1η Σεπτεμβρίου: Το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης
ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΣΦΑΓΙΑΣΑΝ 10.000 ΑΘΩΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ

Γράφει ο συγγραφέας-λαογράφος Γιώργος Λεκάκης,
www.lekakis.com

Η αυριανή ημέρα είναι μια...

μέρα πένθους για την Σαμοθράκη. Η 1η Σεπτεμβρίου είναι για το νησί των Θρακικών Σποράδων ιερή ιστορική ημέρα. Τιμάται το Ολοκαύτωμα της νήσου, το οποίο συνέβη την 1η Σεπτεμβρίου 1821, όταν οι Τούρκοι έσφαξαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Σαμοθράκης, στην τοποθεσία Εφκάς (ή Φκας). Γι’ αυτό στην πλατεία του Εφκά γίνεται επιμνημόσυνος δέηση στο ηρώον, κατάθεση στεφάνων, απόδοση τιμών από τμήμα στρατού, σιγή ενός λεπτού και ανακρούεται ο εθνικός ύμνος. Έπειτα, στο Πνευματικό Κέντρο, που φέρει το όνομα «Ν. Φαρδύς» εκφωνείται το ιστορικό της ημέρας, και εν τέλει ακούγονται τραγούδια, από την Παιδική Χορωδία του Πνευματικού Κέντρου. Ούτε γιορτές, ούτε γλέντια. Είναι μια ημέρα μνημοσύνης και συλλογισμού για τους Σαμοθρακίτες.

Ας μάθουμε όμως γι’ αυτό το τραγικό ολοκαύτωμα, που κανένα βιβλίο δεν φρόντισε να μας μάθει στα σχολεία:

Ήταν Αύγουστος του 1821. Οι Σαμοθρακίτες εν βρασμώ. Πολλοί ήταν ήδη μεμυημένοι στην Φιλική Εταιρεία. Είχαν συνδέσμους με συμπατριώτες τους στην Κωνσταντινούπολη και με τον μητροπολίτη Μαρωνείας, Κωνστάντιο, είχαν ήδη δημιουργήσει το ψυχολογικό υπόβαθρο. Έτσι ξεσηκώθηκαν από τους Ψαριανούς και επαναστάτησαν κατά του Muhammed Bey Selihtar. Αλλά την 1η Σεπτεμβρίου 1821 η νήσος κατεστράφη από το μένος των Οθωμανών, δια γενικής σφαγής του άρρενος πληθυσμού, από τον Τούρκο υποναύαρχο μπέη Καρά-Αλή. Σφαγιάσθηκαν περίπου 10.000 άνδρες και αγόρια (κατ’ άλλες πηγές 8.000 ανθρώπους)! Τα γυναικόπαιδα επωλήθησαν στα παζάρια της Κωνσταντινουπόλεως και της Σμύρνης. Πολλά από αυτά τα γυναικόπαιδα αγόρασαν φιλέλληνες. (Πρέπει να εξάρουμε τις προσπάθειες γι’ αυτό του Ελβετού φιλέλληνος Εϋνάρδου, συνιδρυτού – αργότερα – της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, μαζί με τον Ηπειρώτη ευεργέτη Γεώργιο Σταύρου). Τα σπίτια τους κάηκαν (βλ. σχ. Gr. Temple “Travels”, τ. α’, 102-119, που επεσκέφθη το νησί το 1834). Η Σαμοθράκη επλήρωσε ακριβά την Επανάσταση των Ελλήνων.

