Γράφει ο Ευθύλογος
«Τους νεκρούς αστυνομικούς τους δείξατε στην τηλεόραση. Αν συλληφθούν οι δολοφόνοι θα τους δείξετε;»
Ήταν η ερώτηση που έθεσε πριν λίγες μέρες τηλεθεατής σε δημοσιογράφο – “πρωινατζή”, για να εισπράξει την απάντηση:
«Μα δεν το κάναμε για να διασύρουμε τους αστυνομικούς»
Ούτε που πήγε στο μυαλό του δημοσιογράφου ότι η ερώτηση μπορεί να μην απέβλεπε να προστατεύσει τους νεκρούς αστυνομικούς (ή έστω τη μνήμη τους) αλλά να στηλιτεύσει τα υπερβολικά δικαιώματα των δολοφόνων.
Δεν αποκλείεται να έχουμε υπερεκτιμήσει τα «ανθρώπινα δικαιώματα» και τα «προσωπικά δεδομένα» - ακόμη και των εν ψυχρώ δολοφόνων – που θωρούμε απόλυτα φυσιολογικό να τους προστατεύουμε σε βαθμό που να αποθρασύνει τους επόμενους δολοφόνους.
Το ότι η Ελλάδα κινδυνεύει να καταντήσει κόλαση για τους νομοταγείς και παράδεισος για τους εγκληματίες, πιστεύω πως δεν είναι άσχετο με την υπερβολική επιείκεια με την οποία αντιμετωπίζουμε ως πολιτεία αλλά και ως κοινωνία, την παρανομία, από την........ απλή μαθητική και νεανική παραβατικότητα ως τις κακουργηματικές πράξεις.
Οχυρωνόμαστε πίσω από φράσεις του τύπου «Η Δημοκρατία δεν εκδικείται» και μετριάζουμε τις ποινές όσων την επιβουλεύονται ή και την καταλύουν.
Επικαλούμαστε τον «κακιά ώρα» ή τον «βρασμό ψυχής» και αποφυλακίζουμε δολοφόνους. Εξάλλου η ελληνική γλώσσα με τις πάμπολλες εκφραστικές της δυνατότητες μας επιτρέπει να φονεύουμε κάποιον χωρίς να κατηγορούμαστε για φόνο. Αρκεί να του «καταφέρουμε θανατηφόρες σωματικές βλάβες».
Βέβαια για το θύμα το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, ο δράστης όμως, μάλλον γλυτώνει κάμποσα χρονάκια.
Καταφεύγουμε στην «μετεφηβική ηλικία», στη «διαταραγμένη προσωπικότητα», στη «γεροντική άνοια», κι αν δεν επαρκούν αυτά, τσουπ! εμφανίζεται ο «πρότερον έντιμος βίος» για να μετριάσει την βαρύτητα της ποινής. Άσε που έχουμε και τις «ιατρικές γνωματεύσεις» που πιστοποιούν ότι ο ασθενής «χρήζει ιατρικής φροντίδας», μεταθέτοντας στις καλένδες την εκδίκαση της υπόθεσης. Βλέπετε, τα ελαφρυντικά όταν συνεργάζονται με την κωλυσιεργία μεγαλουργούν.
Θα αναφέρω ένα μόνον παράδειγμα.
Το 1989 αφέθηκε ελεύθερος κάποιος ισχυρός ποδοσφαιρικός παράγων(κλικ εδώ ) για σοβαρούς λόγους υγείας.
Θυμάμαι τίτλο εφημερίδας (μάλλον βρωμοφυλλάδας):
«Κυνηγάνε έναν ετοιμοθάνατο!!»
Σήμερα (2011) ο «ετοιμοθάνατος» ζει και βασιλεύει παρά τα τότε τεράστια «προβλήματα υγείας» .
(Ποτέ δεν κατάλαβα πως συμβαίνει όταν τσακώνει κάποιον η τσιμπίδα του νόμου, αυτομάτως να αρρωσταίνει. Ίσως πρέπει να το αποδώσουμε κι αυτό στα θαύματα της Ιατρικής επιστήμης).
