Αναφορικά με τη δημοσκόπηση της GPO, και πριν δοκιμάσουμε να σταθούμε στα ποιοτικά της ευρήματα, χρειάζεται να επαναλάβουμε ότι γενικά οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν τις τάσεις του εκλογικού σώματος «κλειδώνοντας» χρονικά τη στιγμή που διεξάγονται.
Είναι προφανές ότι και η......
συγκεκριμένη, όπως και οι προηγούμενες, θα αφήσει τα «ίχνη» της στη συνείδηση των πολιτών, αλλά δεν θα δημιουργήσει προηγούμενο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι χρήσιμη ώστε τα κομματικά επιτελεία, αφού τη μελετήσουν, να εντοπίσουν τις «κλειστές γωνίες» και επ’ αυτών να δουλέψουν ώστε να τροφοδοτήσουν τις ηγεσίες τους με απόψεις και εκτιμήσεις σχετικά με την εικόνα των κομμάτων τους.
Ένα γενικό συμπέρασμα είναι ότι, το πολιτικό σύστημα δυσκολεύεται να προσαρμοσθεί και να ικανοποιήσει τις ανάγκες ενός πλέον απαιτητικού κοινού. Τα δύο μεγάλα κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, δεν ελκύουν και αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι, έχουν σ’ ένα βαθμό απομακρυνθεί ιδεολογικά και πολιτικά από τις θέσεις τους.
Το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να αφομοιώσει πολιτικές που μέχρι πρότινος χαρακτήριζε «νεοφιλελεύθερες» και «δεξιές», ενώ η Νέα Δημοκρατία προσανατολισμένη προς αναζήτηση μιας «ιδεολογικής καθαρότητας», έχει χάσει το πλεονέκτημα της «πολυσυλλεκτικότητας» που χαρακτήριζε την πολυετή πορεία της. Σε επίπεδο διαπιστώσεων είναι εμφανές ότι, τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας δεν πείθουν για τις προθέσεις τους.
Ο μειούμενος δείκτης εμπιστοσύνης είναι ανάλογος της εκλογικής τους επιρροής, ενώ ταυτόχρονα η απήχησή τους στο εκλογικό σώμα αθροιστικά δεν συγκεντρώνει ποσοστά αυτοδυναμίας. Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι πολλοί, και διαφορετικοί για το κάθε κόμμα ξεχωριστά, αλλά ο κυριότερος είναι ότι, αδυνατούν να εκφράσουν πολιτική πρόταση που εκτός των άλλων θα εμπεριέχει ελπίδα και όραμα για την επόμενη ημέρα.
Με τα δεδομένα αυτά είναι σαφές ότι, όταν τα κόμματα δεν απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών, αργά ή γρήγορα εκφυλλίζονται και νομοτελειακά οδηγούνται στη διάλυση. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαραίτητα θα συμβεί. Θα μπορούσε όμως αν συνεχίσουν να λειτουργούν με όρους «κομματικής αυτοσυντήρησης» και όχι με «όρους κοινωνίας». Και θα συμβεί εφόσον οι ηγεσίες τους αγνοήσουν τις διεργασίες που αυτή την ώρα συντελούνται στο υπόστρωμα της κοινωνίας.
Ως τελική διαπίστωση εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι, η κοινωνία ενώ απορρίπτει το πολιτικό σύστημα στο όνομα του κομματικού status, δεν αποκλείει να «επανεπενδύσει» σ’ αυτό εφόσον η ανανέωση του αποκτήσει περιεχόμενο και ουσία. Σε κάθε όμως περίπτωση το «πολιτικό αύριο» δεν θα θυμίζει πολλά πράγματα από το σήμερα. Αφού ακόμα και ο δικομματισμός θα εξελιχθεί και θα πάρει μορφή διπολισμού με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις πολιτικές εξελίξεις.
ΧΑΡΗΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ
http://www.statesmen.gr
Είναι προφανές ότι και η......
συγκεκριμένη, όπως και οι προηγούμενες, θα αφήσει τα «ίχνη» της στη συνείδηση των πολιτών, αλλά δεν θα δημιουργήσει προηγούμενο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι χρήσιμη ώστε τα κομματικά επιτελεία, αφού τη μελετήσουν, να εντοπίσουν τις «κλειστές γωνίες» και επ’ αυτών να δουλέψουν ώστε να τροφοδοτήσουν τις ηγεσίες τους με απόψεις και εκτιμήσεις σχετικά με την εικόνα των κομμάτων τους.
Ένα γενικό συμπέρασμα είναι ότι, το πολιτικό σύστημα δυσκολεύεται να προσαρμοσθεί και να ικανοποιήσει τις ανάγκες ενός πλέον απαιτητικού κοινού. Τα δύο μεγάλα κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, δεν ελκύουν και αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι, έχουν σ’ ένα βαθμό απομακρυνθεί ιδεολογικά και πολιτικά από τις θέσεις τους.
Το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να αφομοιώσει πολιτικές που μέχρι πρότινος χαρακτήριζε «νεοφιλελεύθερες» και «δεξιές», ενώ η Νέα Δημοκρατία προσανατολισμένη προς αναζήτηση μιας «ιδεολογικής καθαρότητας», έχει χάσει το πλεονέκτημα της «πολυσυλλεκτικότητας» που χαρακτήριζε την πολυετή πορεία της. Σε επίπεδο διαπιστώσεων είναι εμφανές ότι, τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας δεν πείθουν για τις προθέσεις τους.
Ο μειούμενος δείκτης εμπιστοσύνης είναι ανάλογος της εκλογικής τους επιρροής, ενώ ταυτόχρονα η απήχησή τους στο εκλογικό σώμα αθροιστικά δεν συγκεντρώνει ποσοστά αυτοδυναμίας. Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι πολλοί, και διαφορετικοί για το κάθε κόμμα ξεχωριστά, αλλά ο κυριότερος είναι ότι, αδυνατούν να εκφράσουν πολιτική πρόταση που εκτός των άλλων θα εμπεριέχει ελπίδα και όραμα για την επόμενη ημέρα.
Με τα δεδομένα αυτά είναι σαφές ότι, όταν τα κόμματα δεν απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών, αργά ή γρήγορα εκφυλλίζονται και νομοτελειακά οδηγούνται στη διάλυση. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαραίτητα θα συμβεί. Θα μπορούσε όμως αν συνεχίσουν να λειτουργούν με όρους «κομματικής αυτοσυντήρησης» και όχι με «όρους κοινωνίας». Και θα συμβεί εφόσον οι ηγεσίες τους αγνοήσουν τις διεργασίες που αυτή την ώρα συντελούνται στο υπόστρωμα της κοινωνίας.
Ως τελική διαπίστωση εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι, η κοινωνία ενώ απορρίπτει το πολιτικό σύστημα στο όνομα του κομματικού status, δεν αποκλείει να «επανεπενδύσει» σ’ αυτό εφόσον η ανανέωση του αποκτήσει περιεχόμενο και ουσία. Σε κάθε όμως περίπτωση το «πολιτικό αύριο» δεν θα θυμίζει πολλά πράγματα από το σήμερα. Αφού ακόμα και ο δικομματισμός θα εξελιχθεί και θα πάρει μορφή διπολισμού με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις πολιτικές εξελίξεις.
ΧΑΡΗΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ
http://www.statesmen.gr