Η ευρωπαϊκή κρίση χρέους έχει φέρει στην επιφάνεια όλα τα λάθη, τα ψέματα, και τα νομικίστικα παραθυράκια, που εφαρμόσθηκαν κατά την καθιέρωσή του πριν από χρόνια. Ένας λόγος που το νόμισμα ακόμη υποφέρει, είναι η κακή πίστη που συνόδευσε τη δημιουργία του.
Για να πλασάρουν την ιδέα του ευρώ στη δεκαετία του `90, οι δημιουργοί του έδωσαν πολλές υποσχέσεις. Στους Γερμανούς υποσχέθηκαν ένα ισχυρό (σαν το μάρκο) νόμισμα. Στους Γάλλους υποσχέθηκαν ένα παγκόσμιο εργαλείο βελτίωσης της εσωτερικής ανταγωνιστικότητας. Στους Ιταλούς και στους Ισπανούς υποσχέθηκαν νομισματική σταθερότητα και αέναα χαμηλά επιτόκια.
Παρά τις καλοπροαίρετες αυτές υποσχέσεις, η ευρωζώνη αποδείχθηκε ευάλωτη σε κρίσεις. Μέσα όμως σε ένα κλίμα άρνησης, οι Ευρωπαίοι ποτέ δεν σκέφτηκαν να φτιάξουν έναν μηχανισμό αντιμετώπισης μιας τυχόν κρίσης. Αντ` αυτού, επέμεναν σε κάποιες άστατες αρχές, όπως την απαγόρευση εξόδου από τη ζώνη, την απαγόρευση πτώχευσης, και την απαγόρευση της οικονομικής διάσωσης.
Η τρέχουσα κρίση ξεκίνησε όταν οι μακροοικονομικές ανισορροπίες της ΕΕ συγκρούστηκαν με το άσχημα ελεγχόμενο, και ελλιπώς χρηματοδοτούμενο τραπεζικό σύστημα. Οι Γερμανοί που είχαν μεγάλες αποταμιεύσεις, επένδυσαν στην Ισπανία και στην Ιρλανδία. Με αυτή τη μεγάλη εισροή κεφαλαίων, οι χώρες αυτές είδαν την αγορά ακινήτων τους να εκρήγνυται, και τελικά να οδηγεί σε φούσκες.
Στην αρχή, το πρόβλημα ήταν του ιδιωτικού και όχι του δημόσιου τομέα. Δεν ήταν κρίση χρέους. Μάλιστα, η Ισπανία και η Ιρλανδία είχαν πλεόνασμα στους προϋπολογισμούς τους, και δημοσιονομικά ήταν μια χαρά. Η Πορτογαλία ήταν σχεδόν στην ίδια κατάσταση με τη Γαλλία και τη Γερμανία. Μόνο η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει μια κλασική δημοσιονομική κρίση, με ένα έλλειμμα της τάξης του 15% του ΑΕΠ το 2009.
Αυτό που μεγέθυνε τη κρίση ήταν οι πολιτικές αποφάσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Το μεγαλύτερο σφάλμα ήταν η απόφαση τον Οκτώβριο του 2008, μετά τη κατάρρευση της Lehman Brothers, να ακολουθηθεί μια πολιτική chacun-pour-soi (ο καθένας για πάρτη του), απέναντι στη τραπεζική κρίση. Η κάθε χώρα εγγυήθηκε για τις τράπεζές της. Έτσι όμως, η κρίση μετατράπηκε σε δημοσιονομική και εθνική. Αν είχε επιλεγεί η λύση μιας ενιαίας πανευρωπαϊκής διάσωσης των τραπεζών, η κρίση θα παρέμενε ιδιωτική και περιορισμένη. Έτσι θα ήταν πολύ πιο εύκολη η αντιμετώπιση της μοναδικής τότε δημοσιονομικής κρίσης, αυτής της Ελλάδας.