Πάντα βέβαια παραμένει στο οπλοστάσιο των εγκληματιών και των συνηγόρων τους «η ειλικρινής μεταμέλεια» που εν μια νυκτί μετατρέπει τους εγκληματίες σε αγγέλους, σε βαθμό που αισθανόμαστε την ανάγκη να τους ζητήσουμε και συγνώμη για την ταλαιπωρία που υπέστησαν.
Άλλωστε σύμφωνα με την ελληνική αντίληψη, για την εγκληματική συμπεριφορά των καθαρμάτων, εμείς φταίμε! Δεν ευθύνεται ο εγκληματίας αλλά η «άτιμη κοινωνία» που τον οδήγησε στο έγκλημα.
Ε! πώς να μην αισθανόμαστε υπόλογοι για τον κάθε παράνομο και πώς να μην συμφωνούμε με τον μετριασμό ή την εξάλειψη της ποινής!
Βέβαια ξεχνάμε ότι τον κατ’ εξακολούθηση καταχραστή δημοσίου χρήματος δεν τον ώθησε στην κατάχρηση η κοινωνία αλλά η πλεονεξία, τον φονιά της γυναίκας ή φίλης δεν τον ώθησε η κοινωνία αλλά ο διεστραμμένος εγωισμός, τον κλέφτη και τον ληστή δεν τον ώθησε η κοινωνία αλλά η τάση να αποκτήσει χωρίς κόπο αυτά που δεν δικαιούται, τον φοροφυγά δεν τον ώθησε η κοινωνία αλλά η απληστία για επί πλέον εισόδημα, τον αποδέκτη της «μίζας» δεν τον ώθησε η κοινωνία αλλά η λαιμαργία για παράνομο πλουτισμό, ακόμη και αυτόν που παρκάρει παράνομα δεν τον ώθησε η κοινωνία αλλά η λογική του «να κάνει τη δουλίτσα του» έστω κι αν δημιουργήσει πρόβλημα στους άλλους.
Ποιος από μας όταν καταλαμβάνουμε διαβάσεις και πεζοδρόμια, σκέφτεται ότι από υπαιτιότητα δική μας μπορεί να αναγκασθεί κάποιος πεζός να εκτεθεί σε κίνδυνο;
Αν όμως το παράνομο παρκάρισμα χαρακτηρίζονταν «ενσυνείδητη αμέλεια»
[1] (όπως και είναι κατά τη γνώμη μου) θα περιορίζονταν κατά πολύ οι θρασείς παραβάτες που θέλουν να «κάνουν τη δουλίτσα τους» αδιαφορώντας για τη ζωή ή την αρτιμέλεια των συνανθρώπων τους.
Δυστυχώς έχουμε εξοικειωθεί τόσο με την παρανομία που την θεωρούμε φυσιολογική, σχεδόν νόμιμη ίσως και «ολίγον ηθική».
Η λογική του «μα δεν είχε που να παρκάρει ο άνθρωπος», ή «γιατί μόνον αυτός παίρνει φακελάκι;» ή «πεινούσε ο κακομοίρης και γι’ αυτό έκλεψε» είναι ότι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε μια οργανωμένη κοινωνία. (Αν υποτεθεί ότι είμαστε).
Αν δεν έχω που να παρκάρω οφείλω να μην μετακινήσω το αυτοκίνητό μου, ή να νοικιάσω παρκινγκ ή να ψάξω μέχρι να βρω νόμιμη θέση.
Αν παίρνω φακελάκι δεν μειώνεται η βαρύτητα του εγκλήματος επειδή παίρνουν κι άλλοι.
Αν πεινάω, κλέβω ψωμί ή χτυπάω την ημέρα τις πόρτες και ζητάω μια δουλειά «του ποδαριού» έστω και «αντί πινακίου φακής», δεν μπαίνω τη νύχτα από τα παράθυρα στα ξένα σπίτια.
