Της Ξανθίππης
ta-syka-syka.blogspot.com
-Mάνα σε Τούρκο θα με δώκεις?
-Όχι κορίτσι μου. Τι είναι αυτά που λες? Ο αδελφός σου είπε ότι το όνομά του είναι παρατσούκλι που τους έβγαλαν οι Τούρκοι. Τοπχανελής σημαίνει αυτός που είναι κοντά στο πυροβολαρχείο. Έχουν μαγαζί δίπλα του και οι Τούρκοι πελάτες λέγανε "πήγαινε στον Τοπχανέλ" και έτσι έμεινε το όνομα Τοπχανελής. Χατζηγεωργίου είναι το πραγματικό τους επίθετο γιατί ο πατέρας τους έχασε δυο γυναίκες από αρρώστιες, πήγε στα Ιεροσόλυμα στο χατζηλίκι έξι μήνες και ο κυρ-Γιώργος έγινε Χατζηγεωργίου.
Η χήρα Αγγελική είχε αγωνία…Το 1922 με την ανταλλαγή πληθυσμών ήρθε από τον Αίνο αφήνοντας όλα τα καλά τους. Ο καιμακάμης ήταν φίλος της οικογένειας και τους είχε εξασφαλίσει βοιδάμαξα για να φύγουν. Τι να χωρέσει όμως σε αυτήν? Εννιά παιδιά και ένα σακί σιτάρι. Τα χρυσά τα έριξαν στο πηγάδι… άφησαν πίσω όλο το βιός και τον αρσανά. Η ζωή τους ήρθε τα πάνω κάτω, κάθε μέρα προσευχόταν και...
ευχαριστούσε τον θεό που τους έχει καλά.… Ήταν και μόνη γυναίκα…
Δικοί μας άνθρωποι είναι κορίτσι μου, από την Ανδριανούπολη. Ο αδελφός σου ο Λάσκαρης λέει τα καλύτερα λόγια γι΄αυτόν. Είναι δουλευταράς και κουβαλητής, καλός χριστιανός από καλούς γονείς. Η αγωνία της μάνας που έχει να παντρέψει τέσσερα κορίτσια. Έπρεπε να πάρουν σειρά η Ελένη, η Μαρία, η Άννα… Περίμεναν και τα αγόρια βλέπεις …ο Σταμάτης, ο Βασίλης, ο Λάσκαρης και ο Κωνσταντίνος. Ο Στέλιος είχε μπαρκάρει για την Βραζιλία και είχαν καιρό ν’ ακούσουν νέα του. Κάθε φορά η κυρα-Αγγελική που αναφερόταν τ΄όνομά του θόλωναν τα μάτια της..
Η Ευφροσύνη δεν ήταν όμορφη.. Στρουμπουλή σαν φραντζολίτσα και ροδοκόκκινη δεν ήξερε και πολλά από δουλειές.. Είχε μεγαλύτερες αδελφές στο σπίτι και αυτή μικρή και καλομαθημένη.. Θα πήγαινε από την Αλεξανδρούπολη στην Κιλμουρτζίνα να γνωρίσει το σόι του αρραβωνιαστικού της.
Ομορφόσογο το σόι του Χρήστου σκέφτηκε. .θα κάνει όμορφα παιδιά… τέσσερα αγόρια και μια αδελφή καλλονή. Η κυρά –Σοφία η μέλλουσα πεθερά της την καλοδέχθηκε και της ζήτησε να φτιάξει μια πίττα. Έτσι κάνανε τότε οι πεθερές… Αν δεν ήξερες ν΄ανοίξεις φύλο δεν ήσουν ικανή ν΄ανοίξεις σπίτι… Έλα όμως που η Φρόσω δεν ήξερε..… κανείς δεν της έδειξε… αλλά δεν το είπε και σε κανέναν… Τα αυγά φρέσκα, ζεστά ακόμα, το βούτυρο κι εκείνο μοσχομύριζε, το αλεύρι κοσκινισμένο…. με τόσα καλά υλικά η πίττα έγινε για βασιλικό τραπέζι. Φούσκωσε η πίττα, φούσκωσε και από περηφάνια και η Ευφροσύνη γιατί τα κατάφερε.. Τα γαλάζια μάτια του Χρήστου και τα ξανθά μαλλιά του της άρεζαν πολύ..κάτι της έλεγε πως θα ήταν καλός μαζί της.
