Άρθρο του καθηγητή φυσικής αγωγής
Σταύρου Λιλόγλου
Οι πευκώνες αποτελούσαν πάντοτε βασικό συστατικό του αττικού τοπίου, λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με την ανθρώπινη παρέμβαση κατά εποχές.
Αν είχε γίνει διαχείριση των πευκοδασών και οι αναγκαίες αραιώσεις, θα αποφεύγαμε ένα μεγάλο αριθμό πυρκαγιών ή όσες εκδηλώνονταν δεν θα είχαν τόσο καταστροφικές συνέπειες. Το 16,8% του συνόλου των... ελληνικών δασών είναι κυρίως χαλέπιος και τραχεία πεύκη. Ωστόσο, όπως τονίζουν οι επιστήμονες θα μπορούσαμε σε ορισμένα σημεία να δημιουργήσουμε ένα μεικτό δάσος πιο ανθεκτικό στη φωτιά.
Ετσι και αλλιώς σε μεγάλα τμήματα των καμένων εκτάσεων (περίπου 50.000 στρέμματα εκτιμούν οι δασολόγοι) θα χρειαστεί να επέμβουμε με αναδασώσεις εάν θέλουμε να ξαναγίνει δάσος, καθώς πρόκειται για εκτάσεις που έχουν καεί τουλάχιστον δύο φορές σε λιγότερο από 10 χρόνια.
Δει δη χρημάτων βέβαια, καθώς τα στρέμματα που αναδασώνονται βαίνουν μειούμενα κάθε χρόνο, λόγω έλλειψης κονδυλίων, πολλώ δε μάλλον που ένα μεικτό δάσος για να φυτευτεί κοστίζει περισσότερο.
Το πεύκο αμέσως μετά τη φωτιά εφόσον είναι αρκετά ώριμο έχει τη δυνατότητα να αναγεννηθεί.
Ωρες μόνο μετά την πυρκαγιά τα κουκουνάρια που έχουν σκάσει αφήνουν σπόρους που θα δημιουργήσουν τα νέα πεύκα.
Ομως κανονικά θα έπρεπε το νέο δάσος να αραιωθεί, καθώς τα νεαρά δέντρα φυτρώνουν πολύ κοντά το ένα στο άλλο δημιουργώντας πολύ εύφλεκτες συνθήκες.
«Αν το πευκοδάσος καθαριστεί και δεν υπάρχει υπόροφος βλάστηση, η πυρκαγιά όταν ξεσπάσει θα μείνει στο έδαφος και δεν θα καταστρέψει τα δέντρα».
Το θέμα της διαχείρισης των δασών είναι βασικά οικονομικό.
Εφόσον δεν προκύπτει κέρδος από τις εργασίες εντός του δάσους -όπως παλαιότερα συνέβαινε με τους ρητινοσυλλέκτες- το κράτος πρέπει να καταβάλλει κονδύλια χωρίς άμεσο και εμφανές κέρδος.
Το πεύκο είναι η εύκολη λύση, καθώς αναγεννάται εύκολα μόνο του και επιβιώνει σε ξηροθερμικά και υποβαθμισμένα εδάφη.
Οτιδήποτε άλλο απαιτεί σημαντικές παρεμβάσεις τουλάχιστον το πρώτο χρονικό διάστημα.
Χρειάζεται μελέτη«Ενα μεικτό δάσος, είναι ασφαλώς ανθεκτικότερο στην πυρκαγιά και επίσης δίνει περισσότερη τροφή στην πτερωτή πανίδα.
Μπορούμε στις αναδασώσεις να μην χρησιμοποιήσουμε χαλέπιο πεύκη σε κάποια σημεία», τονίζει στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» ο κ. Γεώργιος Λυριντζής, διευθυντής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών Αθηνών.
«Αν και δεν πρόκειται για φυτά πολύ απαιτητικά, χρειάζεται ωστόσο να προηγηθεί μελέτη για τις δυνατότητες του εδάφους σε συγκεκριμένα σημεία να υποστηρίξει αυτά τα φυτά», συμπληρώνει.
