθεί το ΔΝΤ (ότι πρέπει δηλαδή όσοι εφαρμόζουν το πρόγραμμα να αισθάνονται ότι είναι «δικό τους»). Κυρίως όμως η αδυναμία τους να αντιληφθούν πώς πράγματι λειτουργεί το ελληνικό πολιτικό σύστημα και η αφέλειά τους να νομίζουν ότι το σύστημα εξουσίας της Ελλάδας θα θελήσει να εφαρμόσει το πρόγραμμα για να σωθεί η χώρα, την ώρα που οι παίκτες στο σύστημα αυτό αναζητούν τρόπους να σώσουν ο καθένας τον εαυτό του, αδιαφορώντας για τις ευρύτερες επιπτώσεις. Έτσι η τρόικα αντί να συμμαχήσει με τον ελληνικό λαό, την ώρα που του προσφέρει τεράστια ποσά βοήθειας, κατέληξε να βλάπτει όσους θα έπρεπε να τη στηρίζουν, να υπονομεύει τους φίλους των μεταρρυθμίσεων και να βοηθά τους αντιπάλους τους. Τόσο που να αναρωτιέται κανείς αν έχουμε τελικά και την τρόικα που μας αξίζει!
— The Athens Review of Books