Ο γάμος έγινε άνοιξη του 1932. Η Φρόσω μαγείρευε τώρα για δέκα στόματα. Το τουρκάκι θα ερχόταν κάθε μεσημέρι να πάρει το φαγητό να το πάει στο τυροκομείο για τον άνδρα της και τους υπαλλήλους. Ήταν ήδη έγκυος στην κορούλα της και ο μικρός Γιωργάκης δεν την άφηνε σε ησυχία. Ο άνδρας της φρόντιζε να μην της λείψει τίποτα, ήθελε το σπίτι να είναι γεμάτο με όλου του κόσμου τα καλά. Τα καλύτερα από το παντοπωλείο του της κουβαλούσε και από το τυροκομείο πάντα το αφρόγαλα για το σπίτι του. Το σπίτι μύριζε πάντα φρέσκο βούτυρο από τα γλυκά της Φρόσως που ήταν ονομαστά σε όλη την γειτονιά. Οι μυρωδιές δεν σταματούσαν μέχρι που έδυε ο ήλιος… μέχρι που ο κυρ-Χρήστος έβγαζε τα παπούτσια του. Προκομμένος ήταν ο άνδρας της και αυτή νοικοκυρά που έκανε καλό κουμάντο..Ανοιχτοχέρης ο κυρ-Χρήστος τον έκανε κράτει η κυρά-Φρόσω. Γέμιζε γέλια η αυλή από τις πρωινές γειτόνισσες και στις γιορτές γέμιζε κόσμο απ΄όλα τα αδέλφια της που έρχονταν από την Αλεξανδρούπολη. Οι δουλειές πήγαιναν καλά οι αποθήκες γεμάτες και το κομπόδεμα βαρύ..Στο εμπόριο έπρεπε να είχες πάντα χρυσές λίρες ..
1940 και ο κυρ-Χρήστος φεύγει για την Αλβανία. Ερήμωσε από άνδρες η Κιλμουρτζίνα.. έμειναν οι γυναίκες και τα παιδιά. Την κυρά Φροσύνη μαζί με τα παιδάκια της την Αγγελική και τον Γιώργο πήγαν στα αδέλφια της στην Αλεξανδρούπολη. Κάποιος τους είπε ότι οι Βούλγαροι δεν θα φτάσουν στην Σαμοθράκη. Με το καίκι και ότι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους φτάσανε στο έρμο το νησί που φάνταζε σαν φάντασμα μέσα στο Αιγαίο. Εν τω μεταξύ μέχρι να φτάσει το καίκι στον προορισμό του οι Γερμανοί το παραχώρησαν και αυτό στους Βούλγαρους. Η Θράκη ήταν το αντάλλαγμα στους Βούλγαρους για την διάβαση των Γερμανών προς τον Νότο.
Σκοτεινό μου το περιέγραψε το νησί η κυρά-Φρόσω, πίσω από τον κόσμο το θυμάται η Αγγελικούλα. Τους βάλανε σ΄ένα δωμάτιο όλους μαζί, όλοι αυτοί που χωρέσανε σ΄ένα καίκι έπρεπε να χωρέσουν σε μια καμαρούλα μια σταλιά. Τα μωρά αρρώστησαν με ιλαρά οι υπόλοιποι με ελονοσία. Η κυρά Φρόσω νοίκιασε ένα δωμάτιο με τα αδέλφια της. Το δωμάτιο για πάτωμα είχε χώμα και όταν έβρεχε και έτρεχε νερό από το ταβάνι γινόταν λάσπη , τα μωρά αρρωσταίνανε. Αυτοσχεδίαζε τρόπους για να βγάζει το νερό έξω. Αυτοσχεδίασε και μια φουφού από τενεκέ για να ζεσταθούν. Αργότερα το είδαν και οι άλλες και την μιμήθηκαν… ζεστάθηκαν αλλά όχι η καρδιά της… γράμμα δεν είχε από τον άνδρα της… κανένα νέο ούτε ήξερε που ήταν..
Δυο χρόνια δύσκολα, τα μισά αδέλφια της δεν άντεξαν και έφυγαν στην Λήμνο. Ας είναι καλά ο αδελφός της ο Κώστας που είχε ένα τενεκέ κινίνα. Σωτήρια τα κινίνα, τα αντάλλασαν με τρόφιμα κι έτσι η οικογένεια επιβίωσε. Οι χρυσές λίρες δεν είχαν καμιά αξία εκεί…
Η οικογένεια ξαναβρέθηκε μαζί στην Αλεξανδρούπολη ..το κοντέρ είχε και πάλι μηδενίσει. Όλα από την αρχή. Η μικρή Αγγελικούλα ξανθιά ψηλή και γαλανομάτα την περνούσαν για βουλγαράκι , μιλούσε και άπταιστα βουλγαρικά και της πετούσαν καραμέλες και ψωμί από το τραίνο...Όλοι στην κατοχή περνούσαν όπως όπως.
