Του Αλέξη Π. Μητρόπουλου
Στην ιστορία των λαών υπήρχαν πάντοτε κρίσιμες στιγμές, κατά τις οποίες η εξάντληση των ορίων του συστήματος και η διάνοιξη μεγάλων ρωγμών στο θεσμικό εποικοδόμημα ήταν έκδηλες. Σε τέτοιες στιγμές η παραγωγική βάση και οι εξ αυτής απορρέουσες κοινωνικές σχέσεις αποστασιοποιούνται αισθητά ή αποκόπτονται από τις διευθυντικές ελίτ. Είναι η λεγόμενη «αναντιστοιχία» της βάσης προς τους θεσμούς.
Στην ατέρμονη πορεία των καπιταλιστικών κρίσεων (όπως διδάσκει και η κλασική οικονομική θεωρία αλλά και η διαλεκτική του ιστορικού υλισμού) πολλές τέτοιες περιστάσεις θα παρουσιαστούν και στο μέλλον. Η πορεία του Ευρωπαϊκού Εργατικού και Πολιτικού (Σοσιαλιστικού - Κομμουνιστικού) Κινήματος είναι γεμάτη από τέτοιες καθοριστικές στιγμές. Σ’ αυτές δοκιμάζονται οι ηγεσίες των Κινημάτων και των Λαών. Αν ερμηνεύσουν σωστά τη συγκυρία και αντιδράσουν με ρεαλιστικό (συνάμα όμως και οραματικό) τρόπο, αν αντέξουν και σταθούν όρθιες στις θελκτικές σειρήνες αλλοτρίωσης των συστημικών προσφορών, τότε το ρήγμα που διανοίχθηκε θα κλείσει υπέρ των πολλών. Μια νέα ποιοτική ισορροπία στην ταξική πάλη θα συντελεστεί, μια νέα έμπνευση για την οικονομική και πολιτική δημοκρατία θα συνεγείρει την πλειονότητα του λαού.
Η ιστορία του Εργατικού Κινήματος έχει να επιδείξει πολλές αρνητικές, αλλά και θετικές, «ανταποκρίσεις». Το σύνηθες πάντως ήταν τα πολιτικά υποκείμενα να είναι ανίκανα, απρόθυμα ή αδύναμα να εκμεταλλευτούν υπέρ του λαού την κρίση του συστήματος. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, η συμπεριφορά των ηγεσιών έτυχε (και όχι αδίκως) πολύ απαξιωτικών χαρακτηρισμών, ώστε να αποβληθεί από το «μαρτυρολόγιο» των εργαζομένων.
Ως προς την παρούσα κρίση στη χώρας μας, έχουμε υποστηρίξει ότι η Αριστερά στο σύνολό της ήταν ανέτοιμη να την αντιμετωπίσει, ώστε να επιτευχθεί η υπέρβαση. Δεν είχε επεξεργασμένες προτάσεις για ομαλές πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, αν και στις παρυφές της και στον κοινωνικό χώρο επιρροής της υπήρξαν πολλές επιστημονικές και κοινωνικές συνειδήσεις που υποδείκνυαν αρκετές διαχειρίσιμες και υλοποιήσιμες ιδέες. Τα σχήματα όμως ακολούθησαν τον αυτοποιητικό τους δρόμο. Οι αυτόνομες, αλλά τεκμηριωμένες, αναλύσεις δεν «ανα-γνωρίστηκαν» από τις δικές της νεφελώδεις προσλήψεις. Έτσι, στην αρχή μούδιασε, αργότερα προσπάθησε να αμυνθεί και οι ραγδαίες εν τέλει εξελίξεις την κατέστησαν απλό παρατηρητή τους.
Η κρίση χρέους, που μετεξελίχθηκε σε κρίση δανεισμού, αφενός μεν λόγω των λοιδοριών και του εξοστρακισμού του λαού και του κράτους από εγχώριους παράγοντες και ξένους κερδοσκόπους, αφετέρου δε λόγω της προϊούσας αποσυγκρότησης του παραγωγικού ιστού (εξαιτίας κυρίως της καταπλεονεκτικής λειτουργίας των κανόνων της ΟΝΕ), έδειξε ότι η Αριστερά δεν ήταν προετοιμασμένη ούτε να αναλάβει διεθνείς πρωτοβουλίες ούτε να συνάψει τέτοιες συμμαχίες για τη διάσωση της πατρίδας. Ο ορατός κίνδυνος χρεοκοπίας (κατά την κυρίαρχη εκδοχή των πραγμάτων) και η είσοδος στον μηχανισμό «στήριξης» τη βρήκαν ανίκανη να αντιπροβάλει μια ενωτική, σύγχρονη, τεκμηριωμένη σε επιστημονική βάση πρόταση, προκειμένου να πείσει τον λαό ότι αυτή μπορεί να τον οδηγήσει σε έξοδο από την κρίση. Αναλώθηκε σε υποθετικές – ανεδαφικές εν πολλοίς – προτάσεις, που δεν έπεισαν (όπως είναι φυσικό) την πλειονότητα του λαού μας.