Ο κ. Λυριντζής προτείνει να φυτευτούν δέντρα που αποτελούν συστατικά στοιχεία του μεσογειακού τοπίου, όπως η κουκουναριά, η βελανιδιά, η χοώδης δρυς, η αργιά, η ιτιά, η κουτσουπιά, η δάφνη του Απόλλωνα, η χαρουπιά αλλά και το κυπαρίσσι, το οποίο «εδώ στην Ελλάδα το έχουμε συνδέσει με συγκεκριμένους χώρους, αλλά θα ταίριαζε», προσθέτει.
Οσον αφορά τη θαμνώδη βλάστηση, μπορούν επίσης να φυτευτούν πουρνάρι, χρυσόξυλο, σχίνο, κουμαριά, γλιστροκουμαριά, πιξάρι, ρείκια, πυράκανθος, λιγούστρο και στις υγρότερες θέσεις, πικροδάφνη, λυγαριά, μυρτιά και σπάρτα για σταθεροποίηση του εδάφους.
Οπως τονίζει ο κ. Λυριντζής οι παρεμβάσεις αυτές μπορούν να γίνουν περίπου στο 25% της έκτασης όπου πρόκειται να πραγματοποιηθούν αναδασώσεις, εφόσον βέβαια δοθούν τα αναγκαία κονδύλια.Θα πρέπει ωστόσο να αποφύγουμε το πλατάνι επειδή προσβάλλεται από μια ασθένεια και μπορεί να καταστραφεί εύκολα, αφού αυτή η ασθένεια έχει τη δυνατότητα να μεταφέρεται εύκολα.
Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών Αθηνών, λέει «όχι» στα ξενικά φυτά, όπως ευκάλυπτους, ακακίες, αείλανθους «γιατί είναι ξένα ως προς τη δική μας χλωρίδα».Τονίζει εξάλλου ότι εφόσον πρόκειται για δάσος πρέπει να αποφευχθούν είδη, τα οποία μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από κάποιους για να αποδείξουν δικαιώματα κυριότητας, όπως οι ελιές, οι αγριελιές, οι αμυγδαλιές, οι συκιές ή οι μουριές.
Αν είχε γίνει διαχείριση των πευκοδασών και οι αναγκαίες αραιώσεις, θα αποφεύγαμε ένα μεγάλο αριθμό πυρκαγιών ή όσες εκδηλώνονταν δεν θα είχαν τόσο καταστροφικές συνέπειες. Το 16,8% του συνόλου των... ελληνικών δασών είναι κυρίως χαλέπιος και τραχεία πεύκη. Ωστόσο, όπως τονίζουν οι επιστήμονες θα μπορούσαμε σε ορισμένα σημεία να δημιουργήσουμε ένα μεικτό δάσος πιο ανθεκτικό στη φωτιά.
Ετσι και αλλιώς σε μεγάλα τμήματα των καμένων εκτάσεων (περίπου 50.000 στρέμματα εκτιμούν οι δασολόγοι) θα χρειαστεί να επέμβουμε με αναδασώσεις εάν θέλουμε να ξαναγίνει δάσος, καθώς πρόκειται για εκτάσεις που έχουν καεί τουλάχιστον δύο φορές σε λιγότερο από 10 χρόνια.
Δει δη χρημάτων βέβαια, καθώς τα στρέμματα που αναδασώνονται βαίνουν μειούμενα κάθε χρόνο, λόγω έλλειψης κονδυλίων, πολλώ δε μάλλον που ένα μεικτό δάσος για να φυτευτεί κοστίζει περισσότερο.
Το πεύκο αμέσως μετά τη φωτιά εφόσον είναι αρκετά ώριμο έχει τη δυνατότητα να αναγεννηθεί.
Ωρες μόνο μετά την πυρκαγιά τα κουκουνάρια που έχουν σκάσει αφήνουν σπόρους που θα δημιουργήσουν τα νέα πεύκα.
Ομως κανονικά θα έπρεπε το νέο δάσος να αραιωθεί, καθώς τα νεαρά δέντρα φυτρώνουν πολύ κοντά το ένα στο άλλο δημιουργώντας πολύ εύφλεκτες συνθήκες.