Έμπορος γεννημένος ο κυρ-Χρήστος έπρεπε τώρα να κάνει δουλειές με τους Βούλγαρους. Το μυαλό του και η ψυχή του ήταν πώς να συντηρηθεί η οικογένειά του πώς να επιβιώσει. Χιλιόμετρα έκανε για ένα καρβέλι ψωμί και ένα κεφάλι κασέρι. Ήταν έμπορας τροφίμων από γεννησιμιού του και είχε τις άκρες. Δεν έλειψε ποτέ ο τενεκές λάδι από το σπίτι ούτε και το αλεύρι. Η κυρά- Φρόσω είχε αφεθεί πάνω στους ώμους του κυρ-Χρήστου του αγαπημένου της… ήταν και όμορφος πολύ!! Στην λέσχη τον είχαν βγάλει μίστερ Κομοτηνή πριν παντρευτεί. Τα παιδιά είχαν μοιάσει αυτόν… ήταν και από καλωσύνη γεμάτος… όλος ο κόσμος το ήξερε και τα ορφανά ακόμη περισσότερο!
Η κινητικότητα του κυρ-Χρήστου τα πήγαινε-έλα στους μαυραγορίτες κίνησαν την υποψία των Βουλγάρων.. Δεν έψαξαν και πολύ …αγράμματοι και άξεστοι ήταν… Τέτοιους έστειλαν για να μείνουν στην Θράκη. Ο κυρ Χρήστος δεν γύρισε μια μέρα στο σπίτι. Ανήμπορη η κυρά-Φρόσω κόντεψε να πεθάνει… έτρεχε… ρωτούσε.. άλλοι της έλεγαν ότι τον πήγαν στην Βουλγαρία άλλοι ότι τον εκτέλεσαν για κατάσκοπο… κανείς δεν τον είχε δει. Σαράντα μέρες αγωνίας έζησε με τα μικρά της μέχρι που μια γειτόνισσα τον είδε αγνώριστο μέσα στις βουλγάρικες φυλακές. Της έβαλε μέσα στο χέρι ένα μπιλιετάκι που το έβγαλε από την κάλτσα του… Είμαι ζωντανός!
Είχε πολλούς φίλους ο κυρ-Χρήστος. Ανάσταση στο σπίτι όταν βγήκε… όλοι έκλαιγαν …άλλοι από χαρά άλλοι από πόνο… Όλο το σώμα του ήταν καλυμμένο με πληγές..το θρακιώτικο κρύο δεν τις άφηνε να κλείσουν και την άλλη μέρα από τα καθημερινά βασανιστήρια γίνονταν καινούργιες. Δεν είχε τόση μεγάλη αγκαλιά ο κυρ-Χρήστος… έγερναν και οι ώμοι… αδύναμος δεν μπόρεσε να τους αγκαλιάσει όλους. Αφέθηκε στα χέρια της κυρά-Φρόσως που τον κανάκεψε και τον φρόντισε ώστε να γιάνει και να σηκωθεί γρήγορα! Η οικογένεια ήταν και πάλι ενωμένη !
Το 1944 τελείωσε ο πόλεμος οι Βούλγαροι φύγανε από την Θράκη. Η οικογένεια γυρνάει στην Κομοτηνή στο πατρικό. Οι Βούλγαροι το ισόγειο το είχαν κάνει στάβλο… τα πατώματα εκείνα τα ωραία ξύλα τα έριχναν στις σόμπες για να ζεσταθούν… τα παιδιά βρίσκανε μπίλιες ανάμεσα στα σπασμένα, απόδειξη ότι αυτοί που έμεναν είχαν μικρά παιδιά. Κατεστραμμένο το σπίτι αλλά το πείσμα και η υπομονή το έκανε και πάλι αρχοντικό. Από την αρχή και πάλι για την οικογένεια. Ο κυρ-Χρήστος βάζει μπρος το τυροκομείο έρχεται μαζί του και ο Βασίλης το τσιράκι που είχε από δεκαπέντε χρονών ήρθαν και τον βρήκαν και οι τούρκοι υποστατικοί.. Το καζάνι άρχισε να δουλεύει και έβγαζε το καλύτερο γάλα και τυρί της περιοχής.. άνοιξε και το παντοπωλείο… άνοιξε και ποδηλατάδικο και νοίκιαζε ποδήλατα… Γέμιζε και τις αποθήκες του με σιτάρια και καλαμπόκια που τα έστελνε στους χονδρέμπορους στην Αθήνα… Είχε πρόσωπο ο κυρ-Χρήστος και τιμή και λόγο και όλοι τον εμπιστεύονταν… Δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και ορθοπόδησε γρήγορα.
