Γράφει η
Σοφία Βούλτεψη
Περάσαμε τα Χριστούγεννα και διανύουμε την τελευταία εβδομάδα του χρόνου μέσα στον απόλυτο τρόμο.  Για πρώτη φορά φαίνεται ότι δεν δόθηκε εντολή να επιτραπεί στον λαό να ξεχαστεί για λίγο – κάτι που για τις ημέρες των Χριστουγέννων ήταν πάντα αυτονόητο, όπως και ο σεβασμός στα «μπάνια του λαού». 




Αυτή τη φορά, τέτοια ανάπαυλα δεν υπάρχει. Από το πρωί ως το βράδυ ακούμε για τα χρήματα που πρέπει να εξοικονομηθούν και από πού θα βρεθούν – απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι αυτονόητη: Σε μια χώρα που δεν παράγει τίποτε (και επομένως το αίτημα της ανταγωνιστικότητας είναι κενό γράμμα), είναι γνωστό πού θα βρεθούν τα χρήματα. 


Εκεί βρίσκεται και η εξήγηση ότι δεν επετράπη στιγμή χαλάρωσης. Στο μυαλό όλων πρέπει να παραμείνει σφηνωμένη η σκέψη ότι θα υποχρεωθούν να σφίξουν κι’ άλλο το ζωνάρι. 


Με τον τρόπο αυτό, αποφεύγονται και οι πονηρές σκέψεις. Όπως αυτές που κάνει κάποιος αν διερωτηθεί «πού πήγαν τα λεφτά;». Όπως αυτές που αυτόματα έρχονται στο μυαλό, αν διαβάσει κανείς την έρευνα που δημοσιεύουμε σήμερα για τον τρόπο διαχείρισης των κοινοτικών κονδυλίων. 


Ακούμε, για παράδειγμα, ότι 700 εκατομμύρια ευρώ εξοικονομήθηκαν από την μη καταβολή του δώρου των Χριστουγέννων, ενώ άλλα 500 εκατομμύρια θα εξοικονομηθούν από το πάγωμα των μισθών κατά το 2011. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να το δεχθούμε αδιαμαρτύρητα, χωρίς να αναζητήσουμε ευθύνες από κανέναν, διότι αυτό είναι, πάει και τελείωσε. 


Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ψίχουλα μπροστά σ’ αυτά που χάθηκαν από την κακοδιαχείριση και διασπάθιση των κοινοτικών κονδυλίων, των οποίων αν είχε γίνει σωστή χρήση δεν θα βρισκόμασταν στην σημερινή κατάσταση. 


Υπενθυμίζω ότι μετά το 1981, η Ελλάδα εισέπραξε από τα πλαίσια στήριξης της ΕΕ πάνω από 60 δις ευρώ. Υπενθυμίζω επίσης ότι η κατανομή αυτών των χρημάτων έχει ως εξής: Την περίοδο 1985-1987 η Ελλάδα έλαβε 1,2 δις εκιού για τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα. Μετά το 1988 είχαμε το πρώτο και το δεύτερο πακέτο Ντελόρ. Το πρώτο υλοποιήθηκε την περίοδο 1988-1993, ήταν 8 δις εκιού και επρόκειτο για γερή ενίσχυση από τα διαρθρωτικά ταμεία της τότε ΕΟΚ. Το δεύτερο πακέτο Ντελόρ (1994-1999) πρόσφερε ακόμη γενναιότερη ενίσχυση: 17,5 δις εκιού και αποσκοπούσε στην οικονομική και κοινωνική συνοχή, κυρίως των ασθενεστέρων οικονομικά περιφερειών.  Μετά ήλθε το τρίτο πακέτο (2000-2006), με 25 δις ευρώ. Και τώρα βρισκόμαστε στο τέταρτο (το ΕΣΠΑ) με τουλάχιστον 22,5 δις ευρώ. 


Στο μεταξύ, άλλα χρήματα έρχονταν για επιμέρους δράσεις, όπως η αγροτική οικονομία (με τις περίφημες επιδοτήσεις), για την ανάπτυξη της οποίας η Ελλάδα εισέπραξε πάνω από 40 δις ευρώ (τα περισσότερα από κάθε άλλη χώρα), αλλά παρ’ όλα αυτά οι αγρότες βρίσκονται σταθερά στις αρχές κάθε χρόνου στα μπλόκα. 


Αν τα συνυπολογίσουμε όλα αυτά, μιλούμε για ποσά μεγαλύτερα από το ύψος του ληστρικού δανείου από τον μηχανισμό στήριξης. Και μάλιστα για ποσά που δεν αποτελούσαν δάνειο, αλλά μοναδική προϋπόθεση για την εκταμίευσή τους ήταν η εθνική συμμετοχή και η χρηστή διαχείριση. 


