Την απορρόφηση σημαντικής ποσότητας διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα μπορούν να επιφέρουν οι ψεκασμοί των ωκεανών της γης με σίδηρο, υποστηρίζουν οι επιστήμονες.
Ο σίδηρος αποτελεί απαραίτητο θρεπτικό συστατικό για το φυτοπλαγκτόν, που είναι η βάση της θαλάσσιας τροφικής αλυσίδας. Προκειμένου να το καταναλώσει κάνει φωτοσύνθεση. Για τις ανάγκες αυτής της λειτουργίας, οι θαλάσσιοι φυτικοί μικροοργανισμοί απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα ανακουφίζοντας με αυτό τον τρόπο την επιβαρημένη ατμόσφαιρα. Οι ψεκασμοί θα γίνονται από ειδικά διαμορφωμένα ερευνητικά πλοία σε ωκεανούς, συλλέγοντας δεδομένα για την κατάσταση που επικρατεί στη θάλασσα που ερευνούν.
Έτσι οι ωκεανοί του πλανήτη μπορούν να μετατραπούν σε ένα τεράστιο εργοστάσιο απορρόφησης του ρύπου που ευθύνεται για την κλιματική αλλαγή. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί μείωση των αερίων του θερμοκηπίου που παράγονται κάθε χρόνο μέχρι και 20%!
Τα πειράματα
Μέχρι σήμερα έχουν γίνει αρκετές αποστολές ψεκασμού σε διάφορες θάλασσες. Από τις 13 έρευνες που έχουν ολοκληρωθεί, οι πιο αισιόδοξες δείχνουν ότι 1 τόνος σιδήρου απορροφά 100.000 τόνους διοξειδίου του άνθρακα. Άλλες πάλι μειώνουν αυτή την αναλογία σε 1 προς 5.000.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προσπαθούν να πετύχουν οι επιστήμονες είναι οι οργανισμοί οι οποίοι θα έχουν απορροφήσει το διοξείδιο του άνθρακα, όταν πεθάνουν, να πέσουν σε βάθος μεγαλύτερο των 500 μέτρων. Εάν επιτευχθεί αυτό το σενάριο, το διοξείδιο του άνθρακα που απορροφήθηκε θα παραμείνει θαμμένο σε αυτά τα βάθη για πάνω από έναν αιώνα. Εάν ξεπεράσουν αυτά τα βάθη και φτάσουν στα 1.000 μέτρα, τότε το διοξείδιο του άνθρακα θα ταφεί για αιώνες στα βάθη των ωκεανών.
Από την πλευρά της η Διεθνής Ωκεανογραφική Επιτροπή (IOC) που υπάγεται στην ΟΥΝΕΣΚΟ θεωρεί ότι τα μέχρι τώρα δεδομένα δείχνουν ότι οι ωκεανοί μπορούν να απορροφήσουν 75 γιγατόνους διοξειδίου του άνθρακα από τους 1.500 μεγατόνους που παράγει η βιομηχανία ετησίως. Ωστόσο η επιτροπή επισημαίνει ότι αυτό το στατιστικό δεν δείχνει κάτι. Αντίθετα θα πρέπει να εφαρμόσουμε το πείραμα σε μεγάλη έκταση και να αναλύσουμε συμπεράσματα δεκάδων χρόνων προκειμένου να βγάλουμε οριστικά συμπεράσματα για το ψέκασμα των ωκεανών και την επίδραση που έχουν στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η γεωμηχανική
Ο τομέας που ασχολείται με την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη με μηχανικά μέσα ονομάζεται γεωμηχανική. Οι λύσεις που έχουν προταθεί από τους επιστήμονες αγγίζουν τα όρια της επιστημονικής φαντασίας. Μεταξύ άλλων, έχουν προταθεί οι ηλιακοί καθρέφτες που θα απορροφούν την ηλιακή ακτινοβολία που φτάνει στη Γη.
Άλλες προτάσεις υποστηρίζουν το ράντισμα της ατμόσφαιρας με θαλασσινό νερό προκειμένου να αυξηθεί η πυκνότητα των σύννεφων. Αυτά με τη σειρά τους θα αντανακλούν περισσότερη ηλιακή ακτινοβολία πίσω στο διάστημα. Η πιο διαδεδομένη λύση είναι η τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα που παράγονται από τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και τα διυλιστήρια, σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους στο υπέδαφος.
Οι επιστήμονες
Αμερικανοί επιστήμονες ισχυρίζονται ότι δεν έχουμε άλλο χρόνο αναμονής για να δούμε να εφαρμόζονται τα αποτελέσματα της γεωμηχανικής σε πειράματα μεγάλης κλίμακας. Πριν από μερικούς μήνες ο Σκοτ Μπάρετ, καθηγητής Περιβαλλοντικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου της Κολούμπια υποστήριξε ότι: «Η τεχνολογία θα δώσει λύσεις στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Η γεωμηχανική είναι το μοναδικό αντίδοτο στα προβλήματα του πλανήτη».
Μάλιστα αρκετοί Γερμανοί επιστήμονες έχουν υποστηρίξει την άποψη ότι με την αύξηση του φυτοπλαγκτόν που θα επιφέρουν οι ψεκασμοί θα ευνοηθούν οι φάλαινες, που τρέφονται με πλαγκτόν.
Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ (IPCC) υιοθετεί τη λύση του ψεκάσματος των ωκεανών και έχει δεσμευτεί να εξετάσει αναλυτικά το ζήτημα το 2013 για τα περιβαλλοντικά οφέλη αυτής της μεθόδου.
Μέχρι να εξεταστεί το ζήτημα, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιοποικιλότητα επέβαλε πριν από λίγα χρόνια μορατόριουμ στα πειράματα ψεκασμού των ωκεανών, που δεσμεύει τα κράτη να μη διενεργούν αυτά τα πειράματα στην ανοιχτή θάλασσα, παρά μόνο σε εγχώρια ύδατα και κοντά σε ακτές.
Του ΓΙΑΝΝΗ ΜΥΤΤΗ