Μέχρι το 1950 φτιάχτηκε που λένε και τα πιτσιρίκια του η Αγγελικούλα και ο Γιώργος πηγαινοέρχονταν στα μαγαζιά του. Γέμισαν πάλι οι αυλές με γέλια και χαρές . Μπορεί η κυρά-Φρόσω να μην πήγε κανένα ταξίδι λόγω των δουλειών του άντρα της αλλά ταξίδευε μαζί του κάθε βράδυ στην αγκαλιά του. Ήταν ο ξανθός θεός της, τον λάτρευε αλλά και αυτός ακόμη πιο πολύ. Της έδειχνε την αγάπη του κάθε μέρα. Την γέμιζε με όλου του κόσμου τα καλά στην ποδιά της, της έλεγε λόγια τρυφερά, της έστελνε τουρκάλα να γυρίζει τα καζάνια με τα ασπρόρουχα και την στάχτη να μην κουράζει την μέση της, έφερνε καλούδια που της άρεζαν και την στόλιζε με κοσμήματα για να την καμαρώνει! Κι εκείνη ήταν περήφανη γι αυτόν… γαμπρό τον έβγαζε, κολλαρισμένο και με ρούχα που μοσχομύριζαν… κανείς δεν έλεγε ότι δούλευε σε τυροκομείο..Το κρεβάτι παστρικό μοσχομύριζε σαπούνι και οι τενεκέδες στην αυλή γεμάτες βασιλικούς και τριανταφυλλιές. Του έδειχνε καθημερινά την αγάπη της μέσα από το φαγητό..σαν άλλη Λωξάνδρα… και τον έκανε κάθε μέρα να αναστενάζει από ευχαρίστηση. Έβαζε αγάπη στο φαγητό και το νοστίμευε και κανείς δεν ήξερε γιατί οι μελιτζάνες στο ιμάμ της κυρά-Φρόσως γίνονταν τόσο νόστιμες… και οι λαλαγγίτες και το τσιζ-μπιζ χοιρινό και οι λαχανοντολμάδες… νοικοκυρά και μητέρα η κυρά-Φρόσω..
Έτσι ήρθαν τα καλύτερα. Μεγάλωσαν τα παιδιά η Αγγελικούλα έφερε γαμπρό στο σπίτι. Στρατιωτικό κουβάλησε το κορίτσι και κυρ-Χρήστος στραβομουτσούνιασε γιατί θα έχανε το κοριτσάκι του από κοντά τους. Ο Γιώργος αρραβωνιάστηκε και αυτός με την Σοφούλα η οικογένεια θα μεγάλωνε και του κυρ-Χρήστου η καρδιά δεν άντεξε τόση συγκίνηση. Πέθανε το 1962 σε ηλικία 57 χρονών όταν ήταν έγκυος η κόρη του Αγγελική στο πρώτο του εγγόνι δηλαδή εμένα!
Αυτή είναι η ιστορία του παππού μου που δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω… Η γιαγιά μου από τότε δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα. Κλείστηκε στο σπίτι της και δεν έβγαινε. Πηγαίναμε να την δούμε τα Σαββατοκύριακα από την Ξάνθη. Με έπαιρνε μικρή από το χεράκι και πηγαίναμε στα μνήματα να καθαρίσουμε τον τάφο και να τον στολίσουμε με μικρά κόκκινα αναρριχώμενα τριανταφυλάκια από τον κήπο. Τον καθαρίζαμε από τις πευκοβελόνες και όσο ανάβαμε το καντήλι, μου μιλούσε για την αγάπη τους..
Η γιαγιά μου έμεινε μαζί μας και μας μεγάλωσε. Αφιερώθηκε στην οικογένειά της και στα εγγόνια της. Η τελευταία της επιθυμία ήταν να «κοιμηθεί» στο ίδιο μέρος με τον αγαπημένο της. Μας μεγάλωσε με όση αγάπη εισέπραξε από την ζωή της. Μόνο αγάπη πήρε και μόνο αγάπη έδωσε..
Την γιαγιά μου όταν την ρωτούσα κάποια συμβουλή για να περνάω καλά με τον άνδρα μου, μου έλεγε…
« Όταν θυμώνει άστο κορίτσι μου αέρας να γίνει..» Αέρας γιαγιά...
Είναι η σχέση αλληλεξάρτησης που έκανε τα παλιά ζευγάρια να στηρίζουν το ένα το άλλο και να μην γνωρίζουν από ενδοοικογενειακές κρίσεις και διαζύγια?
Είναι που δεν υπερεκτιμούσαν την ερωτική τους ζωή και δεν της έδιναν τον πρωτεύοντα ρόλο στην ζωή τους?
Είναι που οι ρόλοι ήταν προγεγραμμένοι και ξεκάθαροι για τον άνδρα και την γυναίκα και η συμβίωση ήταν ένας αγώνας επιβίωσης ή ακόμη μονομερών υποχωρήσεων ?
Ήταν που οι προτεραιότητές τους δεν είχαν καμιά σχέση με φιλοδοξίες και ανταγωνισμούς?
Ήταν που δεν ήξεραν από αστρολογία ούτε από συμβούλους γάμου?
Πως δυο ξένοι άνθρωποι παντρεμένοι με προξενιό έκαναν μια αρμονική οικογένεια? Σύμπτωση ή μάχιμη καθημερινότητα?
Ήταν που έδιναν αξία στις αρχές του θρησκευτικού όρκου τους ή απλά ήταν συνοδοιπόροι σε έναν αγώνα που δεν ήθελαν να τον κάνουν μόνοι….
ta-syka-syka.blogspot.com
-Mάνα σε Τούρκο θα με δώκεις?