Η Ελλάδα δεν ανταποκρίθηκε σε καμιά από τις δύο υποχρεώσεις της. Με συνέπεια τις χαμηλές απορροφήσεις, που με την σειρά τους προκαλούσαν βιαστικές και χωρίς ελέγχους διαδικασίες και τις γνωστές «γέφυρες» με μεταφορά χρημάτων από την μια περίοδο ευρωπαϊκής οικονομικής στήριξης στην άλλη. 


Μια δεύτερη συνέπεια ήταν ότι οι ελλιπείς έλεγχοι και οι ατασθαλίες προκαλούσαν πρόστιμα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η χώρα μας υποχρεώθηκε να επιστρέψει μέρος των χρημάτων (με χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτήν του Κτηματολογίου). 


Παρ’ όλο αυτόν τον πακτωλό χρημάτων, η Ελλάδα δεν ολοκλήρωσε την αναβάθμιση των βασικών συγκοινωνιακών της υποδομών, όπως ο ΠΑΘΕ και ο κεντρικός κορμός του σιδηροδρομικού δικτύου. Ακόμη πιο πίσω βρέθηκε όσον αφορά στην υλοποίηση άυλων επενδύσεων που είχαν ενταχθεί στα ΚΠΣ, όπως η αναβάθμιση των δημοσίων υπηρεσιών και η εκπαίδευση. 


Παρά τα τρία ΚΠΣ, το ΕΣΥ παρέμεινε χωρίς μηχανοργάνωση και τα νοσοκομεία μας συνέχισαν να λειτουργούν με μπακάλικα τεφτέρια, χωρίς να καθίστατο δυνατός οποιοσδήποτε έλεγχος. Η πρώτη προσπάθεια για μηχανοργάνωση έγινε με το Α΄ ΚΠΣ, η δεύτερη με το Β΄ και η τρίτη με το Γ΄. Αποτέλεσμα μηδέν. Τώρα ακούμε ότι η μηχανοργάνωση θα έλθει την άνοιξη, μαζί με τα… χελιδόνια. 


Παράλληλα, τα έργα κατακερματίζονταν σε πολλά προγράμματα (το Α΄ ΚΠΣ «κόπηκε» σε 25 προγράμματα, το Β΄  σε 30 και το Γ΄ σε 24, ενώ στην Πορτογαλία ουδέποτε υπήρξαν άνω των 17 προγραμμάτων). 

  

Διαπιστώνεται έτσι ότι το θέμα δεν είναι να φθάνουν απλώς τα χρήματα, αλλά και να αξιοποιούνται σωστά. Διαφορετικά συμβαίνει αυτό που έγινε στην Ελλάδα: Αύξηση του ΑΕΠ με παράλληλη αύξηση της ανεργίας. Το 1995 το ΑΕΠ αυξανόταν με ρυθμό  2,1% και η ανεργία βρισκόταν στο 9,2%. Το 1999 παρουσιαζόταν ανάπτυξη της τάξης του 3,4% και η ανεργία βρισκόταν στο 12%.  


Θα μπορούσε να πει κάποιος: Ναι, πρόκειται για πολλά λεφτά, αλλά τελικά ήσαν όσα πήραμε τον Απρίλιο από την τρόικα. Δεν είναι έτσι και μπορεί κανείς αυτό εύκολα να το αντιληφθεί. Διότι τα λεφτά που πήραμε από την τρόικα είναι δανεικά και για να τα πάρουμε παραιτηθήκαμε από την εθνική μας κυριαρχία. 


Τα λεφτά που πήραμε από την τρόικα γεννάνε τόκους. Ενώ τα λεφτά που παίρνουμε από την ΕΕ θα μπορούσαν να γεννήσουν κι’ άλλα λεφτά για την χώρα, αν είχαν αξιοποιηθεί σωστά και δεν είχαν κατασπαταληθεί, διασπαθιστεί, μεταφερθεί στο πελατειακό κράτος και τελικά κλαπεί. 


Σύμφωνα με όλες τις μελέτες  της Κομισιόν, η Ελλάδα δεν μπορεί να αξιοποιήσει αποδοτικά τα κοινοτικά χρήματα. Για κάθε 1 ευρώ, μπορούσαμε να έχουμε όφελος από την αύξηση του ΑΕΠ τουλάχιστον 2,5 ευρώ. Το όφελος, όμως, σύμφωνα με την πρόβλεψη της Κομισιόν για την Ελλάδα ήταν μόλις 1,07 ευρώ ως και το 2010! 

  

Το 2010 ήλθε και έφυγε κι’ εμάς μας πάτησε το τρένο…
 
Top