Η «δικαιολογημένη» βία
Ωστόσο, μια σειρά πρόσφατων βιβλίων παρουσιάζουν μια ανησυχητικά πειστική υπόθεση πως τα προειδοποιητικά σημάδια είναι εντονότερα από ποτέ, από το 1861. Ο Γάλλος φιλόσοφος Βολταίρος είπε κάποτε πως «αυτοί που μπορούν να σε κάνουν να πιστέψεις παραλογισμούς, μπορούν να σε κάνουν να διαπράξεις θηριωδίες». Όπως δείχνει η Barbara Walter του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο εγχειρίδιό της, με τίτλο «How Civil Wars Start» (Πώς ξεκινούν οι εμφύλιοι πόλεμοι), η δημοκρατία των ΗΠΑ σήμερα «τικάρει» όλα τα λάθος κουτιά.
Ακόμα και πριν τον θρίαμβο του Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2016, οι πολιτικοί αναλυτές προειδοποιούσαν για τη διάβρωση της δημοκρατίας και τη στροφή προς τον αυταρχισμό. Ο διχασμός που προκάλεσε η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος της 6ης Ιανουαρίου του 2021 έχει στείλει τη δημοκρατία σε επικίνδυνες νέες ατραπούς.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί πιστεύουν, χωρίς αποδείξεις, πως οι Δημοκρατικοί έκλεψαν τις εκλογές με την υποστήριξη του λεγόμενου «βαθέως κράτους», την κινεζική κυβέρνηση, τα νοθευμένα μηχανήματα ψηφοφορίας της Βενεζουέλας, ή έναν συνδυασμό αυτών.
Στο βιβλίο με τίτλο «This Will Not Pass» (Αυτό δεν θα περάσει), που έγραψαν οι ρεπόρτερ των New York Times, Jonathan Martin και Alexander Burns, αναφέρεται πως o Τζο Μπάιντεν είπε σε ανώτατο στέλεχος των Δημοκρατικών πως «πραγματικά ελπίζω (η προεδρία μου) να είναι αποτελεσματική. Αν δεν είναι, δεν είμαι σίγουρος πως θα έχουμε χώρα». Το ότι ένας πρόεδρος των ΗΠΑ θα μπορούσε να πει κάτι τόσο εσχατολογικό χωρίς να προκαλέσει μεγάλη εντύπωση, δείχνει πόσο αυτού του είδους ο φόβος έχει γίνει ρουτίνα.
Το 1990, η CIA προέβλεψε σωστά πως η Γιουγκοσλαβία θα διαλυόταν εντός δύο ετών, επειδή τα πολιτικά της κόμματα σκλήραιναν και μετατρέπονταν σε εθνοτικές ομάδες. Το 2022, τα δύο κόμματα της Αμερικής διαχωρίζονται όλο και περισσότερο σε φυλετικές γραμμές και γραμμές ταυτότητας. Οι Ρεπουμπλικανοί είναι λευκοί, κατοικούν σε μικρές πόλεις και αγροτικές περιοχές – το κόμμα πλέον κατέχει στο Κογκρέσο μόνο μία πραγματικά αστική περιοχή στο Στάιτεν Άιλαντ της Νέας Υόρκης. Οι Δημοκρατικοί είναι τώρα σχεδόν εξ ολοκλήρου αστοί και πολυεθνοτικοί. Οι συνήθειες μιας κανονικής δημοκρατίας, στην οποία το κόμμα που χάνει σχηματίζει μια πιστή αντιπολίτευση, πλέον χάνονται.
Πάνω από το ένα τρίτο των Ρεπουμπλικανών και των Δημοκρατικών πιστεύουν σήμερα ότι η βία είναι δικαιολογημένη για να επιτύχουν τους πολιτικούς τους στόχους, ενώ το 2017, τη χρονιά που ανέλαβε ο Τραμπ την εξουσία, ήταν λιγότερο από το ένα δέκατο. Η ρητορική του Τραμπ άνοιξε τις πύλες στα αυτονομιστικά συναισθήματα.
Όταν χάνει το ένα κόμμα, οι ψηφοφόροι του αισθάνονται ότι η Αμερική τους καταλαμβάνεται από μια ξένη δύναμη. Η Αμερική, επισημαίνει η Walter, έχει μετατραπεί σε «μια παραταξιακή ανοκρατία (anocracy)» – μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ απολυταρχίας και δημοκρατίας – που «πλησιάζει γρήγορα το στάδιο της ανοιχτής εξέγερσης». Η βία καταδιώκει την πολιτική γλώσσα της Αμερικής.