-Όχι κορίτσι μου. Τι είναι αυτά που λες? Ο αδελφός σου είπε ότι το όνομά του είναι παρατσούκλι που τους έβγαλαν οι Τούρκοι. Τοπχανελής σημαίνει αυτός που είναι κοντά στο πυροβολαρχείο. Έχουν μαγαζί δίπλα του και οι Τούρκοι πελάτες λέγανε "πήγαινε στον Τοπχανέλ" και έτσι έμεινε το όνομα Τοπχανελής. Χατζηγεωργίου είναι το πραγματικό τους επίθετο γιατί ο πατέρας τους έχασε δυο γυναίκες από αρρώστιες, πήγε στα Ιεροσόλυμα στο χατζηλίκι έξι μήνες και ο κυρ-Γιώργος έγινε Χατζηγεωργίου.
Η χήρα Αγγελική είχε αγωνία…Το 1922 με την ανταλλαγή πληθυσμών ήρθε από τον Αίνο αφήνοντας όλα τα καλά τους. Ο καιμακάμης ήταν φίλος της οικογένειας και τους είχε εξασφαλίσει βοιδάμαξα για να φύγουν. Τι να χωρέσει όμως σε αυτήν? Εννιά παιδιά και ένα σακί σιτάρι. Τα χρυσά τα έριξαν στο πηγάδι… άφησαν πίσω όλο το βιός και τον αρσανά. Η ζωή τους ήρθε τα πάνω κάτω, κάθε μέρα προσευχόταν και...
ευχαριστούσε τον θεό που τους έχει καλά.… Ήταν και μόνη γυναίκα…
Δικοί μας άνθρωποι είναι κορίτσι μου, από την Ανδριανούπολη. Ο αδελφός σου ο Λάσκαρης λέει τα καλύτερα λόγια γι΄αυτόν. Είναι δουλευταράς και κουβαλητής, καλός χριστιανός από καλούς γονείς. Η αγωνία της μάνας που έχει να παντρέψει τέσσερα κορίτσια. Έπρεπε να πάρουν σειρά η Ελένη, η Μαρία, η Άννα… Περίμεναν και τα αγόρια βλέπεις …ο Σταμάτης, ο Βασίλης, ο Λάσκαρης και ο Κωνσταντίνος. Ο Στέλιος είχε μπαρκάρει για την Βραζιλία και είχαν καιρό ν’ ακούσουν νέα του. Κάθε φορά η κυρα-Αγγελική που αναφερόταν τ΄όνομά του θόλωναν τα μάτια της..
Η Ευφροσύνη δεν ήταν όμορφη.. Στρουμπουλή σαν φραντζολίτσα και ροδοκόκκινη δεν ήξερε και πολλά από δουλειές.. Είχε μεγαλύτερες αδελφές στο σπίτι και αυτή μικρή και καλομαθημένη.. Θα πήγαινε από την Αλεξανδρούπολη στην Κιλμουρτζίνα να γνωρίσει το σόι του αρραβωνιαστικού της.
Ομορφόσογο το σόι του Χρήστου σκέφτηκε. .θα κάνει όμορφα παιδιά… τέσσερα αγόρια και μια αδελφή καλλονή. Η κυρά –Σοφία η μέλλουσα πεθερά της την καλοδέχθηκε και της ζήτησε να φτιάξει μια πίττα. Έτσι κάνανε τότε οι πεθερές… Αν δεν ήξερες ν΄ανοίξεις φύλο δεν ήσουν ικανή ν΄ανοίξεις σπίτι… Έλα όμως που η Φρόσω δεν ήξερε..… κανείς δεν της έδειξε… αλλά δεν το είπε και σε κανέναν… Τα αυγά φρέσκα, ζεστά ακόμα, το βούτυρο κι εκείνο μοσχομύριζε, το αλεύρι κοσκινισμένο…. με τόσα καλά υλικά η πίττα έγινε για βασιλικό τραπέζι. Φούσκωσε η πίττα, φούσκωσε και από περηφάνια και η Ευφροσύνη γιατί τα κατάφερε.. Τα γαλάζια μάτια του Χρήστου και τα ξανθά μαλλιά του της άρεζαν πολύ..κάτι της έλεγε πως θα ήταν καλός μαζί της.
