Κυβερνάς μια χώρα, που ζεί επί δεκαετίες με δανεικά, γιατί έχει δυσανάλογα μεγάλες δαπάνες, σε σχέση με τα έσοδά της, αφού έχεις φτιάξει ένα υπερτροφικό δημόσιο, βασισμένο σε πελατειακές σχέσεις.
Σε στηρίζει ακριβώς, αυτό το υπετροφικό δημόσιο.
Οι δανειστές σου σε ζορίζουν να πουλήσεις μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις και να μικρύνεις το κράτος, δηλαδή να απολύσεις δημοσίους υπαλλήλους.
Βλέπεις όμως ότι στους δημοσίους υπαλλήλους έχεις το 50% και άνω και στις μεγάλες ΔΕΚΟ που σου ζητούν να πουλήσεις παίρνεις ποσοστά που αγγίζουν το 80%, ενώ ο μεγάλος σου αντίπαλος, έχει κάτω από 15%.
Το 70% των ψηφοφόρων σου λοιπόν, προέρχεται από αυτές τις τάξεις, που σου ζητούν οι δανειστές να “τελειώσεις”.
Κερδίζεις συνεχώς χρόνο, με υποσχέσεις στους δανειστές, ότι θαιδιωτικοποιήσεις, θα απολύσεις, θα συγχωνέυσεις.
Ο ψεύτης και ο κλέφτης όμως, τον πρώτο χρόνο χαίρονται.
Ο καιρός περνά και οι “ελεγκτές” σου, βλέπουν ότι δεν έχεις σκοπό να συγκρουστείς με τα σπλάχνα σου.
Έτσι ξεζουμίζεις την κοινωνία, οδηγώντας την σε απόγνωση, διαφυλλάττοντας όμως την κομματική σου συνοχή. Διαλύεις την πατρίδα, διασώζεις όμως το κόμμα.
Τα πράγματα ζορίζουν όμως όλο και περισσότερο. Δεν μπορείς να κοροϊδεύεις άλλο τους δανειστές, ούτε να κερδίσεις άλλο χρόνο.
Αποφασίζεις να πας σε εκλογές. Αν όμως πετάξεις λευκή πετσέτα και να παραδεχθείς ότι απέτυχες εσύ, υπάρχει περίπτωση να ενδυναμωθεί πολύ ο αντίπαλος και να καταγράψει μεγάλη νίκη.
Έτσι, ψάχνεις προφάσεις για να πας σε πρόωρες εκλογές.
Βρίζεις την αντιπολίτευση το πρωί και το απόγευμα ζητάς από αυτόν που έφτυνες όλο το πρωί συνεργασία. Φυσικά δεν σου την προσφέρει, αλλά έχεις ένα επιχείρημα: “δεν με βοηθούν” (λες κι υπήρχε περίπτωση να “βοηθήσεις” εσύ ποτέ!).
Όταν τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο, η μοναδική σου σκέψη είναι η διάσωση του κόμματος. Ζητάς -ενώ έχεις 153 βουλευτές- να ψηφιστεί το νομοσχέδιο που παραχωρεί την εθνική κυριαρχία και υποθηκεύει τη χώρα για 30 τουλάχιστον χρόνια, από 180 βουλευτές.
Ξέρεις, ότι η αντιπολίτευση, που δεν είχε καμία συμμετοχή, δεν τη ρώτησες, δεν συναποφασίσατε, δεν την άκουσες ποτέ, δεν μπορεί να γίνει συνένοχος.
Πηγαίνεις λοιπόν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και του ζητάς εκλογές, αφού δεν συγκέντρωσες τις 180 ψήφους. Κάνεις σημαία σου την άρνηση της αντιπολίτευσης να συναινέσει στο έγκλημα.
Έτσι, σε κάθε μελλοντική αναταραχή, λες “είδατε πού φτάσαμε; αν έδειχνε σύνεση η αντιπολίτευση και ψήφιζε, δεν θα φτάναμε ως εδώ“.
Κι επειδή το “εδώ”, σε βολεύει να είναι όσο το δυνατόν πιό δυσάρεστο, φροντίζεις να το κάνεις μόνος σου, χειρότερο!
Εύκολο είναι άλλωστε. Ξεσηκώνεις συνεχώς τις πληττόμενες μάζες εναντίον της νέας κυβέρνησης.
Στην κατεστραμμένη χώρα που άφησες, υπάρχει πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια λαϊκισμού κι εσύ είσαι μετρ στο είδος.
Έτσι, σε λίγο καιρό ξανασηκώνεις κεφάλι και ξανάρχεσαι για να ξανα-σώσεις τον τόπο…
Απλή δεν η πολιτική;