Το ΚΚΕ οχυρώθηκε στην παλιά του θέση για έξοδο από την Ε.Ε. (με ομολογουμένως μικρότερη επιμονή), τώρα που η ατελής αυτή Περιφερειακή Ολοκλήρωση είχε χρέος να μας σώσει από την επιδείνωση, που κυρίως οι κανόνες της επέφεραν στη χώρα. Παρά την πάγια μαρξιστική θέση ότι πρέπει να δίνεις τη μάχη στο πεδίο του ταξικού αντιπάλου και ότι η υποχώρηση κατανοείται μόνο ως ελιγμός τακτικής, δεν είχε τη δυνατότητα να εξηγήσει από ποιες άλλες συμπληρωματικές – αλλά καθοριστικές – κινήσεις έπρεπε να συνοδευτεί αυτή η αποχώρηση, ώστε και τις οφειλές μας να διεκδικήσουμε και τη χώρα να μην οδηγήσουμε στον «θάλαμο της εντατικής». Άλλοι από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, αλλά και ανεξάρτητοι διαλεκτικοί διανοούμενοι, εισηγήθηκαν διάφορες προτάσεις, ρεαλιστικές ή ουτοπικές, πολλές από τις οποίες ήσαν – και εξακολουθούν να παραμένουν – ενδιαφέρουσες.
Επεξεργασίες
Για να καταστούν όμως πολιτικό διακύβευμα, έπρεπε να υποβληθούν και να τύχουν επεξεργασίας από ένα ενωτικό πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο της Ενωμένης Αριστεράς, με προσβάσεις και συμμαχίες στην Ευρώπη και στις άλλες μεγάλες χώρες του πλανήτη. Αν οι πολίτες έβλεπαν αυτήν την ελπιδοφόρα πρωτοβουλία, τότε θα ξεπερνούσαν τις δικαιολογημένες, άλλωστε, φοβίες και αγωνίες τους για τη στερεότητα και αποτελεσματικότητα της συγκρουσιακής, ούτως ή άλλως, με τη νεοφιλελεύθερη τεχνοδομή της Ε.Ε. πρότασης. Αυτό θα προσέδιδε ισχυρό λαϊκό έρεισμα στην εναλλακτική λύση.
Παρ’ όλα αυτά, η συμπεριφορά των ηγεσιών και των παραγόντων της έδειξε ότι αδιαφορεί για τις νέες ενοποιητικές γραμμές που διανοίγει το μνημόνιο στο κοινωνικό σώμα. Ακόμη και στην πρώτη οργανωμένη δοκιμασία τής ετερόνομης συνθήκης που επέβαλε η τριαρχία των δανειστών μας, δηλαδή τις Αυτοδιοικητικές Εκλογές του Νοεμβρίου, έμεινε πιστή στην εσωτερική της ενδελέχεια. Ήταν, ως εκ τούτου, επόμενο και κατά την ψήφιση των νόμων που «ξηλώνουν το Κοινωνικό Κράτος» (κατά την εντολή του εκπροσώπου του ΔΝΤ στη σύσκεψη των αρχών Ιανουαρίου 2010 – βλ. άρθρο Γκαλμπρέιθ στην «Ελευθεροτυπία της Κυριακής» της 27.6.2010, σελ. 31-33) να τηρήσει την ίδια στάση. Δεν θέλησε να αφήσει κατά μέρος τους εγωισμούς και τις «ιδεολογικές καθαρότητες» για να αποτρέψει την ακύρωση των εργασιακών κατακτήσεων του μαρτυρικού λαού μας των τελευταίων 100 χρόνων.
Για όσους μελετάμε ιστορικά την πολιτική, κοινωνική και σοσιαλιστική Αριστερά, υπό τη σκιά της οικοδόμησης και της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά και της προσχώρησης της Σοσιαλδημοκρατίας στο νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο, αυτό ήταν φυσιολογικό και αναμενόμενο. Η αποτυχία συντονισμού του Λαού, των Συνδικάτων και της Κοινωνίας σε μια κοινή στάση απέναντι στο καταστροφικό και διαρκώς προς το χειρότερο επικαιροποιούμενο μνημόνιο, ήταν προδιαγεγραμμένη. Η Αριστερά παρακολουθεί, με απλές και συντεταγμένες κινητοποιήσεις, με ρυθμικές φωνές και βλέμμα δύσπιστο προς τους άλλους ενεργοποιημένους πολίτες, την καταστροφή των μισθών, των συντάξεων, των εργασιακών σχέσεων, της δημόσιας υγείας, της στέγης και σε λίγο την εκποίηση των Κοινωφελών Επιχειρήσεων και της δημόσιας περιουσίας για τη δημιουργία κεφαλαίου υπέρ των δανειστών. Η καταγραφή δυνάμεων και η συντεταγμένη επαναστατική γυμναστική ως αυτοσκοπός είναι, κατά τον Μαρξ, εκδήλωση παγιωμένου συντηρητισμού.
Ο πολιτικός όμως χρόνος έχει τις δικές του διαστάσεις. Και η ώρα μηδέν μπορεί να διαρκέσει. Ακόμη υπάρχει καιρός η Αριστερά να μπει μπροστά, με σύγχρονο λόγο και ενωτικό, μαχητικό σχήμα, ώστε να σταματήσει τον πολτοποιητικό τροχό της Ιστορίας. Διαφορετικά, δεν έχει λόγο ύπαρξης. Οι ηγεσίες άλλωστε, όπως έλεγαν και οι θεμελιωτές του διαλεκτικού υλισμού, αλλά προπάντων ο μεγάλος της Πολιτικής Ιστορίας Θουκυδίδης, δοκιμάζονται για την επάρκειά τους στις μεγάλες στιγμές των κοινωνιών. Και ιστορικότερη στιγμή για τον πολύπαθο λαό μας από αυτήν που περνάμε σήμερα, δεν έχει υπάρξει από τότε που, καθημαγμένος και ακρωτηριασμένος, εξήλθε από το «χειρουργείο» της ξενοκίνητης δικτατορίας.
(*)Ο Αλέξης Π. Μητρόπουλος είναι πανεπιστημιακός και Πρόεδρος της Ένωσης για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους (ΕN.ΥΠ.Ε.Κ.Κ., www.enypekk.gr).