Ο γάμος έγινε άνοιξη του 1932. Η Φρόσω μαγείρευε τώρα για δέκα στόματα. Το τουρκάκι θα ερχόταν κάθε μεσημέρι να πάρει το φαγητό να το πάει στο τυροκομείο για τον άνδρα της και τους υπαλλήλους. Ήταν ήδη έγκυος στην κορούλα της και ο μικρός Γιωργάκης δεν την άφηνε σε ησυχία. Ο άνδρας της φρόντιζε να μην της λείψει τίποτα, ήθελε το σπίτι να είναι γεμάτο με όλου του κόσμου τα καλά. Τα καλύτερα από το παντοπωλείο του της κουβαλούσε και από το τυροκομείο πάντα το αφρόγαλα για το σπίτι του. Το σπίτι μύριζε πάντα φρέσκο βούτυρο από τα γλυκά της Φρόσως που ήταν ονομαστά σε όλη την γειτονιά. Οι μυρωδιές δεν σταματούσαν μέχρι που έδυε ο ήλιος… μέχρι που ο κυρ-Χρήστος έβγαζε τα παπούτσια του. Προκομμένος ήταν ο άνδρας της και αυτή νοικοκυρά που έκανε καλό κουμάντο..Ανοιχτοχέρης ο κυρ-Χρήστος τον έκανε κράτει η κυρά-Φρόσω. Γέμιζε γέλια η αυλή από τις πρωινές γειτόνισσες και στις γιορτές γέμιζε κόσμο απ΄όλα τα αδέλφια της που έρχονταν από την Αλεξανδρούπολη. Οι δουλειές πήγαιναν καλά οι αποθήκες γεμάτες και το κομπόδεμα βαρύ..Στο εμπόριο έπρεπε να είχες πάντα χρυσές λίρες ..
1940 και ο κυρ-Χρήστος φεύγει για την Αλβανία. Ερήμωσε από άνδρες η Κιλμουρτζίνα.. έμειναν οι γυναίκες και τα παιδιά. Την κυρά Φροσύνη μαζί με τα παιδάκια της την Αγγελική και τον Γιώργο πήγαν στα αδέλφια της στην Αλεξανδρούπολη. Κάποιος τους είπε ότι οι Βούλγαροι δεν θα φτάσουν στην Σαμοθράκη. Με το καίκι και ότι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους φτάσανε στο έρμο το νησί που φάνταζε σαν φάντασμα μέσα στο Αιγαίο. Εν τω μεταξύ μέχρι να φτάσει το καίκι στον προορισμό του οι Γερμανοί το παραχώρησαν και αυτό στους Βούλγαρους. Η Θράκη ήταν το αντάλλαγμα στους Βούλγαρους για την διάβαση των Γερμανών προς τον Νότο.
Σκοτεινό μου το περιέγραψε το νησί η κυρά-Φρόσω, πίσω από τον κόσμο το θυμάται η Αγγελικούλα. Τους βάλανε σ΄ένα δωμάτιο όλους μαζί, όλοι αυτοί που χωρέσανε σ΄ένα καίκι έπρεπε να χωρέσουν σε μια καμαρούλα μια σταλιά. Τα μωρά αρρώστησαν με ιλαρά οι υπόλοιποι με ελονοσία. Η κυρά Φρόσω νοίκιασε ένα δωμάτιο με τα αδέλφια της. Το δωμάτιο για πάτωμα είχε χώμα και όταν έβρεχε και έτρεχε νερό από το ταβάνι γινόταν λάσπη , τα μωρά αρρωσταίνανε. Αυτοσχεδίαζε τρόπους για να βγάζει το νερό έξω. Αυτοσχεδίασε και μια φουφού από τενεκέ για να ζεσταθούν. Αργότερα το είδαν και οι άλλες και την μιμήθηκαν… ζεστάθηκαν αλλά όχι η καρδιά της… γράμμα δεν είχε από τον άνδρα της… κανένα νέο ούτε ήξερε που ήταν..
Δυο χρόνια δύσκολα, τα μισά αδέλφια της δεν άντεξαν και έφυγαν στην Λήμνο. Ας είναι καλά ο αδελφός της ο Κώστας που είχε ένα τενεκέ κινίνα. Σωτήρια τα κινίνα, τα αντάλλασαν με τρόφιμα κι έτσι η οικογένεια επιβίωσε. Οι χρυσές λίρες δεν είχαν καμιά αξία εκεί…
Η οικογένεια ξαναβρέθηκε μαζί στην Αλεξανδρούπολη ..το κοντέρ είχε και πάλι μηδενίσει. Όλα από την αρχή. Η μικρή Αγγελικούλα ξανθιά ψηλή και γαλανομάτα την περνούσαν για βουλγαράκι , μιλούσε και άπταιστα βουλγαρικά και της πετούσαν καραμέλες και ψωμί από το τραίνο...Όλοι στην κατοχή περνούσαν όπως όπως.