Ο Γιάννης Αγιάννης, που τόσο αρέσκονται να μας τον θυμίζουν κάποιοι κατ’ όνομα «ανθρωπιστές», έκλεψε ψωμί, δεν λήστεψε.
Και δεν φαντάζομαι οι σημερινοί «πεινώντες» να είναι περισσότερο πεινασμένοι από εκείνους τους δυστυχείς μικρασιάτες οδοιπόρους που με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ήρθαν περπατώντας στην Ελλάδα αποδεκατιζόμενοι καθ’ οδόν από τις κακουχίες.
Κι όμως!
«Δεν μας πείραξαν ποτέ ούτε ένα σπυρί καλαμπόκι!» μου είπε πριν καιρό ένας υπερήλικας που ήταν νεαρός αγρότης εκείνα τα σκληρά χρόνια. (Άλλοι καιροί άλλα ήθη)
Αντίθετα, μάλλον εμείς τους κλέψαμε καθώς αναφέρονται κάμποσες περιπτώσεις λαθροχειρίας για τις οποίες φέρεται υπεύθυνη η Ε.Α.Π. [Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων]. (Άλλοι καιροί τα ίδια ήθη!!) Τελικά ο σεβασμός της νομιμότητας είναι θέμα ήθους και κουλτούρας για τους πολιτισμένους και θέμα φόβου για τους πρωτόγονους.Οι πρωτόγονοι ελαύνονται τόσο ισχυρά από τα εγωιστικά τους ένστικτα, που μόνον ένα άλλο ένστικτο τουλάχιστον εξίσου ισχυρό, μπορεί να τους συγκρατήσει. Τέτοιο ένστικτο είναι μόνον το ένστικτο του φόβου.
Για τούτο ενώ όλοι θεωρούμε ότι η πρόληψη είναι προτιμότερη της καταστολής, πιστεύω ότι η καλλίτερη πρόληψη, είναι η παραδειγματική τιμωρία του αντίστοιχου προηγούμενου εγκλήματος.
Άποψη που ασφαλώς δεν την ασπάζονται οι εκάστοτε κρατούντες που καλλιέργησαν μια νοοτροπία «απάνθρωπης επιείκειας» εις βάρος των νομοταγών και υπέρ των παρανόμων.
Ίσως γιατί κάποιοι ταγοί μας, θα ήταν οι πρώτοι που θα έπρεπε να καθίσουν στο εδώλιο, ως κύριοι υπεύθυνοι για τη σημερινή πολυεπίπεδη κρίση που περνάμε.
Όχι πως εγώ ο απλός πολίτης δεν έχω τις ευθύνες μου αλλά να . . . ακόμη κι αν τα φάγαμε μαζί, σίγουρα μ’ έριξαν άγρια στη μοιρασιά.
Εδώ πρέπει να αποσαφηνίσω ότι με τον όρο «πρωτόγονοι» δεν εννοώ τους αγράμματους ή αμόρφωτους αλλά εκείνους που προτάσσουν το «εγώ» και προσπαθούν να το ικανοποιήσουν με οποιονδήποτε τρόπο αδιαφορώντας για το κόστος που προκύπτει από την συμπεριφορά τους για το «εμείς».
Αυτού του είδους οι «πρωτόγονοι», πιστεύω ότι είναι κοινωνικά επικίνδυνοι και πρέπει να αντιμετωπίζονται ανάλογα. Η κοινωνία έχει χρέος να προστατευθεί από αυτούς.
Και ο μόνος τρόπος (προς το παρόν) κατά τη γνώμη μου είναι οι αυστηρότερες ποινές, η αναβάθμιση του ρόλου (προφανώς και του κόστους) της Αστυνομίας και η συνεργασία κοινωνίας και διωκτικών αρχών.