Γράφει σχετικώς ο Ν. Φαρδύς:

«Μάτην εζήτησα εν ταις επαρχούσαις ιστορίαις της ελληνικής επαναστάσεως και μάλιστα εν τη του Σ. Τρικούπη, ν’ αναγνώσω τι αφοράν την καταστροφήν της νήσου Σαμοθράκης, συμβάσαν τη 1 Σεπτεμβρίου του 1821. Η νήσος Σαμοθράκη, ως και πάσα άλλη νήσος του Αιγαίου πελάγους είναι νήσος ελληνικότατη. Από των αρχαιοτάτων χρόνων υπέστη την καθόλου τύχην του ελληνικού έθνους και επί τέλους υπέκυψε τον αυχένα εις την βία Μωάμεθ του Β’, ότε δε το 1821 ηγγέλθη αυτή ότι έφθασεν η ώρα της ελευθερώσεώς της, εκήρυξεν εαυτήν ελευθέραν του τουρκικού ζυγού και τη μητρί Ελλάδι ανήκουσαν. Το τόλμημα τούτο ετιμωρήθη υπό του δεσπότου της δι’ οξυτάτου πελέκεως, κατά δε την μαρτυρίαν του Lacroix, του μόνου, εφ’ όσον υπάρχει μοι γνωστόν, ειπόντος, δύο και μόνους λέξεις επί του γεγονότος τούτου: «Οι Τούρκοι κατερήμωσαν ασπλάχνως την νήσον ταύτην εν τω υπέρ ανεξαρτησίας αγώνι…» – βλ. σχ. Univers Ιles La Grece, Παρίσιοι, 1853, κεφ. 372.

Βεβαίως γραπτά μνημεία της ιστορικής ταύτης αληθείας δεν υπάρχουσιν, όμως εισέτι πολλοί εξ εκείνων, οίτινες διέφυγον την σπάθην του βαρβάρου, απαχθέντες αιχμάλωτοι εις Κωνσταντινούπολιν και πωληθέντες ως κτήνη εν τοις αγοραίς του Βυζαντίου. Τον προπαρελθόντα δε Μάιον απέθανεν εις των γερόντων, ο Σάββας Κεφάλας, ο οποίος, εν νεανική ηλικία κατά την εποχήν εκείνην, μετ’ άλλων Σαμοθρακών ηγωνίσθη υπέρ ελευθερίας εν Σαμοθράκη και μετά την αποτυχίαν κατετάχθη εθελοντής εις το ελληνικόν ναυτικόν.

Τον γέροντα τούτον δια τελευταίαν φοράν είδον εν Σαμοθράκη τον προπαρελθόντα Μάιον.

Κατά την σύμφωνον δε αφήγησιν των γερόντων της Σαμοθράκης, τα καθέκαστα του δυστυχήματος τούτου έχουσιν ως εξής:

Ελληνικόν πλοίον, όπερ διήρχετο τας νήσους του Αιγαίου πελάγους, προ της ενάρξεως του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος των Ελλήνων, και παρότρυνε ταύτας εις γενικήν κατά του τυράννου επανάστασιν, διήλθε και δια Σαμοθράκης και είπεν τοις προϊούσιν, οπόταν ακούσιν την επαναστατικήν κίνησιν της Ελλάδος, να διώξουν τους υπάρχοντας ολίγους Τούρκους και να λάβωσιν αυτοί την διοίκησιν της νήσου. Μετ’ ενθουσιασμού οι Σαμοθράκες ησπάσθησαν την πρότασιν ταύτην και ωρκίσθησαν πίστιν και υποταγήν τοις πρωταγωνιστούσι ομογενέσι.

Πράγματι, δε, άμα έμαθαν τα γενόμενα εν Πελοποννήσω και ανέγνωσαν την προκήρυξιν του ελληνικού στόλου της 19 Απριλίου 1821, εκδήλωσαν εις τον Μουδίρην της νήσου, ότι του λοιπού είναι Έλληνες ελεύθεροι και, κατά συνέπειαν, δεν έχουσι πλέον να πληρώνωσι φόρους εις τον Σουλτάνον. Ήσαν δε κατά την εποχήν ταύτην, πρόκριτοι της νήσου οι ακόλουθοι: Αλέξιος Αινείτης, Γεωργούδης Πεζούλας, Σάββας Χατζή Γιαννάκης και άλλοι. Δημογέρων δ’ ο Χατζής Γεώργης.