Έμπορος γεννημένος ο κυρ-Χρήστος έπρεπε τώρα να κάνει δουλειές με τους Βούλγαρους. Το μυαλό του και η ψυχή του ήταν πώς να συντηρηθεί η οικογένειά του πώς να επιβιώσει. Χιλιόμετρα έκανε για ένα καρβέλι ψωμί και ένα κεφάλι κασέρι. Ήταν έμπορας τροφίμων από γεννησιμιού του και είχε τις άκρες. Δεν έλειψε ποτέ ο τενεκές λάδι από το σπίτι ούτε και το αλεύρι. Η κυρά- Φρόσω είχε αφεθεί πάνω στους ώμους του κυρ-Χρήστου του αγαπημένου της… ήταν και όμορφος πολύ!! Στην λέσχη τον είχαν βγάλει μίστερ Κομοτηνή πριν παντρευτεί. Τα παιδιά είχαν μοιάσει αυτόν… ήταν και από καλωσύνη γεμάτος… όλος ο κόσμος το ήξερε και τα ορφανά ακόμη περισσότερο!
Η κινητικότητα του κυρ-Χρήστου τα πήγαινε-έλα στους μαυραγορίτες κίνησαν την υποψία των Βουλγάρων.. Δεν έψαξαν και πολύ …αγράμματοι και άξεστοι ήταν… Τέτοιους έστειλαν για να μείνουν στην Θράκη. Ο κυρ Χρήστος δεν γύρισε μια μέρα στο σπίτι. Ανήμπορη η κυρά-Φρόσω κόντεψε να πεθάνει… έτρεχε… ρωτούσε.. άλλοι της έλεγαν ότι τον πήγαν στην Βουλγαρία άλλοι ότι τον εκτέλεσαν για κατάσκοπο… κανείς δεν τον είχε δει. Σαράντα μέρες αγωνίας έζησε με τα μικρά της μέχρι που μια γειτόνισσα τον είδε αγνώριστο μέσα στις βουλγάρικες φυλακές. Της έβαλε μέσα στο χέρι ένα μπιλιετάκι που το έβγαλε από την κάλτσα του… Είμαι ζωντανός!
Είχε πολλούς φίλους ο κυρ-Χρήστος. Ανάσταση στο σπίτι όταν βγήκε… όλοι έκλαιγαν …άλλοι από χαρά άλλοι από πόνο… Όλο το σώμα του ήταν καλυμμένο με πληγές..το θρακιώτικο κρύο δεν τις άφηνε να κλείσουν και την άλλη μέρα από τα καθημερινά βασανιστήρια γίνονταν καινούργιες. Δεν είχε τόση μεγάλη αγκαλιά ο κυρ-Χρήστος… έγερναν και οι ώμοι… αδύναμος δεν μπόρεσε να τους αγκαλιάσει όλους. Αφέθηκε στα χέρια της κυρά-Φρόσως που τον κανάκεψε και τον φρόντισε ώστε να γιάνει και να σηκωθεί γρήγορα! Η οικογένεια ήταν και πάλι ενωμένη !
Το 1944 τελείωσε ο πόλεμος οι Βούλγαροι φύγανε από την Θράκη. Η οικογένεια γυρνάει στην Κομοτηνή στο πατρικό. Οι Βούλγαροι το ισόγειο το είχαν κάνει στάβλο… τα πατώματα εκείνα τα ωραία ξύλα τα έριχναν στις σόμπες για να ζεσταθούν… τα παιδιά βρίσκανε μπίλιες ανάμεσα στα σπασμένα, απόδειξη ότι αυτοί που έμεναν είχαν μικρά παιδιά. Κατεστραμμένο το σπίτι αλλά το πείσμα και η υπομονή το έκανε και πάλι αρχοντικό. Από την αρχή και πάλι για την οικογένεια. Ο κυρ-Χρήστος βάζει μπρος το τυροκομείο έρχεται μαζί του και ο Βασίλης το τσιράκι που είχε από δεκαπέντε χρονών ήρθαν και τον βρήκαν και οι τούρκοι υποστατικοί.. Το καζάνι άρχισε να δουλεύει και έβγαζε το καλύτερο γάλα και τυρί της περιοχής.. άνοιξε και το παντοπωλείο… άνοιξε και ποδηλατάδικο και νοίκιαζε ποδήλατα… Γέμιζε και τις αποθήκες του με σιτάρια και καλαμπόκια που τα έστελνε στους χονδρέμπορους στην Αθήνα… Είχε πρόσωπο ο κυρ-Χρήστος και τιμή και λόγο και όλοι τον εμπιστεύονταν… Δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και ορθοπόδησε γρήγορα.