[2] Αλλά μάλλον ζητάω πολλά από μια κοινωνία που κινούμενη ακόμη με βάση τα (δικαιολογημένα στο παρελθόν) μετεμφυλιακά και αντιχουντικά σύνδρομα, θεωρεί τη συνεργασία με την δικαιοσύνη και την αστυνομία ως ρουφιανιά και χαφιεδισμό. Ακριβώς γι’ αυτό και έχουμε φτάσει στο έσχατο σημείο σχιζοφρένειας, αφ’ ενός να πληρώνουμε φόρους για να τηρείται ο νόμος και αφ’ ετέρου, να υποθάλπουμε και να ενισχύουμε με τη στάση μας την παρανομία. Όταν δεν τηναπολαμβάνουμε διεκδικώντας τα πρωτεία στον τομέα του κοινωνικού μαζοχισμού.
Ήταν η ερώτηση που έθεσε πριν λίγες μέρες τηλεθεατής σε δημοσιογράφο – “πρωινατζή”, για να εισπράξει την απάντηση:
«Μα δεν το κάναμε για να διασύρουμε τους αστυνομικούς»
Ούτε που πήγε στο μυαλό του δημοσιογράφου ότι η ερώτηση μπορεί να μην απέβλεπε να προστατεύσει τους νεκρούς αστυνομικούς (ή έστω τη μνήμη τους) αλλά να στηλιτεύσει τα υπερβολικά δικαιώματα των δολοφόνων.
Δεν αποκλείεται να έχουμε υπερεκτιμήσει τα «ανθρώπινα δικαιώματα» και τα «προσωπικά δεδομένα» - ακόμη και των εν ψυχρώ δολοφόνων – που θωρούμε απόλυτα φυσιολογικό να τους προστατεύουμε σε βαθμό που να αποθρασύνει τους επόμενους δολοφόνους.
Το ότι η Ελλάδα κινδυνεύει να καταντήσει κόλαση για τους νομοταγείς και παράδεισος για τους εγκληματίες, πιστεύω πως δεν είναι άσχετο με την υπερβολική επιείκεια με την οποία αντιμετωπίζουμε ως πολιτεία αλλά και ως κοινωνία, την παρανομία, από την........ απλή μαθητική και νεανική παραβατικότητα ως τις κακουργηματικές πράξεις.
Οχυρωνόμαστε πίσω από φράσεις του τύπου «Η Δημοκρατία δεν εκδικείται» και μετριάζουμε τις ποινές όσων την επιβουλεύονται ή και την καταλύουν.
Επικαλούμαστε τον «κακιά ώρα» ή τον «βρασμό ψυχής» και αποφυλακίζουμε δολοφόνους. Εξάλλου η ελληνική γλώσσα με τις πάμπολλες εκφραστικές της δυνατότητες μας επιτρέπει να φονεύουμε κάποιον χωρίς να κατηγορούμαστε για φόνο. Αρκεί να του «καταφέρουμε θανατηφόρες σωματικές βλάβες».
Βέβαια για το θύμα το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, ο δράστης όμως, μάλλον γλυτώνει κάμποσα χρονάκια.
Καταφεύγουμε στην «μετεφηβική ηλικία», στη «διαταραγμένη προσωπικότητα», στη «γεροντική άνοια», κι αν δεν επαρκούν αυτά, τσουπ! εμφανίζεται ο «πρότερον έντιμος βίος» για να μετριάσει την βαρύτητα της ποινής. Άσε που έχουμε και τις «ιατρικές γνωματεύσεις» που πιστοποιούν ότι ο ασθενής «χρήζει ιατρικής φροντίδας», μεταθέτοντας στις καλένδες την εκδίκαση της υπόθεσης. Βλέπετε, τα ελαφρυντικά όταν συνεργάζονται με την κωλυσιεργία μεγαλουργούν.
Θα αναφέρω ένα μόνον παράδειγμα.
Το 1989 αφέθηκε ελεύθερος κάποιος ισχυρός ποδοσφαιρικός παράγων(κλικ εδώ ) για σοβαρούς λόγους υγείας.
Θυμάμαι τίτλο εφημερίδας (μάλλον βρωμοφυλλάδας):
«Κυνηγάνε έναν ετοιμοθάνατο!!»
Σήμερα (2011) ο «ετοιμοθάνατος» ζει και βασιλεύει παρά τα τότε τεράστια «προβλήματα υγείας» .
