Του Δημήτρη Κωνσταντάρα
Διάβασα με μεγάλη προσοχή , προ ημερών, μια συνέντευξη του σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου στο «Βήμα» που αναρτήθηκε και σε μερικά blogs , για τη συγκλονιστική του «περιπέτεια» του περασμένου Οκτωβρίου, με την «εισβολή» 4 αλλοδαπών στο σπίτι του στο Μετς.
Τα γεγονότα δεν είναι και πολύ γνωστά γιατί ουδέποτε δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα
από τα Μ.Μ.Ε. παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για εγκληματική ενέργεια μέσα στο σπίτι
ενός Έλληνα πολίτη από αλλοδαπούς εγκληματίες, πολλώ μάλλον γιατί οι...
εισβολείς παρά
λίγο να σκοτώσουν αυτόν τον Έλληνα πολίτη ο οποίος – εκτός των άλλων- είναι και ένας
διαλεχτός, πολυβραβευμένος σκηνοθέτης.
Η αφήγηση του Νίκου Κούνδουρου, μήνες μετά το περιστατικό, είναι συγκλονιστική:
«Το συμβάν βέβαια έχει ακόμη την "ουρά" του γιατί τα άτιμα τα πλευρά θέλουν μήνες
να κολλήσουν. Επτά-οκτώ μήνες. Κατά βάθος όμως οφείλω να πω ότι χαίρομαι που το
πέρασα» λέει. Και εξηγεί:
««Το γεγονός με έκανε να δω την πραγματικότητα. Είχα μια ανόητη ευαισθησία και
γενναιοδωρία με την είσοδο ή μάλλον την εισβολή των ξένων στην Ελλάδα. Ελεγα ότι
της ίδιας γης παιδιά είμαστε, να μπει ο κόσμος στην Ελλάδα, να ευφρανθεί, να νιώσει
ασφάλεια, να φάει, να πιει ελληνικό νερό. Ε, από την ώρα του περιστατικού τέρμα όλες
αυτές οι εφηβικές μαλακίες. Τέσσερα κτήνη, τέσσερις βάρβαροι που ούρλιαζαν και
βρωμούσαν και φορούσαν μάσκες με έκαναν να δω την πραγματικότητα».
Κι όταν ο δημοσιογράφος τον ρωτά « τι δεν θα ξεχάσει ποτέ από εκείνη τη βραδιά, ο
Κούνδουρος με δυο λόγια, «γράφει ένα σενάριο» για ένα θρίλερ που δεν γράφτηκε ποτέ :
«Εκείνο το "μην τον κρατάς, πνίξ΄ τον, τον πού….. " που φώναζε ο μόνος που άκουσα να
μιλάει τσάτραπάτρα ελληνικά. Εγώ πού….; Καλά το "πνίξ΄ τον", το "πού….." τι το θέλανε;
Από εκεί κινήθηκε ένας μηχανισμός από σκέψεις μου που πέταξε έξω από την Ελλάδα
όλους τους μετανάστες. Δεν είναι σωστό όμως και ως κοινωνική συμπεριφορά η Ελλάδα
να ανοίγει τις πόρτες της σαν την πουτ…. που ανοίγει τα πόδια της: 1.400.000 ξένοι μέσα
στη χώρα; Το 15% της χώρας μετανάστες; Πόσοι Ελληνες μπορούν να απορροφήσουν αυτό
το νούμερο; Και όμως, έγινε. Αυτά είναι συνέπειες του κόμπλεξ κατωτερότητας που έχουν
οι Ελληνες. Να ΄ναι καλά οι κυβερνήσεις. Οι Γερμανοί θα έπρεπε να έχουν το κόμπλεξ, όχι
εμείς».
Και το συγκλονιστικότερο εκείνης της διήγησης, όταν δέχεται την ερώτηση εάν το
περιστατικό είχε «κάτι ιδιαίτερο» που τον έκανε να αισθάνεται έτσι, είναι η παρακάτω
σκέψη του:
«Δεν ήθελαν μόνο να κλέψουν. Ηθελαν να σκοτώσουν. Εναν άλλον κύριο εδώ παρακάτω
τον έπνιξαν με μαξιλάρι. Εγώ μόλις που γλίτωσα. Κρατούσαν το μαξιλάρι στο πρόσωπό
μου και ίσα που ανέπνεα λίγο από το πλάι. Είδα μια εκδικητικότητα φυλετική, ταξική,
κοινωνική, εθνική, όπως θες πες το. Ηταν μίσος. Γιατί αυτό που ήθελαν να πάρουν το είχαν
πάρει. Τους το έδωσα. Πήγα στο χρηματοκιβώτιο και τους έδωσα ό,τι είχα. Μπήκαν σε
ένα σπίτι που για εκείνους ήταν το Λούβρο και εγώ τους πήγα στο χρηματοκιβώτιό μου να
τους δώσω ό,τι λεφτά είχα. Από την ταραχή μου δεν μπορούσα να θυμηθώ τον αριθμό του
κωδικού και έκανα ένα λάθος. Μου κοπάνησαν το κεφάλι στο ατσάλι. Μια και δυο και τρεις
φορές. Επί δεκαπέντε ημέρες το πρόσωπό μου ήταν μαύρο από το σκοτωμένο αίμα».