Η είδησις αυτή μετεδόθη αμέσως εις Δαρδανέλια, οπόθεν εξηρτάτο η Σαμοθράκη, αλλ’ η τουρκική κυβέρνησις, ευρισκόμενη εις μεγαλύτερας ενασχολήσεις, εκώφευσεν επί τινάς μήνας εις τα κινήματα των Σαμοθρακών.

Εν τω μεταξύ δε οι Σαμόθρακες οχύρωσαν μέρη τινά της νήσου και υπό την αρχηγίαν του Χατζή Γεώργη, του μόνου εγγραμμάτου επί της νήσου, όστις τοις διαβεβαίωσεν ότι αφ’ ημέρας εις ημέραν ελληνικός στόλος έμελλε να έλθει εις υπεράσπισίν των, ανέμενον αφόβως τον εχθρόν.

Τα οχυρώματά των ήσαν ασφαλέστατα, αλλ’ όπλων και πολεμοφοδίων ήσαν υστερημένοι.

Εγεύθησαν δε σχετικής ελευθερίας σχεδόν τεσσάρων μηνών, ήτις τοις παρεσκεύασε τον παντελή όλεθρόν των.

Την 1η Σεπτεμβρίου του 1821 καθ’ ην ο Καπουδάν πασάς απεβίβασεν εις την νοτιοδυτικήν παραλίαν της νήσου, εις θέσιν καλουμένην Μαυρηλιαίς, χίλιους, ως λέγεται, τακτικούς στρατιώτας, όπως καθυποτάξη τους αποστατήσαντας Σαμόθρακας.

Πριν αρχίσωσιν αι εχθροπραξίαι, εστάλησαν, ως λέγεται, από τον τουρκικόν στρατόν πρεσβευταί, όπως ζητήσωσι την υποταγήν των επαναστατών ο αρχηγός των, όμως, Χατζή Γεώργης απήντησεν εν λέξει τοιάδε: «Ημείς αντί φόρων έχομεν μπαρούτι και μολύβι, είμεθα Έλληνες και ως τοιούτοι προτιμώμεν ν’ αποθάνωμεν, παρά να ήμεθα σκλάβοι».

Η πρώτη συμπλοκή έλαβε χωράν έξωθεν του χωρίου εις θέσιν καλουμένην Μύλοι.

Οι Έλληνες κατείχαν τα υψώματα του Κούκου και του Βρυχού. Ότε δε οι Τούρκοι έφθασαν μέχρι της εισόδου του χωρίου, έλαβαν μία εκκένωσιν πυροβόλων επάνω των, η οποία επλήγωσε τινάς εξ αυτών. Η απρόοπτος αυτή προσβολή τους ανάγκασε προς στιγμήν να οπισθοχωρήσωσιν, όταν, όμως, εστοχάσθησαν ότι οι πολεμούντες Έλληνες ήσαν ολίγοι, ώρμησαν εν σώματι κατ’ αυτών και άλλους μεν εφόνευσαν, άλλους δε και ζώντας συνέλαβαν και τοιουτοτρόπως, εν διαστήματι ολίγων ωρών, εγένοντο κύριοι του χωριού.

Στρατός άλλης κυβερνήσεως, εν τοιαύτει περιστάσει, ήθελεν αρκεσθή εις το να συλλάβη τους πρωταιτίους, οίτινες δεν ήσαν περισσότεροι των πεντήκοντα, να επαναφέρει την τάξιν και να απέλθη εκείθεν αφήνων ήσυχον το άοπλον πλήθος, όπερ δεν έδειξεν ουδεμίαν αντίστασιν.

Αλλ’ όχι, ο ένοπλος ούτος άγριος στρατός παράφρων εισεπήδησεν εν τω χωρώ, όπου γυναίκες, παιδιά, γέροντες και άοπλοι χωρικοί με εσταυρωμένας χείρας περιέμενον την τύχην των, θύων και αφανίζων παν το προστυχόν. Η σφαγή και ο καταδιωγμός εξηκολούθησαν επί πολλάς ημέρας. Κατά τας πρώτας τρεις ημέρας συνέλαβαν όλους αδιακρίτως, ηλικίας πάσης, τους έκλεισαν εντός οικιών, εκείθεν δε δεμένους τους έφερον εις την όχθιν του διαρρέοντος το χωρίον ρυακίου και εκεί ως αρνιά τους έσφαζον. Το ρυάκιον τούτο έκτοτε ωνομάσθη Εφκάς (= Επτακοσίας) ως εκ του αριθμού των εκεί σφαγέντων Σαμοθρακών.