(Ποτέ δεν κατάλαβα πως συμβαίνει όταν τσακώνει κάποιον η τσιμπίδα του νόμου, αυτομάτως να αρρωσταίνει. Ίσως πρέπει να το αποδώσουμε κι αυτό στα θαύματα της Ιατρικής επιστήμης).
Πάντα βέβαια παραμένει στο οπλοστάσιο των εγκληματιών και των συνηγόρων τους «η ειλικρινής μεταμέλεια» που εν μια νυκτί μετατρέπει τους εγκληματίες σε αγγέλους, σε βαθμό που αισθανόμαστε την ανάγκη να τους ζητήσουμε και συγνώμη για την ταλαιπωρία που υπέστησαν.
Άλλωστε σύμφωνα με την ελληνική αντίληψη, για την εγκληματική συμπεριφορά των καθαρμάτων, εμείς φταίμε! Δεν ευθύνεται ο εγκληματίας αλλά η «άτιμη κοινωνία» που τον οδήγησε στο έγκλημα.
Ε! πώς να μην αισθανόμαστε υπόλογοι για τον κάθε παράνομο και πώς να μην συμφωνούμε με τον μετριασμό ή την εξάλειψη της ποινής!
Βέβαια ξεχνάμε ότι τον κατ’ εξακολούθηση καταχραστή δημοσίου χρήματος δεν τον ώθησε στην κατάχρηση η κοινωνία αλλά η πλεονεξία, τον φονιά της γυναίκας ή φίλης δεν τον ώθησε η κοινωνία αλλά ο διεστραμμένος εγωισμός, τον κλέφτη και τον ληστή δεν τον ώθησε η κοινωνία αλλά η τάση να αποκτήσει χωρίς κόπο αυτά που δεν δικαιούται, τον φοροφυγά δεν τον ώθησε η κοινωνία αλλά η απληστία για επί πλέον εισόδημα, τον αποδέκτη της «μίζας» δεν τον ώθησε η κοινωνία αλλά η λαιμαργία για παράνομο πλουτισμό, ακόμη και αυτόν που παρκάρει παράνομα δεν τον ώθησε η κοινωνία αλλά η λογική του «να κάνει τη δουλίτσα του» έστω κι αν δημιουργήσει πρόβλημα στους άλλους.
Ποιος από μας όταν καταλαμβάνουμε διαβάσεις και πεζοδρόμια, σκέφτεται ότι από υπαιτιότητα δική μας μπορεί να αναγκασθεί κάποιος πεζός να εκτεθεί σε κίνδυνο;
Αν όμως το παράνομο παρκάρισμα χαρακτηρίζονταν «ενσυνείδητη αμέλεια»
[1] (όπως και είναι κατά τη γνώμη μου) θα περιορίζονταν κατά πολύ οι θρασείς παραβάτες που θέλουν να «κάνουν τη δουλίτσα τους» αδιαφορώντας για τη ζωή ή την αρτιμέλεια των συνανθρώπων τους.
Δυστυχώς έχουμε εξοικειωθεί τόσο με την παρανομία που την θεωρούμε φυσιολογική, σχεδόν νόμιμη ίσως και «ολίγον ηθική».
Η λογική του «μα δεν είχε που να παρκάρει ο άνθρωπος», ή «γιατί μόνον αυτός παίρνει φακελάκι;» ή «πεινούσε ο κακομοίρης και γι’ αυτό έκλεψε» είναι ότι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε μια οργανωμένη κοινωνία. (Αν υποτεθεί ότι είμαστε).
Αν δεν έχω που να παρκάρω οφείλω να μην μετακινήσω το αυτοκίνητό μου, ή να νοικιάσω παρκινγκ ή να ψάξω μέχρι να βρω νόμιμη θέση.
Αν παίρνω φακελάκι δεν μειώνεται η βαρύτητα του εγκλήματος επειδή παίρνουν κι άλλοι.