Στη συνέχεια, τα προβλήματα μεγεθύνθηκαν, αφού οι ηγέτες εστίασαν στα συμπτώματα, και όχι στις αιτίες που προκάλεσαν το πρόβλημα. Αναγνώρισαν τα εθνικά χρέη, και όχι τις τράπεζες ως τη ρίζα του προβλήματος, και ως την απειλή για το ευρώ. Η συνταγή της λιτότητας που επέλεξαν δεν βοηθά καθόλου στο αληθινό πρόβλημα. Όλοι οι μηχανισμοί διάσωσης που έστησαν από τότε, έχουν να κάνουν με περικοπές και μειώσεις δημοσίων δαπανών, παρά με τον εξορθολογισμό του τραπεζικού συστήματος. Και έτσι το πρόβλημα παραμένει. Στην Αμερική, το πρόγραμμα Troubled Asset Relief Program (TARP) κατάφερε να καταπραΰνει τη τραπεζική κρίση, αναγκάζοντας τις τράπεζες να δεχτούν κρατικά χρήματα. Στην Ευρώπη, το σύστημα τραπεζών παραμένει εύθραυστο. Και πιο εύθραυστο παραμένει το γερμανικό τραπεζικό σύστημα. Οι συνολικές ανάγκες κεφαλαιοποίησης των τραπεζών της ευρωζώνης, αγγίζει τα €500 δισ. Μια ευρωπαϊκή πολιτική στα πρότυπα της TARP θα μπορούσε να απαλύνει τη κρίση, και γιατί όχι να την τερματίσει. Δυστυχώς όμως, υπάρχουν πολιτικά εμπόδια. Κάποιες ελίτ της ΕΕ δεν συνειδητοποιούν τη φύση του προβλήματος. Η παραδοσιακή ευρωπαϊκή μέθοδος αντιμετώπισης μιας τραπεζικής κρίσης είναι να μη γίνεται τίποτα, και να περιμένουμε για την ανάκαμψη. Και αν έχεις και κάποιες υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις οικονομολόγων σε σχέση με τις αξίες ακινήτων, τα εθνικά χρέη, και την ανάπτυξη, τότε μπορείς να ισχυριστείς ακόμη κι ότι το τραπεζικό σύστημα δεν κινδυνεύει. Δυστυχώς όμως δεν είναι έτσι.
Φταίνε και οι πολύ στενές σχέσεις με τις τράπεζες και τις αντίστοιχες εθνικές τους κυβερνήσεις. Στη Γερμανία, οι 6 τράπεζες με τη μεγαλύτερη ανάγκη κεφαλαίων, είναι κολλητές με τις τοπικές κυβερνήσεις. Στην Ισπανία, οι τράπεζες ελέγχονται από ισχυρά συμφέροντα με δεσμούς στα δυο μεγάλα κόμματα. Το ίδιο ισχύει για τις τράπεζες της Ιρλανδίας και τη προηγούμενη κυβέρνηση του κόμματος Fianna Fail.
Η ύπαρξη αυτών των στενών πολιτικών σχέσεων μεταξύ τραπεζών και κυβερνήσεων, είναι ο βασικός λόγος που τον Οκτώβριο του 2008, οι ηγέτες της ευρωζώνης αποφάσισαν τη διάσωση των τραπεζών σε εθνικό επίπεδο, καθώς κανένας δεν ήθελε να «ντροπιάσει» τις τράπεζες της χώρας του, εκθέτοντάς τις σε μια αντικειμενική αξιολόγηση. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Peer Steinbrück ήταν σαφής όταν δήλωνε πως η χώρα του αντιτίθεται στο να δοθούν εξουσίες ελέγχου στην ΕΕ, αφού έτσι η κυβέρνηση θα έχανε τον έλεγχο των τραπεζών.
Και ενώ η Γερμανία είναι απρόθυμη, η Ιρλανδία είναι ανήμπορη να διορθώσει το τραπεζικό της σύστημα. Μάλιστα, οι Γερμανοί παραδέχονται πως δεν μπορούν να ζητήσουν απ το κοινοβούλιο να διασώσει τις ασθενείς οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, συγχρόνως με το τραπεζικό σύστημα.
Όσο όμως δεν παρουσιάζεται μια λύση στο τραπεζικό πρόβλημα, που να διαχωρίζει τα εθνικά χρέη από τα χρηματοπιστωτικά προβλήματα, η κρίση θα παραμένει, και μια πλημμύρα πτωχεύσεων θα είναι αναπόφευκτη. Το ξεκαθάρισμα του τραπεζικού τομέα μπορεί να είναι πανάκριβο και καθόλου δημοφιλές, είναι όμως απαραίτητο. Ακόμη και το συνολικό ποσό των €500 δισ. που χρειάζονται για διάσωση των τραπεζών, είναι λιγότερο από το 10% του συνολικού ΑΕΠ της ευρωζώνης. Η κάθε χώρα δεν μπορεί να το κάνει από μόνη της. Χρειάζεται μια πανευρωπαϊκή προσπάθεια, από πλευράς των χωρών που είναι στο ευρώ.
Προς το παρόν, η αναζήτηση λύσεων σε εθνικό επίπεδο, αποτρέπει την κοινή και οριστική επίλυση της κρίσης. Οι περισσότερες χώρες δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος του εγχειρήματος που ανέλαβαν κάποτε, εισάγοντας το ενιαίο νόμισμα. Και έτσι επανερχόμαστε στις αδυναμίες, στα λάθη, και στα ψέματα που υπήρχαν από την εποχή της εισαγωγής του. Αν οι Ευρωπαίοι δεν τα αντιληφθούν, θα συνεχίσουν να βασανίζονται. Το ευρώ δεν κινδυνεύει με κατάρρευση, ούτε η ευρωζώνη με διάλυση. Αυτό από το οποίο κινδυνεύει η ΕΕ είναι μια μόνιμη δυσλειτουργία, και διαίρεση της νομισματικής της ένωσης. Και αυτό είναι χειρότερο από την κατάργηση του ευρώ.