Καθ’ όλας τας αλλάς ημέρας εξηκολούθουν να διατρέχωσι τα βουνά της Σαμοθράκης και, ως εν κυνηγίω, να πυροβολώσι πάντα όντινα απήντων. Το βάρβαρον τούτο και απάνθρωπον κυνήγιον διήρκεσε περί τας τριάκοντα ημέρας.

Τινές των κατοίκων κατώρθωσαν και έφυγαν δια θαλάσσης, άλλοι δ’ εκρύβησαν εις τα σπήλαια των υψηλότερων κορυφών της νήσου και ούτως ηδυνήθησαν να διαφύγωσι το ξίφος των βαρβάρων.

Ότε δε οι Τούρκοι δεν απήντων πλέον ουδένα, όπως τον φωνεύσωσι, κατέλιπον την νήσον εν πλήρει πεποιθήσει ότι δεν αφήκαν ούτε έναν ζώντα, απαγαγόντες εις αιχμαλωσίαν όλα τα παιδιά, όσα δεν εφόνευσαν.

Όταν οι εις τα όρη καταφυγόντες εβεβαιώθησαν περί της φυγής των Τούρκων, κατήλθον εις το χωρίον και μετρηθέντες ευρέθηκαν μόνον εκατόν. Και οι φυγόντες δια θαλάσσης, περί τους τριακόσιους, άμα έμαθον την απομάκρυνσιν των Τούρκων, επανέκαμψαν εις τας κατερημωθείσας εστίας των, όπως επαναλάβωσι την καλλιέργειαν των γαιών των, κλαίοντες και οδυρόμενοι επί τοις απολεσθείσι γονεύσιν, αδελφοίς, συζύγοις, τέκνοις και συγγενέσιν αυτοίς.

Αλλά τα δυστυχήματα πάντοτε αλλεπάλληλα έρχονται. Η σφαγή του μηνός Σεπτεμβρίου τοσούτον τρόμον ενεποίησεν τοις εναπομείνασι, ώστε, άμα έβλεπαν ξένον και προ πάντων Τούρκον, ευθύς, καταλιπόντες τα έργα των και τας οικίας των, έφευγαν εις τα όρη. Την ηθικήν των ταύτην κατάστασιν επωφελήθησαν οι διαφόρων μερών πειραταί και προ πάντων οι Τουρκαλβανοί, οίτινες ελήστευον τας οικίας των και διήρπαζον τα κτήνη των.

Η ελεεινή αύτη κατάστασις διήρκεσεν οκτώ έτη, ούτως ώστε μέχρι του 1829 κατώρθωσαν να μην αφήσωσι, κατά το λεγόμενον, λίθον επί λίθου. Ακόμη δε και μέχρι σήμερον, μετά πεντήκοντα έτη, οι δυστυχείς Σαμόθρακες δεν ηδυνήθησαν να ανακτήσωσι την προτέρα ευδαιμονίαν των. Το όνομα δε του Τούρκου εμποιεί φρίκην και τρόμον, αν και Τούρκους συμπολίτας δεν έχουσιν ει μη μόνον πέντε.

Γέννημα και θρέμμα της νήσου Σαμοθράκης, υιός δε πατρός αιχμαλωτισθέντος εν τη πανωλεθρίη εκείνη, έκρινα καλόν να φέρω εις γνώσιν των ιστοριογράφων την ιστορικής ταύτην αλήθειαν.

Σήμερον δ’, οπότε και πάλιν όλων των Ελλήνων η τύχη εκ νέου διακυβεύεται, είθε η ανάμνησις αύτη να εύρη ευμενή ακρόασιν παρ’ εκείνοις, αφ’ ων η τύχη των πραγμάτων κρέμεται.