Αν πεινάω, κλέβω ψωμί ή χτυπάω την ημέρα τις πόρτες και ζητάω μια δουλειά «του ποδαριού» έστω και «αντί πινακίου φακής», δεν μπαίνω τη νύχτα από τα παράθυρα στα ξένα σπίτια.
Ο Γιάννης Αγιάννης, που τόσο αρέσκονται να μας τον θυμίζουν κάποιοι κατ’ όνομα «ανθρωπιστές», έκλεψε ψωμί, δεν λήστεψε.
Και δεν φαντάζομαι οι σημερινοί «πεινώντες» να είναι περισσότερο πεινασμένοι από εκείνους τους δυστυχείς μικρασιάτες οδοιπόρους που με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ήρθαν περπατώντας στην Ελλάδα αποδεκατιζόμενοι καθ’ οδόν από τις κακουχίες.
Κι όμως!
«Δεν μας πείραξαν ποτέ ούτε ένα σπυρί καλαμπόκι!» μου είπε πριν καιρό ένας υπερήλικας που ήταν νεαρός αγρότης εκείνα τα σκληρά χρόνια. (Άλλοι καιροί άλλα ήθη)
Αντίθετα, μάλλον εμείς τους κλέψαμε καθώς αναφέρονται κάμποσες περιπτώσεις λαθροχειρίας για τις οποίες φέρεται υπεύθυνη η Ε.Α.Π. [Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων]. (Άλλοι καιροί τα ίδια ήθη!!) Τελικά ο σεβασμός της νομιμότητας είναι θέμα ήθους και κουλτούρας για τους πολιτισμένους και θέμα φόβου για τους πρωτόγονους.Οι πρωτόγονοι ελαύνονται τόσο ισχυρά από τα εγωιστικά τους ένστικτα, που μόνον ένα άλλο ένστικτο τουλάχιστον εξίσου ισχυρό, μπορεί να τους συγκρατήσει. Τέτοιο ένστικτο είναι μόνον το ένστικτο του φόβου.
Για τούτο ενώ όλοι θεωρούμε ότι η πρόληψη είναι προτιμότερη της καταστολής, πιστεύω ότι η καλλίτερη πρόληψη, είναι η παραδειγματική τιμωρία του αντίστοιχου προηγούμενου εγκλήματος.
Άποψη που ασφαλώς δεν την ασπάζονται οι εκάστοτε κρατούντες που καλλιέργησαν μια νοοτροπία «απάνθρωπης επιείκειας» εις βάρος των νομοταγών και υπέρ των παρανόμων.
Ίσως γιατί κάποιοι ταγοί μας, θα ήταν οι πρώτοι που θα έπρεπε να καθίσουν στο εδώλιο, ως κύριοι υπεύθυνοι για τη σημερινή πολυεπίπεδη κρίση που περνάμε.
Όχι πως εγώ ο απλός πολίτης δεν έχω τις ευθύνες μου αλλά να . . . ακόμη κι αν τα φάγαμε μαζί, σίγουρα μ’ έριξαν άγρια στη μοιρασιά.
Εδώ πρέπει να αποσαφηνίσω ότι με τον όρο «πρωτόγονοι» δεν εννοώ τους αγράμματους ή αμόρφωτους αλλά εκείνους που προτάσσουν το «εγώ» και προσπαθούν να το ικανοποιήσουν με οποιονδήποτε τρόπο αδιαφορώντας για το κόστος που προκύπτει από την συμπεριφορά τους για το «εμείς».
Αυτού του είδους οι «πρωτόγονοι», πιστεύω ότι είναι κοινωνικά επικίνδυνοι και πρέπει να αντιμετωπίζονται ανάλογα. Η κοινωνία έχει χρέος να προστατευθεί από αυτούς.
Και ο μόνος τρόπος (προς το παρόν) κατά τη γνώμη μου είναι οι αυστηρότερες ποινές, η αναβάθμιση του ρόλου (προφανώς και του κόστους) της Αστυνομίας και η συνεργασία κοινωνίας και διωκτικών αρχών.
