Του ΤΑΣΟΥ ΠΑΠΠΑ
Στο βιβλίο του «Το λεξικό της πιάτσας» ο Βρασίδας Καπετανάκης στο λήμμα «κόττα» αναφέρει: «προσβλητική προσφώνησις επί ανδρών και γυναικών: «τον ενομίζαμε για καλό άνδρα, και αποδείχθηκε κόττα».
Είναι οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ (και ορισμένοι υπουργοί)... «κότες βρεγμένες» που ντρέπονται γι' αυτά που ψηφίζουν, σύμφωνα με την περιγραφή του υπουργού Υγείας Α. Λοβέρδου ή μήπως, ακόμη χειρότερα, είναι «κότες λειράτες» που σκούζουν και κουνάνε τα καχεκτικά φτερά τους για να δείξουν στην κοινωνία ότι πασχίζουν για τα συμφέροντα των αδυνάτων, αλλά την κρίσιμη στιγμή επιστρέφουν στο κοτέτσι και δηλώνουν υποταγή στον αρχηγό κόκορα;
Εύκολα κάποιος παρατηρητής μπορεί να συμφωνήσει με τον προσβλητικό αυτό χαρακτηρισμό βλέποντας τους περισσότερους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ άλλα να λένε στις ιδιωτικές συζητήσεις τους, μερικοί και στις δημόσιες παρεμβάσεις τους, και άλλα να πράττουν στις ψηφοφορίες. Πρόκειται για οπορτουνιστική συμπεριφορά; Εχουμε να κάνουμε με μια βολική επιλογή του τύπου «και με τον χωροφύλαξ (ψηφοφόρο) και με τον αστυφύλαξ (κυβέρνηση)». Ή μήπως ξεδιπλώνεται η γνωστή από το παρελθόν τακτική που θέλει το ΠΑΣΟΚ να υποδύεται επιτυχώς και τους δύο ρόλους, δηλαδή και της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης;
Πιθανόν τέτοιες σκοπιμότητες να υπάρχουν. Ωστόσο, είναι η πρώτη φορά από την εποχή της ίδρυσης του κινήματος που τα στελέχη του βρίσκονται σε τόσο δυσάρεστη θέση. Παλιότερα οι αναδιπλώσεις σε διάφορα ζητήματα (κυρίως στην εξωτερική πολιτική) συνοδεύονταν από ρητορικούς εξτρεμισμούς και φαντεζί κινήσεις σε άλλα πεδία που λειτουργούσαν καθησυχαστικά, ενώ στο εσωτερικό μέτωπο η σταθερή αντιδεξιά παραμυθία χαλιναγωγούσε τους βιαστικούς.
Σήμερα καλούνται να υπηρετήσουν μια πολιτική η οποία βρίσκεται στον αντίποδα της στρατηγικής του κόμματος, σε ευθεία αντιπαράθεση με τα υπεσχημένα και, το κυριότερο, παρουσιάζεται ως μονόδρομος. Κι όλα αυτά χωρίς να έχει προηγηθεί μια εσωτερική διαδικασία που με οργανωμένο τρόπο και πειστικά επιχειρήματα θα προσπαθούσε να δικαιολογήσει την απότομη στροφή.
Βιώνουν, με άλλα λόγια, μια σχιζοφρενική κατάσταση. Από τη μια πλευρά υπάρχει η συνείδησή τους και οι ψηφοφόροι τους οι οποίοι καθημερινώς τους εγκαλούν για τα κυβερνητικά μέτρα, ζητώντας τους να κάνουν κάτι για ν' αλλάξουν τα πράγματα, και από την άλλη είναι η συνοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Πρέπει λοιπόν να διαλέξουν ανάμεσα στη σωτηρία της ψυχής τους και στη σωτηρία της κυβέρνησης.
Το δίλημμα είναι καταθλιπτικό, γιατί ουδείς τους εγγυάται ότι με την πολιτική που εφαρμόζεται η οικονομία θα ανακάμψει και η κοινωνία θα προστατευθεί. Ουδείς από την ηγεσία μπορεί να δεσμευθεί, και να γίνει φυσικά πιστευτός, ότι τελικώς οι θυσίες θα πιάσουν τόπο. Και μόνο στην ιδέα ότι θα χρειαστεί να βάλουν πλάτη και για άλλα μέτρα, εξίσου σκληρά με τα προηγούμενα, πανικοβάλλονται.
Για την ώρα ο φόβος της πτώσης της κυβέρνησης και η απειλή του πολιτικού θανάτου λειτουργούν αποτρεπτικά. Η οργή πολλών βουλευτών εξαντλείται στη γενικόλογη κριτική, στη δαιμονοποίηση του Γ. Παπακωνσταντίνου, στις πιέσεις προς τους υπουργούς για περισσότερη διαβούλευση και σε «μικροεκβιασμούς» προκειμένου να αποσυρθούν οι πιο επαχθείς διατάξεις ορισμένων νομοσχεδίων. Ωστόσο, υπάρχουν και όρια στην ανοχή. Ηδη τα ξεπέρασαν τέσσερις και βρέθηκαν εκτός κοινοβουλευτικής ομάδας. Ο πρωθυπουργός επισείει τον μπαμπούλα των πρόωρων εκλογών με λίστα για να αποτρέψει νέες διαρροές.
Οι διεργασίες, πάντως, στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής ομάδας είναι πυκνές. Τα πρόσωπα που έχουν επιλεγεί να στελεχώσουν τους μηχανισμούς περιφρούρησης της ενότητας και εκλογίκευσης των εντάσεων δεν είναι σε θέση να παίξουν αυτό το ρόλο. Αμφισβητείται η επάρκειά τους. Οι διαφωνίες δεν έχουν πάρει ακόμη οργανωμένη μορφή, αλλά είναι ζήτημα χρόνου να αποκτήσουν. Προς το παρόν, στο στόχαστρο βρίσκονται το οικονομικό επιτελείο και η ομάδα του μεγάρου Μαξίμου. Ο πρωθυπουργός είναι στο απυρόβλητο. Το ερώτημα είναι, έως πότε; Για πόσο ακόμη δηλαδή θα κατηγορούνται για νεοφιλελευθερισμό οι Παπακωνσταντίνου - Σαχινίδης και όχι αυτός που τους επέλεξε;
Ερήμην του αποφασίζουν; Για πόσο ακόμη θα εγκαλείται για αστοχίες η επικοινωνιακή ομάδα και όχι αυτός που τη συγκρότησε; Για πόσο ακόμη θα δουλεύει το σχήμα «ο καλός πρόεδρος και οι μοιραίοι συνεργάτες του»; Κάθε ηγέτης χρειάζεται μαξιλαράκια για να απορροφούν τους κραδασμούς. Οταν όμως τα μαξιλαράκια ξεπουπουλιαστούν (για να επανέλθουμε στη θεωρία περί κότας), τότε μένει μόνος του απέναντι στην κατακραυγή.
Πηγή:Τα νέα του Στείριου