Την ημέραν δε ταύτην πολλαί γραίαι την εορτάζουσι εις μνή¬μην της σφαγής των γονέων των και «του χαλασμού», όπως τον ονομάζουσιν.

Ωσαύτως δ’ η αρχή του τραγοδίου του περιγράφοντος την σφαγήν εκείνην έχει ως εξής:

Την Πρωτοσταυρινίτσα την Πέφτη το πωρνό
προβάλανε οι Τούρκοι ‘πό πάν’ απ’ το βουνό.

Οι Σαμόθρακες, ακόμη και σήμερον, όταν ονειδίζουσιν τους ευήθεις και δειλούς συμπολίτας των, λέγουσιν τούτοις ότι κατάγονται από τους επτακόσιους» – βλ. σχ. «Έγγραφον εν Καρύους της Κορσικής κατ’ Ιούνιον του 1886». (Ν. Β. Φαρδύς, Σαμόθραξ).

Γιατί, όταν οι οθωμανοί εισέβαλαν έβγαλαν κήρυκες να επιστρέψουν οι κάτοικοι στα σπίτια τους, από τα βουνά και τα δάση, και δεν πρόκειται να πειράξουν πλέον κανέναν. Κάποιοι πείστηκαν κι επέστρεψαν. Οι οθωμανοί όμως δεν κράτησαν τον λόγο τους, έπιασαν 700 απ’ αυτούς τους ευπίστους που επέστρεψαν και τους έσφαξαν κι αυτούς, στο ρέμα, στην Χώρα, που έκτοτε φέρει για όνομά του τον αριθμό τους: Εφκάς (ή Φκας < Επτάς < επτακόσιοι). Ο οθωμανικός στόλος, φέρνει ως τρόπαιο στην Κωνσταντινούπολι, 30 Έλληνες από την Σαμοθράκη, κρεμασμένους στα κατάρτια του και τις ελληνικές σημαίες κρεμασμένες ανάποδα. Ένα τραγούδι τοπικό μιλάει γι’ αυτήν την αποφράδα για την Σαμοθράκη ημέρα: Σήμερα είναι Τρίτη και πρωτοσταυρινιά, όπου μας εχαλάσαν οι Τούρκοι σαν σκυλιά. Επαίρναν τα κεφάλια κι αφήναν τα κορμιά, γεμίσαν τα σοκάκια και όλα τα στενά. Μόνο μετά από 6ετή ολοκληρωτική ερήμωση άρχισαν δειλά-δειλά κάποιοι να επανέρχονται στην «καταραμένη» νήσο. Πρώτα οι Σαμοθρακίτες διασωθέντες σε γειτονικά νησιά κι έπειτα κι άλλοι, εκ Θράκης, Λέσβου, Ίμβρου, Θάσου, Λήμνου, αλλά και εξ Ηπείρου, Μάνης και Κυδωνιών (νυν Αϊβαλί), κλπ. Έτσι σιγά-σιγά συνωκίσθη. «Αλλά μετ’ ολίγου, σώματα χριστιανών και αρναούτηδων από την Μακεδονία, πληρωμένα από την ελληνική κυβέρνηση, εισέβαλαν στο νησί και ξανασκόρπισαν τον θάνατο και την ερήμωση.» (βλ. σχ. Gr. Temple “Travels”, τ. α’, 102-119). Λήστευσαν μάλιστα και μια βάρκα φορτωμένη μέλι – το πιο σημαντικό προϊόν του νησιού – το οποίο προορίζετο για την Κωνσταντινούπολη (βλ. σχ. F. Murhard “Genalde”, τ. α’, 238). (*) Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στο φύλλο της 31ης Αυγούστου 2010 της εφημερίδος «ΧΡΟΝΟΣ» Κομοτηνής Πηγή: Γ. Λεκάκη «Σαμοθράκη – Ιερά νήσος», εκδ. «Ερωδιός» (τηλ. 2310-282.782)
.
 
Top