Όπως γράφει ο Καναδός μυθιστοριογράφος Stephen Marche, στο βιβλίο του «The Next Civil War» (Ο επόμενος εμφύλιος πόλεμος), που είναι μια πολύ ευφάνταστη θρηνολογία για την επερχόμενη διάσπαση της Αμερικής, η χώρα «απέχει μια θεαματική πράξη βίας από μια εθνική κρίση».
Πώς έφτασε εδώ η Αμερική; Διαλέξτε όποιο από τα θλιβερά ορόσημα θέλετε – την προσέγγιση της καμένης γης του Newt Gingrich, όταν διατελούσε πολωτικός πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων τη δεκαετία του 1990, την απόφαση 5-4 του Ανωτάτου Δικαστηρίου που έδωσε τις εκλογές του 2.000 στον Τζορτζ Μπους, την ανεξέλεγκτη απάντηση της Αμερικής στις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, τη μοιραία έρευνα του FBI για τα σχεδόν κωμικά ασήμαντα email της Χίλαρι Κλίντον, τους Δημοκρατικούς που απέδωσαν τη νίκη του Τραμπ στον Βλαντίμιρ Πούτιν, την προσπάθεια του Τραμπ να ξεριζώσει κάθε προστατευτικό κιγκλίδωμα ή την αποτυχία του Κογκρέσου να ενωθεί για την ανάγκη να τιμωρηθεί μια βίαιη επίθεση εναντίον του.
Η δημοκρατική οπισθοδρόμηση της Αμερικής μοιάζει με τη διάσημη παρατήρηση του Ernest Hemingway για τη χρεοκοπία: «Σταδιακά, μετά ξαφνικά».
Ο Burns και ο Martin προσφέρουν ένα επιμελώς ερευνημένο και συχνά διαφωτιστικό χρονικό του πρόσφατου πολιτικού εκφυλισμού της Αμερικής. Πολλά από αυτά συνοψίζονται στην απουσία χαρακτήρα. Καθώς κατακάθισε η σκόνη της περσινής επίθεσης στο Καπιτώλιο – που πραγματοποιήθηκε από έναν όχλο σχεδόν εξ ολοκλήρου λευκών συνταξιούχων αστυνομικών, νοσοκόμων, εργολάβων ακινήτων, γιατρών, δικηγόρων και ιδιοκτητών μικρών επιχειρήσεων, που κουβαλούσαν σημαίες, θηλιές, πιστόλια Smith & Wesson, συσκευές αναισθητοποίησης, κροτίδες, χειροπέδες, χημικά και μαχαίρια – οι Ρεπουμπλικανοί ηγέτες ξεφύσησαν με ανακούφιση. Το Καπιτώλιο μπορεί να γέμισε με γυαλιά, οι διάδρομοί του να αλείφθηκαν με περιττώματα.
Όμως η «μαγεία» του Τραμπ είχε σπάσει. Αυτός ο «απεχθής άνθρωπος» είχε «επιτέλους απαξιώσει τον εαυτό του», είπε ο Mitch McConnell, ο Ρεπουμπλικανός ηγέτης στη Γερουσία. Ο Kevin McCarthy, ο ομόλογός του στη Βουλή, είπε ότι οι ενέργειες του Τραμπ ήταν «αποτρόπαιες και εντελώς λανθασμένες».
Τρεις εβδομάδες αργότερα, ο McConnell ψήφισε υπέρ της αθώωσης του Τραμπ για αυτό που είχε αποκαλέσει «αποτυχημένη εξέγερση». Ο McCarthy οπισθοχώρησε ακόμη περισσότερο, κατευθυνόμενος προς το Μαρ-α-Λάγκο, το καταφύγιο του Τραμπ στη Φλόριντα, για να ανανεώσει τον όρκο πίστης του. Τις εβδομάδες που μεσολάβησαν, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο μόνος δρόμος του για να γίνει πρόεδρος της Βουλής ήταν να έχει τις ευλογίες του ατιμασμένου πρώην προέδρου.
«Ο Τραμπ βρισκόταν σε μηχανική υποστήριξη», είπε ο Adam Kinzinger, ένας από τους μόλις 10 Ρεπουμπλικανούς που ψήφισαν υπέρ της παραπομπής του. «Τον ανάνηψε ο McCarthy». Οι συγγραφείς χαρακτηρίζουν τον McCarthy ως «ίσως την πιο δουλοπρεπή φιγούρα» στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός γι’ αυτή την… τιμή. O Lindsey Graham από τη Νότια Καρολίνα, μεταξύ άλλων, ακολουθεί κατά πόδας τον McCarthy.