Ήταν πολύ σημαντική η συνέντευξη του Νίκου Κούνδουρου. Κι επειδή είναι ένας
σημαντικός Έλληνας, απ΄ αυτούς που «κάποιοι» αποκαλούν «επώνυμους» λες και
υπάρχουν και… «ανώνυμοι», επειδή είναι ένας άνθρωπος που η προσφορά του στην τέχνη
και τον πολιτισμό του δίνουν το δικαίωμα μα εκφέρει γνώμη και άποψη, ακόμη και επειδή
είναι ένας γνήσιος Αριστερός, από οικογένεια Αριστερών και ένας καθαρός Έλληνας , οι
τελευταίες φράσεις του ΠΡΕΠΕΙ κάτι να μας διδάξουν:
«Μετά το επεισόδιο βρέθηκα συνεπιβάτης στο αυτοκίνητο ενός φίλου δικηγόρου. Ηρθε
ένας Πακιστανός να καθαρίσει τα τζάμια. Του λέει ο φίλος “όχι”. Εγώ, που είχα μόλις
περάσει αυτά που είχα περάσει, του λέω “δώσ΄ του κάτι του νεαρού, δεν πειράζει”. Του
έδωσε λοιπόν ένα κέρμα. Το παίρνει ο Πακιστανός, το κοιτάζει και μας το πετά στα μούτρα.
Πήδηξα έξω σαν να ΄μουν 18 χρόνων, τον έπιασα από τον σβέρκο και τον έσυρα με μια
κακία, με ένα μίσος, στο αυτοκίνητο και του ΄πα “βρες το”. Από πίσω ο κόσμος έβλεπε
την εικόνα ενός λευκού που έσουρνε έναν φουκαρά Πακιστανό σαν να ήταν σκύλος. Η
εντύπωση που έδωσα ήταν ότι η λευκή ράτσα ταλαιπωρούσε έναν φουκαρά πακιστανό
σκύλο. Και όμως συνέβαινε το ανάποδο.»
Δεν μ αρέσει να «πηδάω» σε εύκολα συμπεράσματα. Αλλά αν οι ταλαίπωροι Πακιστανοί
που καθαρίζουν τα τζάμια μας μισούν όταν τους δίνουμε ένα κέρμα μικρής αξίας και με τη
συμπεριφορά τους μας κάνουν να τους μισούμε, τότε λύση δεν θα βρεθεί. Ποτέ.
Διάβασα με μεγάλη προσοχή , προ ημερών, μια συνέντευξη του σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου στο «Βήμα» που αναρτήθηκε και σε μερικά blogs , για τη συγκλονιστική του «περιπέτεια» του περασμένου Οκτωβρίου, με την «εισβολή» 4 αλλοδαπών στο σπίτι του στο Μετς.
Τα γεγονότα δεν είναι και πολύ γνωστά γιατί ουδέποτε δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα
από τα Μ.Μ.Ε. παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για εγκληματική ενέργεια μέσα στο σπίτι
ενός Έλληνα πολίτη από αλλοδαπούς εγκληματίες, πολλώ μάλλον γιατί οι...
εισβολείς παρά
λίγο να σκοτώσουν αυτόν τον Έλληνα πολίτη ο οποίος – εκτός των άλλων- είναι και ένας
διαλεχτός, πολυβραβευμένος σκηνοθέτης.
Η αφήγηση του Νίκου Κούνδουρου, μήνες μετά το περιστατικό, είναι συγκλονιστική:
«Το συμβάν βέβαια έχει ακόμη την "ουρά" του γιατί τα άτιμα τα πλευρά θέλουν μήνες
να κολλήσουν. Επτά-οκτώ μήνες. Κατά βάθος όμως οφείλω να πω ότι χαίρομαι που το
πέρασα» λέει. Και εξηγεί:
««Το γεγονός με έκανε να δω την πραγματικότητα. Είχα μια ανόητη ευαισθησία και
γενναιοδωρία με την είσοδο ή μάλλον την εισβολή των ξένων στην Ελλάδα. Ελεγα ότι
της ίδιας γης παιδιά είμαστε, να μπει ο κόσμος στην Ελλάδα, να ευφρανθεί, να νιώσει
ασφάλεια, να φάει, να πιει ελληνικό νερό. Ε, από την ώρα του περιστατικού τέρμα όλες
αυτές οι εφηβικές μαλακίες. Τέσσερα κτήνη, τέσσερις βάρβαροι που ούρλιαζαν και
βρωμούσαν και φορούσαν μάσκες με έκαναν να δω την πραγματικότητα».
