Δικαστική εισήγηση προτείνει να κηρυχθεί ως αντισυνταγματική η νομοθετική ρύθμιση του 2002, που έδινε δίμηνη προθεσμία στους συμβασιούχους να καταθέσουν αιτήσεις για τη μονιμοποίησή τους, μετά το 2001, οπότε θεσπίστηκε η σχετική συνταγματική απαγόρευση.
Πρόκειται για τη διάταξη του νόμου 3051/2002, που είχε παρατείνει για δύο επιπλέον μήνες την προθεσμία εντός της οποίας μπορούσαν συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα να υποβάλουν αιτήσεις για κατάταξη σε οργανική θέση με σύμβαση αορίστου χρόνου.
Συγκεκριμένα, πριν από τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, ο σχετικός νόμος του 2000 έδινε προθεσμία δύο μηνών «στο προσωπικό που υπηρετεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ή υπηρέτησε μέσα στο χρονικό διάστημα από 1.8.1999 μέχρι 31.3.2000 στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ α' και β' βαθμίδας, το ΝΠΔΔ με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου πλήρους απασχόλησης ή με σύμβαση μίσθωσης έργου», να καταταγεί «σε οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του φορέα τελευταίας απασχόλησης».
Μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος ψηφίστηκε και ο επίμαχος νόμος του 2002, που παρέτεινε για δύο ακόμη μήνες την προθεσμία για να υποβάλουν οι συμβασιούχοι αίτηση τακτοποίησης.
Σύμφωνα, όμως, με την εισήγηση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φ. Μακρή, που έγινε κατά τη χθεσινή συζήτηση στην Ολομέλεια του ανώτατου δικαστηρίου, η ρύθμιση παραβιάζει το άρθρο 118 του Συντάγματος, καθώς το άρθρο αυτό, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση, «δεν παρέχει την ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να επεμβαίνει εκ νέου για τη θέσπιση κανόνων τακτοποίησης της υπηρεσιακής κατάστασης» των συμβασιούχων του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

 
Top