«Φρούδα ελπίδα ο Μπάιντεν»
Δεν ήταν παράλογο να ελπίζουμε ότι ο φιλικός τόνος του Τζο Μπάιντεν θα κατέβαζε τον πυρετό της Αμερικής. Παρ’ όλα αυτά ήταν μια φρούδα ελπίδα. Η Αμερική είναι ακόμη πιο έντονα χωρισμένη σε φανταστικά αντίπαλα έθνη, απ’ ό,τι υπό τον Τραμπ.
Ο Μπάιντεν δεν βοήθησε τα πράγματα, υποσχόμενος να αποκαταστήσει τη δικομματική ομαλότητα – ένας ευσεβής πόθος που καταρρίφθηκε υπό τον Μπαράκ Ομπάμα – ενώ δεσμεύτηκε επίσης να είναι ένας πρόεδρος που θα φέρει αλλαγή, όπως έκανε ο Φράνκλιν Ρούσβελτ. Με μια Γερουσία μοιρασμένη 50:50, αυτό δεν ήταν ποτέ ρεαλιστικό. Ο Joe Manchin, ο επίμονος Δημοκρατικός της Δυτικής Βιρτζίνια, ο οποίος έχει μπλοκάρει τα μεγάλα νομοσχέδια μεταρρυθμίσεων του Μπάιντεν, δεν κράτησε την ισορροπία δυνάμεων στην Ουάσιγκτον του Ρούσβελτ.
Οι Δημοκρατικοί υποχώρησαν έτσι στον εθνοτικό διαχωρισμό των λαφύρων τους, που πλέον αποτελεί ρουτίνα. Ο Μπάιντεν αντιμετώπισε την επιλογή του υπουργικού συμβουλίου του ως έναν «κύβο του Ρούμπικ πολιτικών ταυτότητας», γράφουν οι Burns και Martin.
Η αντιπρόεδρός του, Κάμαλα Χάρις, όχι μόνο δεν έχει προσφέρει την ελπίδα μιας νέας γενιάς, αλλά «έχει πάθει εμμονή με πραγματικές και εκλαμβανόμενες ‘ταμπέλες’, με τρόπους που η Δυτική Πτέρυγα θεωρεί κουραστικό», γράφουν. Το κόμμα τους αντιμετωπίζει πιθανό αποδεκατισμό στις φετινές ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, οι οποίες θα δημιουργήσουν μια συντριπτικά καταθλιπτική ρεβάνς το 2024 μεταξύ του Μπάιντεν και του Τραμπ. Ένα δημοφιλές «τραμπικό» μπλουζάκι λέει: «Προτιμώ να είμαι Ρώσος παρά Δημοκρατικός».
Πιο σοβαρά, ο αριθμός των δεξιών πολιτοφυλακών στις ΗΠΑ έχει εκραγεί τα τελευταία χρόνια. Το αίσθημα της λευκής υπεροχής έχει επίσης διεισδύσει στις υπηρεσίες επιβολής του νόμου των ΗΠΑ, λέει η Walter. Ο αριθμός των ένοπλων δυνητικών ανταρτών είναι πολλαπλάσιος των αριστερών ανταρτικών ομάδων, όπως οι Μαύροι Πάνθηρες και ο Συμβιωτικός Απελευθερωτικός Στρατός, που προκάλεσαν τέτοιο πανικό στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Μια χώρα με περισσότερα όπλα απ’ ό,τι ανθρώπους
Πώς θα συνέβαινε ένας αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος τον 21ο αιώνα; Όχι όπως ο πρώτος. Σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1860, όταν η Αμερική ήταν καθαρά χωρισμένη μεταξύ των ιδιοκτητών δούλων της συνομοσπονδίας και των βόρειων, η σημερινή γεωγραφία των αυτονομιστών είναι μπερδεμένη. Σε αντίθεση με τότε, οι ένοπλες δυνάμεις της Αμερικής σήμερα δεν μπορούν να βρεθούν σε μειονεκτική θέση. Ακόμα και σε μια χώρα όπου υπάρχουν περισσότερα όπλα απ’ ό,τι άνθρωποι (πάνω από 400 εκατ.), πολλά από τα οποία είναι στρατιωτικής κλάσεως, δεν θα υπήρχε συναγωνισμός. Ωστόσο, η Αμερική γνωρίζει πως ένας ασύμμετρος πόλεμος είναι ένας πόλεμος που δεν κερδίζεται. Σκεφτείτε το Βιετνάμ, το Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Σκεφτείτε, επίσης, το πώς γεννήθηκε η Αμερική – ο επαναστατικός στρατός της έχασε σχεδόν κάθε μάχη με τα πολύ καλύτερα εξοπλισμένα «κόκκινα παλτά» της Βρετανίας. Ωστόσο, με τη βοήθεια των Γάλλων, οι αντάρτικες δυνάμεις της Αμερικής επικράτησαν. Τώρα αντικαταστήστε τον σημερινό ομοσπονδιακό στρατό για τα κόκκινα παλτά. Οι στρατοί έχουν πολύ κακό ιστορικό ειρήνευσης των ανυπάκουων πληθυσμών. Κάθε θύμα γεννά δέκα ακόμα επαναστάτες.