Μέχρι το 1950 φτιάχτηκε που λένε και τα πιτσιρίκια του η Αγγελικούλα και ο Γιώργος πηγαινοέρχονταν στα μαγαζιά του. Γέμισαν πάλι οι αυλές με γέλια και χαρές . Μπορεί η κυρά-Φρόσω να μην πήγε κανένα ταξίδι λόγω των δουλειών του άντρα της αλλά ταξίδευε μαζί του κάθε βράδυ στην αγκαλιά του. Ήταν ο ξανθός θεός της, τον λάτρευε αλλά και αυτός ακόμη πιο πολύ. Της έδειχνε την αγάπη του κάθε μέρα. Την γέμιζε με όλου του κόσμου τα καλά στην ποδιά της, της έλεγε λόγια τρυφερά, της έστελνε τουρκάλα να γυρίζει τα καζάνια με τα ασπρόρουχα και την στάχτη να μην κουράζει την μέση της, έφερνε καλούδια που της άρεζαν και την στόλιζε με κοσμήματα για να την καμαρώνει! Κι εκείνη ήταν περήφανη γι αυτόν… γαμπρό τον έβγαζε, κολλαρισμένο και με ρούχα που μοσχομύριζαν… κανείς δεν έλεγε ότι δούλευε σε τυροκομείο..Το κρεβάτι παστρικό μοσχομύριζε σαπούνι και οι τενεκέδες στην αυλή γεμάτες βασιλικούς και τριανταφυλλιές. Του έδειχνε καθημερινά την αγάπη της μέσα από το φαγητό..σαν άλλη Λωξάνδρα… και τον έκανε κάθε μέρα να αναστενάζει από ευχαρίστηση. Έβαζε αγάπη στο φαγητό και το νοστίμευε και κανείς δεν ήξερε γιατί οι μελιτζάνες στο ιμάμ της κυρά-Φρόσως γίνονταν τόσο νόστιμες… και οι λαλαγγίτες και το τσιζ-μπιζ χοιρινό και οι λαχανοντολμάδες… νοικοκυρά και μητέρα η κυρά-Φρόσω..
Έτσι ήρθαν τα καλύτερα. Μεγάλωσαν τα παιδιά η Αγγελικούλα έφερε γαμπρό στο σπίτι. Στρατιωτικό κουβάλησε το κορίτσι και κυρ-Χρήστος στραβομουτσούνιασε γιατί θα έχανε το κοριτσάκι του από κοντά τους. Ο Γιώργος αρραβωνιάστηκε και αυτός με την Σοφούλα η οικογένεια θα μεγάλωνε και του κυρ-Χρήστου η καρδιά δεν άντεξε τόση συγκίνηση. Πέθανε το 1962 σε ηλικία 57 χρονών όταν ήταν έγκυος η κόρη του Αγγελική στο πρώτο του εγγόνι δηλαδή εμένα!
Αυτή είναι η ιστορία του παππού μου που δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω… Η γιαγιά μου από τότε δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα. Κλείστηκε στο σπίτι της και δεν έβγαινε. Πηγαίναμε να την δούμε τα Σαββατοκύριακα από την Ξάνθη. Με έπαιρνε μικρή από το χεράκι και πηγαίναμε στα μνήματα να καθαρίσουμε τον τάφο και να τον στολίσουμε με μικρά κόκκινα αναρριχώμενα τριανταφυλάκια από τον κήπο. Τον καθαρίζαμε από τις πευκοβελόνες και όσο ανάβαμε το καντήλι, μου μιλούσε για την αγάπη τους..
Η γιαγιά μου έμεινε μαζί μας και μας μεγάλωσε. Αφιερώθηκε στην οικογένειά της και στα εγγόνια της. Η τελευταία της επιθυμία ήταν να «κοιμηθεί» στο ίδιο μέρος με τον αγαπημένο της. Μας μεγάλωσε με όση αγάπη εισέπραξε από την ζωή της. Μόνο αγάπη πήρε και μόνο αγάπη έδωσε..
Την γιαγιά μου όταν την ρωτούσα κάποια συμβουλή για να περνάω καλά με τον άνδρα μου, μου έλεγε…
« Όταν θυμώνει άστο κορίτσι μου αέρας να γίνει..» Αέρας γιαγιά...
ΞΑΝΘΙΠΠΗ
Είναι η σχέση αλληλεξάρτησης που έκανε τα παλιά ζευγάρια να στηρίζουν το ένα το άλλο και να μην γνωρίζουν από ενδοοικογενειακές κρίσεις και διαζύγια?
Είναι που δεν υπερεκτιμούσαν την ερωτική τους ζωή και δεν της έδιναν τον πρωτεύοντα ρόλο στην ζωή τους?
Είναι που οι ρόλοι ήταν προγεγραμμένοι και ξεκάθαροι για τον άνδρα και την γυναίκα και η συμβίωση ήταν ένας αγώνας επιβίωσης ή ακόμη μονομερών υποχωρήσεων ?
Ήταν που οι προτεραιότητές τους δεν είχαν καμιά σχέση με φιλοδοξίες και ανταγωνισμούς?
Ήταν που δεν ήξεραν από αστρολογία ούτε από συμβούλους γάμου?
Πως δυο ξένοι άνθρωποι παντρεμένοι με προξενιό έκαναν μια αρμονική οικογένεια? Σύμπτωση ή μάχιμη καθημερινότητα?
Ήταν που έδιναν αξία στις αρχές του θρησκευτικού όρκου τους ή απλά ήταν συνοδοιπόροι σε έναν αγώνα που δεν ήθελαν να τον κάνουν μόνοι….