[2] Αλλά μάλλον ζητάω πολλά από μια κοινωνία που κινούμενη ακόμη με βάση τα (δικαιολογημένα στο παρελθόν) μετεμφυλιακά και αντιχουντικά σύνδρομα, θεωρεί τη συνεργασία με την δικαιοσύνη και την αστυνομία ως ρουφιανιά και χαφιεδισμό. Ακριβώς γι’ αυτό και έχουμε φτάσει στο έσχατο σημείο σχιζοφρένειας, αφ’ ενός να πληρώνουμε φόρους για να τηρείται ο νόμος και αφ’ ετέρου, να υποθάλπουμε και να ενισχύουμε με τη στάση μας την παρανομία. Όταν δεν τηναπολαμβάνουμε διεκδικώντας τα πρωτεία στον τομέα του κοινωνικού μαζοχισμού.
* * * * * * * * * * *
[1] Ενσυνείδητη αμέλεια έχουμε όταν γνωρίζουμε το ενδεχόμενο αποτέλεσμα της πράξης μας αλλά θεωρούμε ότι «δεν θα συμβεί σε μας αυτό» (μάλλον γιατί είμαστε «ξύπνιοι», «μάγκες» και γενικά έχουμε όλες τις αρετές του Νεοέλληνα).
[2] α) Δεν παραγνωρίζω τον ρόλο της παιδείας αλλά η όποια συνεισφορά της στην βελτίωση της κοινωνικής συμπεριφοράς θα φανεί σε βάθος χρόνου. Εδώ μας καίει το σήμερα.
Αν και με τόσους «επισκέπτες» διαφορετικής ή ανύπαρκτης παιδείας που «φιλοξενούμε» μάλλον περιορίζονται δραματικά τα ευεργετικά αποτελέσματά της.
Εξ άλλου διαπίστωσα σε εκείνα τα πολυτελή γεύματα που «τα τρώγαμε μαζί», ότι δεν έλειπε η παιδεία από τους συνδαιτυμόνες μου. Ο φόβος για τις συνέπειες της εγκληματικής ευωχίας έλειπε . . .
β) Ενδεχομένως μια δικαιότερη κατανομή των εισοδημάτων να περιόριζε την εγκληματικότητα. Αλλά σε μια παγκοσμιοποιημένη και απόλυτα ανταγωνιστική κοινωνία – οικονομία ιδιωτικής πρωτοβουλίας είναι μάλλον ανέφικτη μια τέτοια προοπτική. Εξ άλλου η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας φαίνεται να μην ενδιαφέρεται για «δίκαια κατανομή» αλλά για «συμφέρουσα κατανομή» των εισοδημάτων.
Ευθύλογοςvacon28@gmail.com[2] α) Δεν παραγνωρίζω τον ρόλο της παιδείας αλλά η όποια συνεισφορά της στην βελτίωση της κοινωνικής συμπεριφοράς θα φανεί σε βάθος χρόνου. Εδώ μας καίει το σήμερα.
Αν και με τόσους «επισκέπτες» διαφορετικής ή ανύπαρκτης παιδείας που «φιλοξενούμε» μάλλον περιορίζονται δραματικά τα ευεργετικά αποτελέσματά της.
Εξ άλλου διαπίστωσα σε εκείνα τα πολυτελή γεύματα που «τα τρώγαμε μαζί», ότι δεν έλειπε η παιδεία από τους συνδαιτυμόνες μου. Ο φόβος για τις συνέπειες της εγκληματικής ευωχίας έλειπε . . .
β) Ενδεχομένως μια δικαιότερη κατανομή των εισοδημάτων να περιόριζε την εγκληματικότητα. Αλλά σε μια παγκοσμιοποιημένη και απόλυτα ανταγωνιστική κοινωνία – οικονομία ιδιωτικής πρωτοβουλίας είναι μάλλον ανέφικτη μια τέτοια προοπτική. Εξ άλλου η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας φαίνεται να μην ενδιαφέρεται για «δίκαια κατανομή» αλλά για «συμφέρουσα κατανομή» των εισοδημάτων.