«Θα γλιστρήσουν μέσα και έξω από τις σκιές, επικοινωνώντας σε πίνακες μηνυμάτων και κρυπτογραφημένα δίκτυα», γράφει η Walter. «Θα συναντηθούν σε μικρές ομάδες σε καταστήματα επισκευής ηλεκτρικών συσκευών, σε καταστήματα λιανικής. Σε ξέφωτα στην έρημο κατά μήκος των συνόρων της Αριζόνα, σε δημόσια πάρκα στη νότια Καλιφόρνια ή στα χιονισμένα δάση του Μίσιγκαν, όπου θα εκπαιδευτούν για να πολεμήσουν».
Το βιβλίο της Walter παρουσιάζει τους πιθανούς δρόμους της Αμερικής προς τη δυστοπία με εντυπωσιακή λακωνικότητα. Η σύνθεσή της για τα διάφορα βαρόμετρα μιας χώρας που οδεύει προς τον εμφύλιο πόλεμο είναι δύσκολο να διαψευσθεί, όταν εφαρμόζεται στις ΗΠΑ. Αλλά αμαυρώνει την υπόθεσή της με μια σειρά από βασικά λάθη. Το ποσοστό των χωρών του κόσμου που είναι «πλήρεις» δημοκρατίες, όπως ισχυρίζεται, δεν είναι επ’ ουδενί 60%. Ούτε η Ινδία είναι μια «αυστηρά κοσμική δημοκρατία». Το σύνταγμά της τιμά αντί να αποφεύγει όλες τις θρησκείες. Το βιβλίο της είναι ωστόσο απαραίτητο.
Κανένας από τους συγγραφείς δεν προσφέρει ένα απλό αντίδοτο για τη συνεχιζόμενη δημοκρατική διολίσθηση της Αμερικής. Οι θεραπείες τους – να βρεθούν τρόποι για να λειτουργήσει η πολυεθνοτική δημοκρατία, να βγουν τα χρήματα από την πολιτική, να διδαχθούν τα παιδιά της Αμερικής αγωγή του πολίτη – έχουν τον αέρα ευσεβών εκ των υστέρων σκέψεων και όχι των σοβαρών σχεδίων.
Αν και Καναδός, ο Marche γνωρίζει ξεκάθαρα τον βαθμό στον οποίο η παγκόσμια ελευθερία βασίζεται σε αυτό που συμβαίνει στην Αμερική. Παρά τις εναρκτήριες υποκρισίες του, κανένα άλλο έθνος δεν ιδρύθηκε με βάση το δόγμα ότι θα μπορούσε να ζήσει – και μάλιστα να ευδοκιμήσει – με θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ ξένων. Ο Marche ολοκληρώνει με αυτά τα συγκλονιστικά λόγια: «Θα ήταν ψέμα, κακό ψέμα, να πούμε ότι το αμερικανικό πείραμα δεν έδωσε στον κόσμο ένα ένδοξο και υπερβατικό όραμα για τα ανθρώπινα όντα: ότι αξίζουν να επιβεβαιωθούν μέσω των διαφορών τους και είναι ζωτικής σημασίας οι αντιφάσεις τους. Αυτό εξακολουθεί να είναι ένα όραμα της ανθρώπινης ύπαρξης για το οποίο αξίζει να αγωνιστούμε».
Ωστόσο, τα προειδοποιητικά σημάδια είναι αδύνατο να αγνοηθούν. Στο τέλος του βιβλίου τους, οι Burns και Martin αναφέρουν τη δήλωση του Malcolm Turnbull, πρώην πρωθυπουργού της Αυστραλίας, αναφορικά με την τάση της Αμερικής να αυτοκαταπραΰνεται με γνωστές ηθικολογίες. Δεν είναι πλέον χρήσιμες.
«Ξέρετε αυτή τη σπουδαία φράση που ακούτε συνεχώς: ‘Δεν είμαστε εμείς. Αυτή δεν είναι Αμερική’;» ρωτάει ο Turnbull. «Ξέρετε κάτι; Στην πραγματικότητα αυτή είναι η Αμερική».