Κι όταν ο δημοσιογράφος τον ρωτά « τι δεν θα ξεχάσει ποτέ από εκείνη τη βραδιά, ο
Κούνδουρος με δυο λόγια, «γράφει ένα σενάριο» για ένα θρίλερ που δεν γράφτηκε ποτέ :
«Εκείνο το "μην τον κρατάς, πνίξ΄ τον, τον πού….. " που φώναζε ο μόνος που άκουσα να
μιλάει τσάτραπάτρα ελληνικά. Εγώ πού….; Καλά το "πνίξ΄ τον", το "πού….." τι το θέλανε;
Από εκεί κινήθηκε ένας μηχανισμός από σκέψεις μου που πέταξε έξω από την Ελλάδα
όλους τους μετανάστες. Δεν είναι σωστό όμως και ως κοινωνική συμπεριφορά η Ελλάδα
να ανοίγει τις πόρτες της σαν την πουτ…. που ανοίγει τα πόδια της: 1.400.000 ξένοι μέσα
στη χώρα; Το 15% της χώρας μετανάστες; Πόσοι Ελληνες μπορούν να απορροφήσουν αυτό
το νούμερο; Και όμως, έγινε. Αυτά είναι συνέπειες του κόμπλεξ κατωτερότητας που έχουν
οι Ελληνες. Να ΄ναι καλά οι κυβερνήσεις. Οι Γερμανοί θα έπρεπε να έχουν το κόμπλεξ, όχι
εμείς».
Και το συγκλονιστικότερο εκείνης της διήγησης, όταν δέχεται την ερώτηση εάν το
περιστατικό είχε «κάτι ιδιαίτερο» που τον έκανε να αισθάνεται έτσι, είναι η παρακάτω
σκέψη του:
«Δεν ήθελαν μόνο να κλέψουν. Ηθελαν να σκοτώσουν. Εναν άλλον κύριο εδώ παρακάτω
τον έπνιξαν με μαξιλάρι. Εγώ μόλις που γλίτωσα. Κρατούσαν το μαξιλάρι στο πρόσωπό
μου και ίσα που ανέπνεα λίγο από το πλάι. Είδα μια εκδικητικότητα φυλετική, ταξική,
κοινωνική, εθνική, όπως θες πες το. Ηταν μίσος. Γιατί αυτό που ήθελαν να πάρουν το είχαν
πάρει. Τους το έδωσα. Πήγα στο χρηματοκιβώτιο και τους έδωσα ό,τι είχα. Μπήκαν σε
ένα σπίτι που για εκείνους ήταν το Λούβρο και εγώ τους πήγα στο χρηματοκιβώτιό μου να
τους δώσω ό,τι λεφτά είχα. Από την ταραχή μου δεν μπορούσα να θυμηθώ τον αριθμό του
κωδικού και έκανα ένα λάθος. Μου κοπάνησαν το κεφάλι στο ατσάλι. Μια και δυο και τρεις
φορές. Επί δεκαπέντε ημέρες το πρόσωπό μου ήταν μαύρο από το σκοτωμένο αίμα».
Ήταν πολύ σημαντική η συνέντευξη του Νίκου Κούνδουρου. Κι επειδή είναι ένας
σημαντικός Έλληνας, απ΄ αυτούς που «κάποιοι» αποκαλούν «επώνυμους» λες και
υπάρχουν και… «ανώνυμοι», επειδή είναι ένας άνθρωπος που η προσφορά του στην τέχνη
και τον πολιτισμό του δίνουν το δικαίωμα μα εκφέρει γνώμη και άποψη, ακόμη και επειδή
είναι ένας γνήσιος Αριστερός, από οικογένεια Αριστερών και ένας καθαρός Έλληνας , οι
τελευταίες φράσεις του ΠΡΕΠΕΙ κάτι να μας διδάξουν:
«Μετά το επεισόδιο βρέθηκα συνεπιβάτης στο αυτοκίνητο ενός φίλου δικηγόρου. Ηρθε
ένας Πακιστανός να καθαρίσει τα τζάμια. Του λέει ο φίλος “όχι”. Εγώ, που είχα μόλις
περάσει αυτά που είχα περάσει, του λέω “δώσ΄ του κάτι του νεαρού, δεν πειράζει”. Του
έδωσε λοιπόν ένα κέρμα. Το παίρνει ο Πακιστανός, το κοιτάζει και μας το πετά στα μούτρα.
Πήδηξα έξω σαν να ΄μουν 18 χρόνων, τον έπιασα από τον σβέρκο και τον έσυρα με μια
κακία, με ένα μίσος, στο αυτοκίνητο και του ΄πα “βρες το”. Από πίσω ο κόσμος έβλεπε
την εικόνα ενός λευκού που έσουρνε έναν φουκαρά Πακιστανό σαν να ήταν σκύλος. Η
εντύπωση που έδωσα ήταν ότι η λευκή ράτσα ταλαιπωρούσε έναν φουκαρά πακιστανό
σκύλο. Και όμως συνέβαινε το ανάποδο.»
Δεν μ αρέσει να «πηδάω» σε εύκολα συμπεράσματα. Αλλά αν οι ταλαίπωροι Πακιστανοί
που καθαρίζουν τα τζάμια μας μισούν όταν τους δίνουμε ένα κέρμα μικρής αξίας και με τη
συμπεριφορά τους μας κάνουν να τους μισούμε, τότε λύση δεν θα βρεθεί. Ποτέ.