«Αν το πευκοδάσος καθαριστεί και δεν υπάρχει υπόροφος βλάστηση, η πυρκαγιά όταν ξεσπάσει θα μείνει στο έδαφος και δεν θα καταστρέψει τα δέντρα».
Το θέμα της διαχείρισης των δασών είναι βασικά οικονομικό.
Εφόσον δεν προκύπτει κέρδος από τις εργασίες εντός του δάσους -όπως παλαιότερα συνέβαινε με τους ρητινοσυλλέκτες- το κράτος πρέπει να καταβάλλει κονδύλια χωρίς άμεσο και εμφανές κέρδος.
Το πεύκο είναι η εύκολη λύση, καθώς αναγεννάται εύκολα μόνο του και επιβιώνει σε ξηροθερμικά και υποβαθμισμένα εδάφη.
Οτιδήποτε άλλο απαιτεί σημαντικές παρεμβάσεις τουλάχιστον το πρώτο χρονικό διάστημα.
Χρειάζεται μελέτη«Ενα μεικτό δάσος, είναι ασφαλώς ανθεκτικότερο στην πυρκαγιά και επίσης δίνει περισσότερη τροφή στην πτερωτή πανίδα.
Μπορούμε στις αναδασώσεις να μην χρησιμοποιήσουμε χαλέπιο πεύκη σε κάποια σημεία», τονίζει στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» ο κ. Γεώργιος Λυριντζής, διευθυντής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών Αθηνών.
«Αν και δεν πρόκειται για φυτά πολύ απαιτητικά, χρειάζεται ωστόσο να προηγηθεί μελέτη για τις δυνατότητες του εδάφους σε συγκεκριμένα σημεία να υποστηρίξει αυτά τα φυτά», συμπληρώνει.
Ο κ. Λυριντζής προτείνει να φυτευτούν δέντρα που αποτελούν συστατικά στοιχεία του μεσογειακού τοπίου, όπως η κουκουναριά, η βελανιδιά, η χοώδης δρυς, η αργιά, η ιτιά, η κουτσουπιά, η δάφνη του Απόλλωνα, η χαρουπιά αλλά και το κυπαρίσσι, το οποίο «εδώ στην Ελλάδα το έχουμε συνδέσει με συγκεκριμένους χώρους, αλλά θα ταίριαζε», προσθέτει.
Οσον αφορά τη θαμνώδη βλάστηση, μπορούν επίσης να φυτευτούν πουρνάρι, χρυσόξυλο, σχίνο, κουμαριά, γλιστροκουμαριά, πιξάρι, ρείκια, πυράκανθος, λιγούστρο και στις υγρότερες θέσεις, πικροδάφνη, λυγαριά, μυρτιά και σπάρτα για σταθεροποίηση του εδάφους.
Οπως τονίζει ο κ. Λυριντζής οι παρεμβάσεις αυτές μπορούν να γίνουν περίπου στο 25% της έκτασης όπου πρόκειται να πραγματοποιηθούν αναδασώσεις, εφόσον βέβαια δοθούν τα αναγκαία κονδύλια.Θα πρέπει ωστόσο να αποφύγουμε το πλατάνι επειδή προσβάλλεται από μια ασθένεια και μπορεί να καταστραφεί εύκολα, αφού αυτή η ασθένεια έχει τη δυνατότητα να μεταφέρεται εύκολα.
Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών Αθηνών, λέει «όχι» στα ξενικά φυτά, όπως ευκάλυπτους, ακακίες, αείλανθους «γιατί είναι ξένα ως προς τη δική μας χλωρίδα».Τονίζει εξάλλου ότι εφόσον πρόκειται για δάσος πρέπει να αποφευχθούν είδη, τα οποία μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από κάποιους για να αποδείξουν δικαιώματα κυριότητας, όπως οι ελιές, οι αγριελιές, οι αμυγδαλιές, οι συκιές ή οι μουριές.
ΠΗΓΗ:mikrasiateskeratsiniou.blogspot.com